Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Νικολακάκη, καθηγητή του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «η βεντέτα είναι ένας κοινωνικός κώδικας που στηρίζεται στην έννοια της τιμής και της προστασίας. Και η τιμή αυτή αφορά άτομα από την ίδια πάντα οικογενειακή ομάδα, αποτελεί δε στοιχείο της ταυτότητας και του κοινωνικού της κύρους».Πολλές φορές ο χώρος που επιλέγεται από τους συγγενείς για την τέλεση του εκδικητικού φόνου είναι το ίδιο το δικαστήριο, την ώρα που δικάζεται ο δράστης και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ή της απαγγελίας της απόφασης. Η επιλογή αυτή κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, καθώς ο χώρος του δικαστηρίου λειτουργεί συμβολικά και οι «εκδικητές» με αυτόν τον τρόπο υποδηλώνουν ότι απονέμουν δικαιοσύνη.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν τελειώνει με την εκδίκηση της οικογένειας του θύματος. Αντίθετα, στο σημείο αυτό ξεκινά ένας αέναος κύκλος αντεκδικήσεων ανάμεσα στις «αντίπαλες» οικογένειες, με αποτέλεσμα εκατοντάδες αθώα θύματα και δεκάδες ξεκληρισμένες οικογένειες.
Υπάρχουν βεντέτες που διήρκεσαν 70 ολόκληρα χρόνια με περισσότερα από 60 θύματα, όπως αυτή ανάμεσα στις οικογένειες Σαρτζετάκη και Πεντάρη που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες βεντέτες που συγκλόνισαν ποτέ την Κρήτη. Η υπόθεση αυτή «έκλεισε» έπειτα από χρόνια με τον ίδιο τρόπο που λύνονται συνήθως οι βεντέτες. Με τη διαμεσολάβηση ατόμων κύρους που έχαιραν της εκτίμησης και των δυο αντιμαχόμενων οικογενειών, συνάπτονταν γάμοι μεταξύ μελών των δυο οικογενειών. Με τον τρόπο αυτόν, οι δυο οικογένειες συγγένευαν και το πάθος για εκδίκηση έσβηνε. Κάποιες φορές χρειάζονταν διαδοχικοί γάμοι, προκείμενου να σταματήσουν τελείως οι προκλήσεις. Ένας ακόμα τρόπος για να σταματήσει μια βεντέτα ήταν η διαφυγή των υποψήφιων δραστών ή θυμάτων σε άλλες πόλεις.

Μία από τις μεγαλύτερες βεντέτες του νησιού ξεκίνησε το 1941, όταν η Κρήτη βρισκόταν ήδη υπό Γερμανική κατοχή, μεταξύ δύο πολυμελών οικογενειών, των Σαρτζετάκηδων και των Πενταράκηδων. Αφορμή υπήρξε μια γυναίκα, όμως με το πέρασμα των χρόνων και το τέλος του Παγκόσμιου πολέμου η αφορμή ξεχάστηκε και έμεινε το μίσος των δύο οικογενειών με αποτέλεσμα μέσα σε 15 χρόνια οι δύο οικογένειες να μετρούν 140 νεκρούς άντρες.
Στις βεντέτες ποτέ δεν αποτελούν στόχοι αντεκδίκησης οι γυναίκες. Ο δικηγόρος- ερευνητής Ιωάννης Βαρδάκης στην μελέτη του για λογαριασμό του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου με τίτλο «Συμβολή στη μελέτη της Βεντέτας» εξηγεί πως «η γυναίκα βρισκόταν στο απυρόβλητο, καθώς δεν προσλάβανε τον χαρακτήρα της αντεκδίκησης, αφού δεν συνυπολογιζόταν στα ντουφέκια της οικογένειας. Ακόμα και αν η γυναίκα πραγματοποιούσε εγκληματική πράξη, δεν αποτελούσε το έγκλημα αφορμή για οικογενειακές αντεκδικήσεις».
Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων για τους δράστες που προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης, σε πολλές περιπτώσεις, είναι ιδιαίτερα μειωμένες, καθώς λαμβάνετε υπόψιν το εθιμικό δίκαιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γιάννης Παπαδόσηφος.
Η αρχή της ιστορίας ξεκινάει το 1983 όταν ο γιος του Γιάννη Παπαδόσηφου, Μανώλης, πηγαίνει σε μία ταβέρνα του Ρεθύμνου να συναντήσει τον Γιάννη Βενιεράκη για να συζητήσουν για μια διαμάχη που είχαν και αφορούσε μια γυναίκα. Ο Βενιεράκης σκότωσε με τρεις σφαίρες τον Παπαδόσηφο. Πρωτόδικα ο Βενιεράκης καταδικάζεται σε ισόβια. Η έφεση γίνεται στον Πειραιά. Στο δικαστήριο βρίσκεται ο πατέρας του θύματος, ο οποίος έχει κρυμμένο πίσω από την πλούσια γενιάδατα του ένα όπλο, με το οποίο σκοτώνει τον δολοφόνο του παιδιού του. Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση και έμεινε στην φυλακή 5 χρόνια.
Ο φόνος μέσα στο δικαστήριο ίσως έχει και μια ισχυρή συμβολική σημασία, καθώς ο δράστης νιώθει πως η ύψιστη μορφή δικαιοσύνης δεν θα αποδοθεί με την απόφαση του δικαστηρίου ακόμα και αν είναι καταδικαστική, αλλά με το δίκαιο της ανταπόδοσης που είναι ριζωμένο βαθιά μέσα στην συνείδηση του.
Υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις που δεν καταλήγουν στις αίθουσες δικαστηρίων και σε βίαιες πράξεις, καθώς μπαίνουν ανάμεσα στις δύο οικογένειες οι λεγόμενοι «μεσίτες». Μεσίτες είναι εκείνοι που επιδιώκουν τον «σασμό», όπως λέγεται στην κρητική διάλεκτο, δηλαδή αποτελούν τους συμφιλιωτές. Οι μεσίτες ήταν πρόσωπα κύρους στην τοπική τους κοινωνίες και λόγω της πείρας τους λειτουργούσαν σαν πυροσβέστες στην εκάστοτε περίπτωση που μπορούσε να εξελιχθεί σε παρανάλωμα του πυρός.
Στα σύγχρονα χρόνια ο «σασμός» επικυρωνόταν με μια βάφτιση, μια «συντεκνιά», όπως λένε οι Κρητικοί, ή με ένα γάμο μεταξύ προσώπων των δύο οικογενειών. Ωστόσο, αναφορές συμβιβασμών μεταξύ εχθρικών μεταξύ τους οικογενειών έχουμε από την εποχή της ενετοκρατίας. Τότε υπέγραφαν συμφωνητικό ενώπιον νοτάριου (συμβολαιογράφου), όπου πιστοποιούσαν την διακοπή των εχθροπραξιών τους. Στα μέσα του 20ου αιώνα βρίσκουμε πρακτικά συμφιλίωσης να δημοσιεύονται σε τοπικές εφημερίδες, ανακοινώνοντας έτσι την λήξη της βεντέτας.
Πηγές:
- Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Δημοσιογραφικό Εργαστήριο Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού.
- Βεντέτα, το μελανό έθιμο, originalcrete.gr
- Μαρία Βλαχάδη, Η ιστορία της Κρητικής Βεντέτας



