Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Ήταν η τρίτη φορά που την είχε πάει στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας την κυρά Κώσταινα ο άντρας της και στην τελευταία επίσκεψη, τους είχε τονίσει ο γιατρός ότι πριν κλείσει μήνας θα γεννούσε. Πριν φύγουν όμως από το νοσοκομείο για το χωριό τους υπενθύμισε ότι μπορεί να γεννήσει πιο γρήγορα, γι’ αυτό έπρεπε να έχουν το νου τους. Αλλά καλύτερα θα ήταν, είπε, σε είκοσι μέρες από ‘κείνη τη μέρα, να την ξαναπήγαινε να τη δει, να εισαχθεί στο νοσοκομείο ώστε να γεννήσει με ασφάλεια μέσα στους γιατρούς. Όταν επέστρεψε στο χωριό, το ανδρόγυνο, τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν κάπως διαφορετικά. Η εγκυμοσύνη της κυρά Κώσταινας πήγαινε πολύ καλά. Δεν έδειχνε τίποτα το ανησυχητικό. Αν και ήταν η πρώτη φορά που θα γεννούσε ήταν ψύχραιμη, κι αυτό το χρωστούσε στην πεθερά της. Η αλήθεια είναι, ότι η πεθερά την συμβούλευε λες κι ήταν κόρη της κάτι που ήταν κάπως παράξενο ‘κείνες τις εποχές ή τουλάχιστον ήταν αρκετά σπάνιο. Όλοι τώρα μετρούσαν τις μέρες, μα όταν πλησίασαν στις δεκαοκτώ περίπου, έγινε το κακό. Πιο ήταν το κακό; Όχι βέβαια μεγάλο κακό, αλλά ήταν κακό, θα το μάθουμε στις επόμενες σειρές, αγαπητοί μου αναγνώστες.
Ο πεθερός της κυρά Κώσταινας τους τελευταίους μήνες δεν ένιωθε και τόσο καλά, ένας πόνος στο στήθος τον έπιανε κάπου – κάπου και δεν έλεγε να τον αφήσει ήσυχο. Ο Κώστας, ο γιός του, τον παρακαλούσε να τον πάει στο γιατρό, αλλά εκείνος δεν έλεγε το ναι. “Να πάω στο νοσοκομείο, να με κλείσουν μέσα, και ποιός ξέρει πόσο καιρό θα μ’ έχουν εκεί κλεισμένο”, και πρόσθετε “τώρα που η νύφη μου θα αναστήσει το όνομά μου, να μην είμαι κοντά της; Α… όχι” έλεγε, “όταν θα γεννηθεί ο Δημήτρης μου, τότε θα πάω, ποιός είπε ότι δεν θα πάω;”. Αυτό το έλεγε και το ξανάλεγε με καμάρι. Κάποτε ένας χωριανός τόλμησε να του πει ότι δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι Δημήτρης, μπορεί να είναι τσούπρα. Αυτό που το πάς; του είπε κάπως κοροϊδευτικά. Τι ήθελε ο δόλιος να το ξεστομίσει, πριν τελειώσει την φράση του δέχτηκε ένα αρκετά δυνατό χτύπημα με την μαγκούρα στο κεφάλι. Βέβαια το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Επέμβηκαν όμως οι πιο ψύχραιμοι και το ατυχές επεισόδιο σταμάτησε εκεί. Έκτοτε όλοι έλεγαν να γεννηθεί με το καλό ο Δημήτρης και ο παππούς καμάρωνε βέβαια γι’ αυτό. Ο δόλιος το είχε πιστέψει ότι θα ήταν εγγονός. Τον τελευταίο καιρό, όταν περνούσε κάποιος μικροπωλητής αγόραζε σπαθιά, αυτοκινητάκια, πιστόλια, κι ένα σωρό άλλα παιχνίδια για τον εγγονό. Όμως δεν σταματούσε εκεί. Στην γυναίκα του έλεγε να του πλέξει διάφορα πράγματα, π.χ. καλτσάκια κι αλίμονο της αν δεν μαρτυρούσαν ότι προορίζονταν για αρσενικό παιδί της έλεγε.
Ο πόνος όμως στο στήθος του δεν έλεγε να τον αφήσει, Άδικα προσπαθούσε ο γιός του να τον πείσει να πάει στον γιατρό. Μήτε αυτόν τον άκουγε, μήτε την γυναίκα του, μήτε και κανένα άλλο. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που του έλεγαν ν’ αφήσει τις ανοησίες και τα πείσματα και να επισκεφθεί τον γιατρό. Όταν η νύφη του τόλμησε κάποια μέρα να του πει ότι πρέπει να πάει στον γιατρό, της είπε με αυστηρό ύφος. Εσύ να κοιτάξεις να μου φέρεις τον εγγονό μου στον κόσμο γερό και τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά.
Κάποιο πρωινό όμως τις τελευταίες μέρες που ετοιμαζότανε η ετοιμόγεννη να πάει στο νοσοκομείο να γεννήσει, ο πόνος στο στήθος του μέλλοντος παππού, ήταν τόσο δυνατός που μόνος του είπε στον γιο του, να τον πάει στον γιατρό γιατί δεν άντεχε άλλο. Δεν χάνει καιρό ο γιος, παίρνει τον πατέρα του και μια και δυό τον πηγαίνει στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είπαν ότι έπρεπε να μείνει για νοσηλεία γιατί είχε πάθει έμφραγμα και μάλιστα απόρησαν που δεν έμεινε στον δρόμο. Γερό σκαρί έλεγαν και ξανάλεγαν. Τώρα με τον πατέρα του στο νοσοκομείο και τη γυναίκα του ετοιμόγεννη, ο Κώστας πελάγωσε ο άμοιρος και είχε δίκιο. Σαν να μην έφτανε αυτό τη μέρα που είχε αποφασίσει να πάει την ετοιμόγεννη γυναίκα του στο ίδιο νοσοκομείο που νοσηλευότανε και ο πατέρας του, πιάνει μια μεγάλη κακοκαιρία που προηγούμενο δεν είχε, κι έτσι αποφάσισε το αντρόγυνο να πάνε την επόμενη μέρα, μήπως και καλυτέρευε ο καιρός, κι αυτό έκαναν.
Η επόμενη μέρα όμως ήταν πολύ χειρότερη από την προηγούμενη αλλά η ετοιμόγεννη έπρεπε να μεταβεί οπωσδήποτε στο γιατρό γιατί κάποια ποναλάκια ασυνήθιστα που εμφανίστηκαν στην κοιλιά της, προμηνύματα μάλλον της γέννας, ανάγκασαν το ανδρόγυνο να φύγει για το γιατρό άρον – άρον. Στην όλη διαδικασία βοήθησαν και οι χωριανοί, αποφασισμένοι ορισμένοι να τους συνοδεύσουν μέχρι το κεφαλοχώρι που θα περνούσε το λεωφορείο να επιβιβαστεί, γιατί υπήρχε περίπτωση το ευτυχές γεγονός να συμβεί ανά πάσα στιγμή στη διαδρομή και δεν ήταν λίγη η διαδρομή, δυο ώρες δρόμος ήτανε μακριά από το χωριό. Δεν πρόλαβαν όμως να πάνε μακριά και λίγο έξω από το χωριό, τα νερά έσπασαν, κι ανάγκασαν την ετοιμόγεννη να απαγκιάσει κάτω από μια αγκοριτσιά (αγριοαχλαδιά) και με τη βοήθεια του άνδρα της και των άλλων παρευρισκομένων που την συνόδευαν η κυρά Κώσταινα γέννησε. Η μαμή δεν πρόλαβε να φτάσει κοντά της. Ένας χωριανός όταν έσπασαν τα νερά έτρεξε στο χωριό και με το άλογό του την μετέφερε. Όταν έφτασε η μαμή ανάλαβε τα υπόλοιπα που έπρεπε να γίνουν π.χ. το κόψιμο του ομφάλιου λώρου κ.λπ. Ευτυχώς η γέννα πήγε καλά, μόνο που ο σίγουρος εγγονός του παππού ήταν εγγονή, μια ξανθιά πεντάμορφη κοπελιά.
Τώρα όταν πήγε στο νοσοκομείο να δει τον πατέρα του ο Κώστας, έλεγε και το πίστευε αυτό, πως να το πει στον πατέρα του ότι ο εγγονός που περίμενε, ήταν εγγονή. Φοβόταν μήπως το πάρει στραβά ο παππούς και πάθει κάτι κακό. Όμως δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Βρήκε όμως τη λύση. Έβαλε το γιατρό να πει το ευχάριστο γεγονός στον παππού. Ο γιατρός με τρόπο που οι γιατροί κι όλοι οι ψυχικά μορφωμένοι άνθρωποι ξέρουν να αναγγέλλουν και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα γεγονότα στους ανθρώπους που ορισμένοι δυσκολεύονται να τα αποδεχτούν, του το είπε και το αποδέχτηκε σχεδόν αδιαμαρτύρητος. Τέλος όταν πήγε στο χωριό ο παππούς μη μπορώντας να ανατρέψει τα γεγονότα που η μητέρα φύση καθορίζει πια θα είναι, αγνοώντας τις όποιες επιθυμίες των ανθρώπων, δεν είπε τίποτα, εκτός από τα πιο κάτω λόγια. Είναι παιδί με τα σωστά του και αυτό μου είναι αρκετό. Και συμπλήρωσε, ευχαριστώ το θεό, που με αξίωσε να το δω. Όταν μετά από λίγες μέρες πήγε στο καφενείο του χωριού ο χωριανός του που είχε δεχτεί την μαγκουριά, δεν άφησε το γεγονός να φύγει απαρατήρητο. Όταν τον είδε, του ευχήθηκε μεν περαστικά του και σιδερένιος, όπως συνήθως λένε σε ένα συνάνθρωπό τους που περνάει κάποια περιπέτεια, του είπε έτοιμος όμως ν’ απομακρυνθεί αν αυτό χρειαζότανε και τα εξής λόγια μηδιάζοντας. Τα σπαθιά, τα αυτοκινητάκια και τ’ άλλα σερνικοπαίχνιδα χωριανέ που αγόραζες για τον εγγονό μάλλον δεν σου χρειάζονται ή θα τα κρατήσεις για το δεύτερο ή καλύτερα να τα πετάξεις γιατί είμαι σίγουρος ότι όταν θα τα βλέπεις θα στεναχωριέσαι πολύ, κάτι που η υγεία σου δεν το επιτρέπει. Τότε όλοι οι παραβρισκόμενοι χωριανοί στο καφενείο γέλασαν. Ο παππούς δε, δεν γέλασε βέβαια αλλά είπε στον καφετζή να τους κεράσει όλους, να πιουν στην υγειά της εγγονής του, μηδιάζοντας ελαφρά.
* συγγραφέας – ποιητής