Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος I.F.J.
Η ιστορική έρευνα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ξεκινά με καθυστέρηση για καθαρά πολιτικούς λόγους.
Από τη μακρά δεκαετία, που ξεκινά με δικτατορία το 1936 και καταλήγει το 1949 με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς επιλέγει να προβάλει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, όχι όμως και τη συνέχεια του μετά τη γερμανική εισβολή. Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας επιβάλλουν χειραγώγηση της ιστορικής έρευνας και διαχείριση της ιστορικής μνήμης, προσπάθεια που διατηρείται μέχρι την κατάρρευση της απριλιανής δικτατορίας.
Η δικτατορία Μεταξά δεν επαναφέρει στη συλλογική μνήμη παρά μόνο αρνητικές παραστάσεις. Επιπλέον, η 4η Αυγούστου αντιγράφει τις βίαιες μεθόδους καταστολής της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας οι οποίες, παρά την ιδεολογική ταύτιση τους με το μεταξικό καθεστώς, δεν διστάζουν φυσικά να εισβάλουν στην Ελλάδα και να χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς που το καθεστώς αυτό έχει συγκροτήσει για να επιβάλουν ένα εξαιρετικά σκληρό καθεστώς κατοχής. Αμηχανία, λοιπόν, και στην καλύτερη περίπτωση ένοχη σιωπή, από το επίσημο κράτος για την 4η Αυγούστου και τα επιτεύγματα της, ενώ για μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού είναι στιγματισμένοι ως συνεργάτες, και επομένως ως δωσίλογοι, οι στρατηγοί του Μετώπου που επάνδρωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος είναι ο πρώτος που διαπραγματεύεται το πρόβλημα της μεταξικής δικτατορίας με τα δύο βιβλία του «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου» («θεμέλιο», Αθήνα 1965) και «Η 4η Αυγούστου» («θεμέλιο», Αθήνα 1966). Με τα βιβλία αυτά αμφισβητείται για πρώτη φορά, και μάλιστα από μαρξιστική σκοπιά, η άποψη των αστικών κομμάτων και υπογραμμίζεται η ευθύνη τους στην επιβολή της δικτατορίας.
Τα αποτελέσματα της στηριγμένης σε αρχειακές πηγές έρευνας αρχίζουν να εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η έμφαση όμως δίνεται στις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου, γεγονός που συνεχίζεται και στην επόμενη δεκαετία, όταν αρχίζουν να αναπτύσσονται και οι πρώτες μελέτες για τις επιμέρους πτυχές του καθεστώτος.
Σε μία χώρα όμως, όπου η προώθηση της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες, τουλάχιστον, επαφίεται πατριωτισμό των ερευνητών, η μελέτη των επιμέρους πτυχών του μεταξικού καθεστώτος καθυστερεί ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα η προπαγάνδα της 4ης Αυγούστου να αποτελέσει το αντικείμενο δύο εξειδικευμένων βιβλίων που εκδόθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για τα βιβλία: Marina Petrakis, «The Metaxas Myth, Dictatorship and Propaganda in Greece» («Tauris Academic Studies», London 2006) και Βαγγέλης Αγγελής «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα…, Μαθήματα Εθνικής Αγωγής και νεολαιίστικη προπαγάνδα στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας» («Βιβλιόραμα», Αθήνα 2006).
Η ερευνητική αδράνεια για την περίοδο αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην παρακολουθεί η ελληνική ιστοριογραφία τον επιστημονικό διάλογο για την επικράτηση των δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου, όπου η μακρά ενασχόληση με το θέμα αυτό έχει οδηγήσει στη συγκρότηση μίας πλούσιας ιστοριογραφίας. Αυτή την ιστοριογραφία και την εξέλιξη της μεταφέρουν στα καθ’ ημάς τα δύο αυτά βιβλία και ταυτόχρονα υπαινίσσονται την έρευνα που απομένει να γίνει για την περίοδο αυτή.
Η εκτεταμένη, χρονοβόρα και επίπονη έρευνα σε αρχειακό υλικό και δευτερογενείς πηγές σπάνια γίνεται αντιληπτή, όπως συνήθως συμβαίνει, από τον αναγνώστη που δεν ασχολείται ειδικά με την Ιστορία όταν διαβάζει το τυπωμένο κείμενο. (Η συμπαθής τούτη άγνοια συμβάλλει και αυτή στην ευρύτατα διατυπωμένη άποψη ότι η συγγραφή της Ιστορίας είναι εύκολη υπόθεση).
Για τις ανάγκες της έρευνας ήταν απαραίτητη και ευπρόσδεκτη η προσφυγή, για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία της περιόδου, στο κινηματογραφικό υλικό που χρησιμοποίησε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του καθεστώτος.
Τα δύο αυτά βιβλία δεν επικαλύπτονται παρά αναπόφευκτα σε μικρό τμήμα τους και στo πλαίσιο συγκρότησης της δομής τους. Αυτό προκύπτει από τη θεματική, αλλά και από τη διαφορετική προσέγγιση που επιχειρούν.
Η Μ. Πετράκη εξετάζει μεθοδικά το στήσιμο του μηχανισμού προπαγάνδας του καθεστώτος. Ο Τύπος, ο Κινηματογράφος, το θέατρο και το Ραδιόφωνο είναι οι τέσσερις ξεχωριστές ενότητες που απασχολούν τη συγγραφέα. Η προβολή του Μεταξά ως χαρισματικού ηγέτη -πρωτόγνωρη, κακέκτυπη και στην πραγματικότητα γελοιογραφική αντιγραφή ξένων προτύπων- απασχολεί και τις δύο μελέτες, τόσο στο πλαίσιο της συγκρότησης αυτού του μηχανισμού όσο και για την επίδραση που προσπαθεί να έχει στη νεολαία, που εξετάζει ο Β. Αγγελής. Και για τους δύο μελετητές, η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας είναι ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο της μεταξικής προπαγάνδας.
Στο βιβλίο τής Μ. Πετράκη, η προπαγάνδα για την EON εξετάζεται ξεχωριστά με βάση την πολιτική που ακολουθεί το καθεστώς στο θέατρο, στο Ραδιόφωνο, στον Τύπο και στον Κινηματογράφο. Το βιβλίο του Β. Αγγελή έχει διαφορετική δομή. Τον απασχολούν τα βασικά χαρακτηριστικά και η δομή τής προπαγάνδας, για να στηρίξει πάνω στην εξέταση αυτή τις επιμέρους ενότητες που κυρίως τον ενδιαφέρουν και οι οποίες αφορούν τη μορφή που παίρνει η προπαγάνδα και την επιρροή που ασκεί όχι μόνο στην EON αλλά στη νεολαία γενικότερα, την οποία παρακολουθεί στο χώρο της οικογένειας, της δουλειάς και της εκπαίδευσης.
Η θεματολογία της προπαγάνδας για τη νεολαία, που εύστοχα αναλύει ο Β. Αγγελής, υπογραμμίζει την ουσιαστικά βεβιασμένη προσπάθεια του καθεστώτος να εφαρμόσει πρακτικές προβολής του, τις οποίες η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί.
Απέναντι στην άνωθεν επιβολή της προπαγάνδας ο Β. Αγγελής εξετάζει τις μορφές που παίρνει η αντιπροπαγάνδα, όπως τη χαρακτηρίζει, και η οποία συνίσταται κατά κύριο λόγο στην εκ των πραγμάτων περιορισμένη προπαγάνδα του ΚΚΕ αλλά και των άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων.
Τα δύο αυτά βιβλία προχωρούν την έρευνα για τη δικτατορία Μεταξά πολύ περισσότερο από αυτό που δηλώνει ο τίτλος τους. Η μελέτη της Μ. Πετράκη είναι πλέον βιβλίο αναφοράς στην ξένη ιστοριογραφία, ενώ παράλληλα στην αντίστοιχη ελληνική λειτουργεί καθοριστικά για την κατανόηση της περιόδου.
Στο ίδιο επίπεδο κινείται και το βιβλίο του Β. Αγγελή, που ύστερα από μία στέρεη εξέταση της συγκρότησης του μηχανισμού προπαγάνδας προχωρά περισσότερο, αναλύοντας με διορατικότητα τις προσπάθειες του καθεστώτος να διαφθείρει πολιτικά τη νεολαία. Και οι δύο μελετητές αξιολογούν τα αποτελέσματα της προπαγάνδας της δικτατορίας. Με βάση τα δύο αυτά βιβλία τουλάχιστον, καλούνται οι αναγνώστες να κάνουν το ίδιο.
Γιατί χαιρόταν ο κόσμος… στην εποχή του Ρετσινόλαδου
Αγόρια και κορίτσια που χαμογελούν ευτυχισμένα, καθώς δέχονται το στοργικό χάδι του μεγάλου ηγέτη. Μέλη της ΕΟΝ που παρελαύνουν γεμάτα σοβαρότητα και εθνική υπερηφάνεια. Αγρότες και αγρότισσες που, κουρασμένοι από τον κάματο της ημέρας, πλαισιώνουν τον «πατέρα» Ιωάννη Μεταξά, που τους κοιτά με στοργή και ενδιαφέρον, παρά τις υψηλές ευθύνες που τον κατατρέχουν. Εικόνες μιας δικτατορίας που όσο κανένα άλλο καθεστώς έως τότε, στη σύντομη ζωή του ελληνικού κράτους, δεν είχε επιδείξει τόσο ενδιαφέρον για τη διάδοση των ιδεών του και τη διάχυσή τους στην ελληνική κοινωνία. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον η φωτογραφία και ο έντυπος λόγος μαζί με τις γιορτές και τις παρελάσεις, αναδεικνύοντας την προσωπολατρία και τον πατερναλισμό. Και στην άλλη πλευρά του νομίσματος βασίλευαν οι διώξεις και οι εξορίες, η σωματική βία, το ρετσινόλαδο και ο εξευτελισμός, η συστηματική διαστρέβλωση των ιδεών των πολιτικών αντιπάλων της 4ης Αυγούστου, η οργανωμένη εξάρθρωση των προοδευτικών και κομμουνιστικών ιδεών και των οπαδών τους. Κάπως έτσι προσπάθησε να στηθεί το φασιζόν «Νέον Κράτος» στην Ελλάδα, που όμως δεν φασιστικοποιήθηκε. Στοιχεία που σε μεγάλο βαθμό «ξεχάστηκαν» στην επίσημη ιστοριογραφία των δεκαετιών που ακολούθησαν την επιβολή της, μέσα σε ένα βαρύ ψυχροπολεμικό και αντικομμουνιστικό κλίμα. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, άλλωστε, είχε την τύχη να αναβαπτιστεί μέσω της συμμετοχής της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την ώρα που ο ηγέτης της με το ιστορικό του ΟΧΙ γράφοντας στις δέλτους της εθνικής ιστορίας. Η συναίνεση και η σιωπή γύρω από το δικτατορικό καθεστώς διαταράχθηκε τη δεκαετία του 1960, όταν αριστεροί ιστορικοί και λόγιοι, με πρωταγωνιστική μορφή τον Σπύρο Λιναρδάτο, έθεσαν τα πρώτα ενοχλητικά ερωτήματα για τους όρους της επικράτησης και τη συνενοχή του παλαιού πολιτικού κόσμου στη διατήρηση του καθεστώτος.
Οι μελέτες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ιδιαίτερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης, έχουν διερευνήσει σημαντικά ζητήματα για το ιδιότυπο αυτό καθεστώς, με το οποίο κλείνει ο ταραγμένος ελληνικός Μεσοπόλεμος. Παραμένουν, ακόμη, όμως σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τους όρους επιβολής του, τη φυσιογνωμία του, τις ιδεολογικές καταβολές του, τις σχέσεις του με τον πολιτικό κόσμο, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού που το στήριξε. Σε μια Ευρώπη που συνταράζεται από την άνοδο των δυνάμεων του Άξονα, που μοιράζεται μαζί με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις την ένταση και τη σφοδρότητα του ισπανικού εμφυλίου, οι ιδεολογικές καταβολές και οι σχέσεις του μεταξικού καθεστώτος με τις διεθνείς δυνάμεις δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά. Ο ιδεολογικός και πολιτιστικός του λόγος, η δημιουργία του τρίτου ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτάρεσκα αποκάλεσε ο βραχύσωμος δικτάτορας τα σχέδια και τις εφαρμογές του για την ελληνική πνευματική ζωή, δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Σχέδια και εφαρμογές, που ας μην το ξεχνάμε -παρά το χλευασμό που δέχτηκαν εκ των υστέρων- συνδέθηκαν με γνωστούς διανοούμενους, γνώρισαν μεγάλη δημοσιότητα, διαθλάσθηκαν σε ευρύτερα σύνολα, δημιουργώντας στερεότυπα ή διαιωνίζοντας άλλα. Σε αυτά τα σχέδια προοριζόταν να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο η νέα γενιά, μια γενιά που για πρώτη φορά στρατολογήθηκε και οργανώθηκε με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση της στις αρχές του νέου καθεστώτος. Η μεταξική EON αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μαζικής μεσοπολεμικής οργάνωσης νεολαίας που απλώθηκε σε όλη την ελληνική επικράτεια, μια σημαντικότατη τομή στην ιστορία της νεολαίας στον 20ό αιώνα.
70 χρόνια μετά την επιβολή της, η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά εξακολουθεί να παραμένει σε σημαντικό βαθμό μια άγνωστη χώρα για την ιστορική έρευνα. Και όχι μόνο γι’ αυτήν. Ο θεωρητικός προβληματισμός για τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ελλάδα και η ένταξη τους σε ευρύτερο πλαίσιο εξακολουθεί να παραμένει φτωχός, με λιγοστές σημαντικές συμβολές. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει πάντα το έργο του Νίκου Πουλαντζά «Η κρίση των δικτατοριών. Πορτογαλία – Ελλάδα – Ισπανία», το οποίο πρόσφατα επανεκδόθηκε, όπως και το «Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό», από τις εκδόσεις «θεμέλιο» και το «Ιδρυμα Νίκου Πουλαντζά».
Στο μικρό αφιέρωμα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Προκοπής Παπαστράτης αναφέρεται σε δύο από τις πρόσφατες εκδόσεις για το καθεστώς, θέτοντας ευρύτερα ερωτήματα γύρω από τη χρήση τής προπαγάνδας και γενικότερα τον τρόπο λειτουργίας του καθεστώτος. Ο Πολυμερής Βόγλης επισκοπεί τις μαρτυρίες που έχουν εκδοθεί από τις εξορίες και τις εκτοπίσεις στα χρόνια του Μεταξά, αναδεικνύοντας αυτό τον τόσο πολύτιμο κρίκο για την κατανόηση της συνολικής αλυσίδας, που οδήγησε από το ιδιώνυμο στη Μακρόνησο και σης Φυλακές του Ωρωπού στην τελευταία δικτατορία του 20ού αιώνα. Τέλος, ο Θανάσης Σφήκας επανέρχεται σε ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα γύρω από τη μεταξική δικτατορία, εκείνο των επιρροών και της ιδεολογικής συγγένειας με τα καθεστώτα στη Γερμανία και στην Ιταλία, επισημαίνοντας τις ιδιοτυπίες της ελληνικής περίπτωσης.
Η ζωή στις φυλακές και την εξορία στα χρόνια του Μεταξά
Ο Αυστραλός δημοσιογράφος Μπερι Μπερτλς έφτασε μαζί με τη γυναίκα του στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 1935. Αν και ενθουσιώδης αρχαιολάτρης, αποφάσισε να κάνει ένα διαφορετικό οδοιπορικό στην Ελλάδα και στις αρχές του 1936 επισκέφτηκε τους πολιτικούς εξόριστους στην Ανάφη και τη Γαύδο. Το βιβλίο με τις εντυπώσεις του από τη ζωή των πολιτικών εξόριστων, που κυκλοφόρησε το 1938 στα αγγλικά (και πριν λίγα μόλις χρόνια στα ελληνικά, με τίτλο «Εξόριστοι στο Αιγαίο», από τις εκδόσεις «Φιλίστωρ») είναι από τις πρώτες, και πιο διεισδυτικές, μαρτυρίες που διαθέτουμε για την καθημερινή ζωή στην εξορία στη δεκαετία του 1930. Αναχωρώντας από τη Γαύδο για τον Πειραιά, στο τέλος αυτού του ιδιότυπου ταξιδιού, γράφει: «Μόνο όταν το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται και η μικρή ομάδα στην ακτή να μικραίνει πάνω στο περίγραμμα του κόλπου και του λόφου του νησιού πίσω τους, συνειδητοποίησα τι βασάνιζε περισσότερο αυτούς τους εξόριστους. Δεν ήταν οι στερήσεις, η ανεπάρκεια τροφής, η έλλειψη σχέσεων -μολονότι όλα αυτά μερικές φορές έπρεπε να μοιάζουν αβάσταχτα- αλλά η απομόνωση πάνω σ’ ένα νησί όπου τίποτε δεν φύτρωνε, όπου δεν υπήρχε έστω μια μικρή κοινότητα για να συναναστραφούν, όπου έπρεπε να ισιώσουν ένα κομμάτι γης και να υποκριθούν ότι ήταν πλατεία -ένα μέρος για να συγκεντρώνονται το απόγευμα- όπου δεν υπήρχε κανείς άλλος για να κουβεντιάσουν πέρα από τους δεκατρείς τους, όλη μέρα, όλο το χρόνο».
Αυτή είναι η καταστατική συνθήκη ύπαρξης στην εξορία, του εγκλεισμού γενικότερα. Δεν θα αλλάξει ούτε μερικούς μήνες αργότερα, κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Ι. Μεταξά, ούτε μια δεκαετία αργότερα, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Αυτά που αλλάζουν είναι ότι προστίθενται και άλλα νησιά ως τόποι εξορίας και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων και εξόριστων. Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά τόποι εξορίας, πέρα από την Ανάφη και τη Γαύδο, είναι η Φολέγανδρος, τα Κύθηρα, η Σέριφος, η Σίφνος, η Κίμωλος, η Αμοργός, η Ικαρία, ο Aη Στράτης. Πέρα από τους εξόριστους υπήρχαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι στις φυλακές της Ακροναυπλίας, της Κέρκυρας, της Πύλου, της Αίγινας, Αβέρωφ, Συγγρού, Επταπυργίου. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1929 και 1937 εκτοπίστηκαν 3.000 άτομα με βάση το Ιδιώνυμο και άλλα 1.000-5.000 με βάση διάφορους άλλους νόμους του μεταξικού καθεστώτος. Όταν ξεσπά ο πόλεμος, το 1940, υπήρχαν στην Ελλάδα 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι.
Οι μαρτυρίες πολιτικών εξόριστων δεν είναι πάρα πολλές, και αφορούν κυρίως τη ζωή στην Ανάφη, επειδή εκεί ήταν συγκεντρωμένος ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εξόριστων. Στο επίκεντρο αυτών των μαρτυριών βρίσκονται οι ποικίλες στερήσεις και κακουχίες της ζωής στα ξερονήσια, όπως οι ελλείψεις τροφίμων που προκαλούσε η κακοκαιρία (καθώς τα τρόφιμα στέλνονταν με πλοία), η έλλειψη νερού, η αίσθηση απομόνωσης. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των μαρτυριών αφιερώνεται στην οργάνωση της συλλογικής ζωής μέσα από τις «ομάδες συμβίωσης», ή αλλιώς «κολεκτίβες», που κάλυπταν όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, από το μαγείρεμα και την καθαριότητα μέχρι τις αγροτικές εργασίες και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει «Το ημερολόγιο της Ανάφης» στη δικτατορία του Μεταξά (1997) από τον Κώστα Γαβριηλίδη ενώ στις λίγες μαρτυρίες για την εξορία στα χρόνια του Μεταξά θα πρέπει κανείς να συμπεριλάβει τού Γιώργου Ζάρκου, «Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων Ανάφης – ΟΣΠΕΑ», του Νίκου Τζαμαλούκα, «Ανάφη. Ο Γολγοθάς της λευτεριάς» (1975), ενώ αναφορές στην εξορία υπάρχουν στα βιβλία του Βασίλη Μπαρτζιώτα «Στις φυλακές και τις εξορίες» (1978) και του Κώστα Μπίρκα «Σελίδες του αγώνα. Ηρωικό χρονικό της δεκαπενταετίας 1935-1950» (1966). Πέρα από τις μαρτυρίες, ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στη μελέτη της Μάργκαρετ Κένα «Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας. Πολιτικοί κρατούμενοι στον Μεσοπόλεμο» («Αλεξάνδρεια» 2004). Το βιβλίο της Κένα, συνδυάζοντας την ανθρωπολογική με την ιστορική προσέγγιση, αποτελεί μια σε βάθος ανάλυση της καθημερινότητας των εξόριστων, η οποία αναδεικνύει την ποικιλομορφία των σχέσεων συμβίωσης και εξουσίας μεταξύ των πολιτικών εξόριστων. Η κυριαρχία της συλλογικότητας, ή καλύτερα η πρόταξη της ομάδας απέναντι στην υποκειμενικότητα, αντικατοπτρίζεται και στο πλούσιο, ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει την έκδοση. Οι ομαδικές φωτογραφίες με σκηνές από την καθημερινότητα, όπου οι εξόριστοι εργάζονται, διαβάζουν ή κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, υπογραμμίζουν την αίσθηση ότι το άτομο μπορούσε να γίνει αντιληπτό μόνο ως μέρος της «ομάδας συμβίωσης» ή, πιο απλά, το γεγονός ότι η ατομική επιβίωση ήταν συλλογική υπόθεση στην εξορία.
Πολύ περισσότερα ήταν τα βιβλία που εκδόθηκαν με μαρτυρίες για τη ζωή των πολιτικών κρατουμένων, ιδιαίτερα στην Ακροναυπλία. Οι μαρτυρίες των πολιτικών κρατουμένων έχουν αρκετές ομοιότητες με αυτές των εξόριστων. Το μεγαλύτερο μέρος των μαρτυριών αφιερώνεται στη συλλογική ζωή μέσα στη φυλακή. Οι κρατούμενοι ήταν οργανωμένοι σε ομάδες συμβίωσης και κάθε ομάδα εξέλεγε ένα γραφείο, το οποίο ανέθετε καθήκοντα στους φυλακισμένους (μαγειρεία, ράφτες, τσαγκάρηδες, κ.λπ.), ήταν υπεύθυνο για τα οικονομικά της ομάδας και οργάνωνε τις μορφωτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες (μαθήματα, θεατρικές παραστάσεις, κ.λπ.). Τα πρώτα βιβλία εκδίδονται ήδη στη δεκαετία του 1960, όπως του Βασίλη Γιαννόγκωνα «Ακροναυπλία» (1963) και του Γεράσιμου Αντωνάτου «Στην Ακροναυπλία» (1965). Στη μεταπολίτευση θα εκδοθούν αρκετές ακόμα, όπως μεταξύ άλλων του Βασίλη Μπαρτζιώτα «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία» (1977), του Γιάννη Μανούσακα «Ακροναυπλία (θρύλος και Πραγματικότητα)» (1975) και «Το χρονικό ενός αγώνα. Ακροναυπλία, 1939-1943» (1986), του Αντώνη Φλουντζή, «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες», 1937-1943 (1979). Όπως προανέφερα, έχουμε πολύ περισσότερες μαρτυρίες για την Ακροναυπλία απ’ ό,τι για άλλες φυλακές ή για την εξορία. Γενικότερα, θα έλεγε κανείς ότι η Ακροναυπλία έγινε ο κατ’ εξοχήν μνημονικός τόπος τής Αριστεράς για τις διώξεις στη μεταξική δικτατορία, όπως αντίστοιχα έγινε αργότερα η Μακρόνησος για τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί, όμως;
Ο πρώτος λόγος συνδέεται με τον υψηλό βαθμό κομματικής πειθαρχίας που επέδειξαν οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας, ιδιαίτερα στο θέμα των δηλώσεων μετανοίας. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε την περίπτωση της Ακροναυπλίας σε σχέση με τις φυλακές της Κέρκυρας, για τις οποίες έχουμε την εξαιρετική μαρτυρία του Βασίλη Νεφελούδη «Ακτίνα θ» (1974). Παρά το γεγονός ότι στις φυλακές Κέρκυρας φυλακίστηκαν κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ, μεταξύ άλλων και ο Νίκος Ζαχαριάδης, και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ πιο σκληρές, καθώς οι κρατούμενοι έζησαν δύο ή και τρία χρόνια σε πλήρη απομόνωση, η περίπτωση των φυλακών Κέρκυρας δεν έγινε
εξίσου αξιομνημόνευτη. Αυτό μάλλον συνέβη επειδή ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων υπέγραψε δήλωση μετανοίας (όπως ο Θανάσης Κλάρας, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ο Στέλιος Σκλάβαινας), ενώ κάποιοι άλλοι προχώρησαν και στη συνεργασία με το μεταξικό καθστώς. Στην Ακροναυπλία, αντίθετα, ο κομματικός μηχανισμός οργανώθηκε καλύτερα, η κομματική πειθαρχία αποκαταστάθηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα πολύ λινοί κρατούμενοι να υπογράψουν δήλωση. Η επαγρύπνηση απέναντι στον «εχθρό», η αυστηρή πειθαρχία, η υποταγή στην ηγεσία, η προάσπιση της μονολιθικότητας του κόμματος έγιναν οι αρετές των πολιτικών κρατουμένων της Ακροναυπλίας και ο «Ακροναυπλιώτης» έγινε συνώνυμο ενός συγκεκριμένου τύπου κομμουνιστή. Συναφές με τα προηγούμενα, αλλά και με τη διαδικασία ανάδειξης της Ακροναυπλίας σε μνημονικό τόπο, είναι το γεγονός ότι πάνω από τριάντα πρώην κρατούμενοι της Ακροναυπλίας τοποθετήθηκαν σε κεντρικά καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ μεταπολεμικά.
Η Ακροναυπλία κατείχε εξέχουσα θέση στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς και για έναν άλλο λόγο: τη μοίρα των πολιτικών κρατουμένων της συγκεκριμένης φυλακής κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά τη γερμανική εισβολή και την κατοχή της χώρας, την άνοιξη του 1941, οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν απελευθερώθηκαν από την κυβέρνηση αλλά, απεναντίας, παραδόθηκαν στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Οι πολιτικοί κρατούμενοι αρχικά υπέφεραν από την πείνα, πάλι όμως όχι όσο οι πολιτικοί εξόριστοι. Οι πολιτικοί εξόριστοι το χειμώνα του 1941 έμειναν χωρίς τρόφιμα, με συνέπεια να πεθάνουν από την πείνα 18 πολιτικοί εξόριστοι στην Ανάφη και στον Aη Στρατή – εμπειρία που έχει αποτυπωθεί στη συγκλονιστική μαρτυρία του Κώστα Μπόση «Aη Στρατής. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξόριστων στα 1941» (1947). Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας μετά το 1942 διαμοιράστηκαν σε διαφορετικές φυλακές και στρατόπεδα. Πάρα πολλοί τις δυνάμεις κατοχής ως όμηροι και εκτελέστηκαν σε αντίποινα για ενέργειες των ανταρτών. Η πιο γνωστή τέτοια περίπτωση είναι η εκτέλεση 200 κρατουμένων (από τους οποίους 160 ήταν Ακροναυπλιώτες) την Πρωτομαγιά του 1944 από τους Γερμανούς. Συνολικά 399 πρώην Ακροναυπλιώτες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στη διάρκεια της Κατοχής. Ο «Ακροναυπλιώτης», έτσι, έγινε και συνώνυμο της ηρωικής θυσίας και του μάρτυρα της Αντίστασης.
Οι μαρτυρίες για τη ζωή στις φυλακές και την εξορία στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Μας επιτρέπουν να ης διαβάσουμε μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες: ως σταθμούς στη βιογραφία τής Αριστεράς ως ενός συλλογικού πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου, ως τεκμήρια για τις συνθήκες και την εμπειρία του εγκλεισμού, ως υλικό για τη μελέτη της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης, ως αφηγηματικά παραδείγματα για τις επόμενες γενιές πολιτικών κρατουμένων και εξόριστων που έγραψαν ης δικές τους μαρτυρίες. Κοντολογίς, μας επιτρέπουν να ξαναδούμε μια επώδυνη όσο και συναρπαστική περίοδο της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας.
Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ 4ΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Αν και συχνά αποκαλείται φασιστικό, και μολονότι αντέγραψε ορισμένα χαρακτηριστικά του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, το καθεστώς Μεταξά και το «Νέον Κράτος» που ευαγγελίστηκε παρέμειναν μια βασιλική, στρατιωτική, αστυνομική και γραφειοκρατική δικτατορία. Όπως τα καθεστώτα του Αντόνιο Ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, του Φρανθίσκο Φράνκο στην Ισπανία και του Φιλίπ Πετέν στη Γαλλία του Βίσι, έτσι και αυτό του Μεταξά έμοιαζε με τα αντίστοιχα του Χίτλερ και του Μουσολίνι ως προς την οργάνωση αστυνομικού κράτους, τη συντηρητική θεώρηση της κοινωνικής δομής, την προσπάθεια συντεχνιακής δόμησης της οικονομίας και της κοινωνίας, την πίστη στην οικογένεια ως βασικό πυρήνα της κοινωνίας και τον έντονο εθνικισμό. Ενδεικτικός, όμως, των ομοιοτήτων αλλά και των διαφορών με το ιταλικό και το γερμανικό πρότυπο είναι ο βαθμός στον οποίο το μεταξικό καθεστώς υιοθέτησε το αξίωμα του Γκαλεάτσο Τσιάνο ότι το μυστικό των δικτατοριών της δεξιάς -και το πλεονέκτημα τους έναντι άλλων καθεστώτων- έγκειται ακριβώς στο ότι έχουν ένα εθνικό πρότυπο. Η Ιταλία και η Γερμανία έχουν βρει το δικό τους. Οι Γερμανοί στη φυλετική ιδεολογία. Εμείς στον Ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό.
Ως προς το περιεχόμενο του, το εθνικό πρότυπο της 4ης Αυγούστου απέρριπτε τις ξένες επιρροές, καθώς ο δικτάτορας ήταν πεπεισμένος ότι «μία φυλή […] όπως η Ελληνική […] έχει καθήκον απέναντι του εαυτού της, της ιστορίας και απέναντι του άλλου κόσμου, να εκδήλωση τον ίδιον αυτής πολιτισμόν». Αντί ξένων προτύπων, ο Μεταξάς έκανε λόγο για τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό, ένα νεφελώδες ιδεολογικό κατασκεύασμα που θα αποτελούσε σύνθεση των πολιτισμών της κλασικής Ελλάδας και του Βυζαντίου: από τον πρώτο θα αντλούσε τις υψηλές επιδόσεις στις τέχνες και τις επιστήμες, και από τον δεύτερο το θρησκευτικό ιδεώδες και την πολιτική οργάνωση του κράτους.
Εν τούτοις, και παρά την ύπαρξη αυτού του εθνικού προτύπου, οι τυχόν ομοιότητες με τον ιταλικό φασισμό, και κυρίως το Τρίτο Ράιχ, πρέπει να παραμείνουν αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας. Το επίδοξο κατασκεύασμα του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού ουδέποτε έτυχε σοβαρής ιδεολογικής επεξεργασίας και άρθρωσης, ο ιδεολογικός πυρήνας του υπήρξε σαφώς λιγότερο δυσάρεστος από τον εθνικοσοσιαλιστικό φυλετισμό και τον νεοπαγή ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό και, επίσης, στερούνταν εδαφικής επεκτατικής αιχμής. Μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της 4ης Αυγούστου και των προτύπων της Γερμανίας και της Ιταλίας ήταν ότι ο συντηρητικός αυταρχικός εθνικισμός του Μεταξά ήταν εσωστρεφής και δεν έτρεφε ούτε αναθεωρητικές διαθέσεις ούτε πολεμοχαρή όνειρα. Κατά δεύτερο λόγο, αντίθετα με τις φασιστικές δικτατορίες, αυτή του Μεταξά και του Γεωργίου Β’ δεν βασιζόταν σε κάποιο μαζικό λαϊκό κίνημα και δεν είχε «καμία κομματική οργάνωση ή ομάδα χιτώνων, μελανών ή καφέ, για να τη στηρίξει», όπως σημείωσε ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ένα καθεστώς που δημιούργησαν και στήριξαν οι ήδη υπάρχουσες αρχηγεσίες και του οποίου οι μετέπειτα προσπάθειες δημιουργίας λαϊκής βάσης απέτυχαν. Όπως και η δικτατορία του Miguel Primo de Rivera στην Ισπανία, τα χρόνια 1923-1930, η 4η Αυγούστου αρχικά εμφανίστηκε με καθαρά συντηρητικό και πατερναλιστικό χαρακτήρα, και μόνον αργότερα οι φορείς της άρχισαν να δανείζονται επιλεκτικά από ξένα πρότυπα, με στόχο τη δημιουργία φασισμού εκ των άνω -προσπάθεια στην οποία τόσο ο Primo de Rivera όσο και ο Μεταξάς απέτυχαν. Χωρίς κάποιο μαζικό κόμμα ή κίνημα πίσω του, το καθεστώς Μεταξά είχε ως βασικούς άξονες στήριξης τα ανάκτορα και την αντιβενιζελική φατρία που κυριαρχούσε στα σώματα ασφαλείας, ενώ η κοινωνική σύνθεση του ήταν παρόμοια με αυτήν του αντιβενιζελισμού, όπως η τελευταία είχε διαμορφωθεί στην περίοδο 1922-1936: την κρατική αστική τάξη, με πρωτοστατούντες δημοσίους υπαλλήλους, αξιωματικούς, δικηγόρους, καθηγητές πανεπιστημίων, κληρικούς και τραπεζίτες.