*“…Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι…”
Gabriel Garcia Marquez, Κολομβιανός συγγραφέας, Νόμπελ 1982
Γράφει η Ροδάνθη Κουμή
«Μανώλη ε Μανώλη!» φώναζε ο πατέρας μου τον παραγιό του να έρθει να αρμέξει τα ωζά.»
«Ίντα θες μπρέ αφεντικό; Επαέ, είμαι .Πλάκες έστενα να πιάσουμε κιανένα κοτσυφό, να τόνε φάμε το βράδυ..»
«Άσε τσι πλάκες και πιάσε το σιγκλί να πάμε στην κούρτα να αρμέξουμε τα ωζά» .
«Καλά αφεντικό μα να το κατέεις, θα πεινούμε το βράδυ» .
«Δεν θα πεινούμε Μανώλη. Κάτι θα μπέψει ο θεός θα δεις..»
«Πάλι ανακατώνεις το θεό στσι δουλειές μας ..ε μα δα!..Άστονε εκιά που κάθεται. Πόσους να ξανοίξει μπλιο, τόσος κόσμος παρακαλεί τόνε.»
«Άντε πάμε πολλά είπαμε Μανώλη! ..»
Μικρό κορίτσι ήμουνα και με έπαιρνε πολλές φορές μαζί του ο Πατέρας στο μητάτο του όταν έβοσκε.. Δηλαδή εγώ του “κολλούσα” να με πάρει, γιατί μια αδυναμία του την είχα! Ήμουνα και το “μιτσό του”, με είχε και παραχαϊδέψει λίγο περισσότερο από τα πέντε μεγαλύτερα αδέρφια μου, ε, δεν ήθελε και πολλά παρακάλια να με έχει κοντά του.. Γαλήνη ένιωθα από τότε που θυμούμαι τον εαυτό μου, όταν με είχε στα πόδια του στις κορφές τις Μαδάρας και μου τραγούδαγε το τραγούδι τσι τάβλας. Δεν καταλάβαινα τότε τση στίχους μα στο αυτί μου έφτανε μια μελωδία που με ρίζωνε ακόμα πιο βαθιά στην ψυχή του πατέρα ..
Μα σα μεγάλωσα κατάλαβα και τσι στίχους και την ψυχή του, καμωμένη από τα άνθη τση λεμονιάς , πλασμένη από τα νυχτολούλουδα που σε ζαλίζουν, σε μεθούν με το άρωμα τους . Μαγικός πατέρας σε μαγικά βουνά με μαγική μυρωδιά! Είχαμε μαζί μας και το Μανώλη τον παραγιό του πάντα ,που τον βοήθαγε στο άρμεγμα σύμπαινε την φωτιά να μπει το καζάνι να βράσει το γάλα για να κάμει τυρί, μυζήθρα ,ζιλοκούπια ο πατέρας και πολλές φορές έκανε και αθότυρο ,πάντα για το χατίρι μου γιατί μου άρεσε.. Μα ήτονε και φορές που το κοπάδι ξεστράτιζε έπιανε τα βουνά, έσμιγε με αλλά κοπάδια και εκιά (δα) με αφήνανε μοναχή , να πάνε να τα αναμαζώξουνε … Μα πριν φύγουνε έπαιρνε ο πατέρας πέτρες μαδαρίωτικες και μου έκανε ένα κύκλο με αυτές.
«Έπαε, μέσα στο κύκλο θα είσαι μέχρι να γαίρουμε. Μη φύγεις κοπελιά μου ε;
Να ,πάρε και τούτονε το σβουράκι άπου σου φτιάξα με την ασφεντιλιά, να παίζεις..»
Το “σβουράκι”, το μοναδικό παιχνίδι που είχα μικρή λες και ένιωθα την αξία του την τόσονα μεγάλη συναισθηματική ,απού το έχω ακόμα και όταν το θωρώ, αναπολώ εκείνες τση στιγμές τση ονειρεμένες και η ψυχή μου γεμίζει με αγαλλίαση και νοσταλγία. Επινόηση του πατέρα ήτονε, όταν δεν είχε ίντα να κάνει ,έκοβε ξερή ασφεντηλιά, την πελεκούσε με το κατσούνι του, έκοβε έξι μικρά κομμάτια και ένα μεγάλο μακρύ ίσαμε πενήντα πόντους ,έβανε απάνω από το μακρύ ένα λεπτό λιανό ξυλαράκι, το κάρφωνε με ένα μικρό καρφί απού” φτιάχνε πάλι από ασφεντηλιά, στην μια άκρα έβαζε τα τρία μιτσά, στην άλλη τα αλλά τρία, και ετσά γινότανε το μαγικό παιχνίδι που αν δεν το φύσαγε ο άνεμος το φύσαγα εγώ και έπαιζα ξένοιαστη με τσι ώρες.
Να λοιπόν ένα καλό παιχνίδι απου” χα ,τον κύκλο με τσι πέτρες και το “σβουράκι”μου, ε, δεν ήθελα και άλλο πράμα και όσο και αν με αφήνανε στο κύκλο όσες ώρες και αν περνούσανε να φέρουνε τα ωζά, εγώ εκια καθόμουνα..ρούπι δεν το κουνούσα.. Αλλά δεν ήθελα, να πάω και αλλού, δεν ένιωθα καταπίεση, καθόμουνα στο κέντρο του κύκλου εθώρουνα τα βουνά, βαθιά πιο μακριά, κ” εκιά απού ετέλειωνε το βλέμμα μου, απλωνότανε μαβιά, ήσυχη η θάλασσα . Δίπλα μου ,ρίζωναν από το χώμα τση γης δεμένες μαζί της σαν γροθιά μουρνιές ,πιο πέρα καστανιές, και λίγο πιο πέρα ήτονε μια πηγή, η «κρυγιά βρύση» απού ανάβλυζε κρύο κρυστάλλινο καθαρό νερό, ούλο το χρόνο..
Είχα το μαστραπαδάκι μου και κάθε λίγο και λιγάκι επήγαινα στην βρύση… Εντάξει, ήθελα και να βγαίνω και από το κύκλο, ήτονε και στα όρια που θέσπισε ο πατέρας, ε!… που με” βρισκες που μ” έχανες, στη βρύση να πίνω νερό.. Παιδί ήμουνα αθώο, αγνό, καθάρια η ψυχή μου και θαρρώ έβλεπα με τα μάτια της. Και ούλα μου φαινότανε μαγικά στο βουνό: Μαγική η βρύση,μαγικός ο κύκλος ,το “σβουράκι”, μαγικό το βουνό ,μαγική η θάλασσα, μαγικός ο άνεμος που μύριζε φασκομηλιά και ρίγανη. Μαγικός και ο Πατέρας..Ακόμη και ο Μανώλης ήτονε μαγικός…Όντεν άρμεγε τση προβατίνες στο σιγκλί και το γάλα έκανε αφρό, έπαιρνε ένα φύλλο δάφνης και μου λεγε «Άντε εδά, κατέω το πώς λιμπίζεσαι τον αφρό, πάρε την δάφνη και φάε όση αφρογαλιδα θέλεις!..»
Ή “αφρογαλιδα”, πόσο μ” άρεσε με το φύλλο της δάφνης, ήταν για μένα το νέκταρ των βοσκών το νέκταρ του πατέρα.. Όταν εγαέρναμε βράδυ πια στην κουρτα και βάζανε μέσα τα πρόβατα, ήτονε το καλύτερο μου. Άναβε ο πατέρας με το Μανώλη το πυρομάχι, εστένανε το τσικάλι και ετυροκομούσανε..Είχα κ” ένα μιτσό σκαμνάκι απού το” χε φτιάξει ο πατέρας και καθόμουν ανάμεσα τους, έπαιρνα την ξύλινη κουτάλα και ανακάτωνα το γάλα. Πόσο μου άρεσε να ανακατώνω το γάλα! Και αυτό, μαγικό το έβρισκα… Εθάρουνα πως θα κάμω το τυρί ετσά με το ανακάτεμα, και αυτό μου δίνε μια ικανοποίηση τρομερή! Τυρί δεν έκανα βέβαια, αλλά καλό ανακάτωμα θαρρώ πως έκανα, γιατί η τυροκόμιση είχε επιτυχια..
«Μανώλη, εδά απού ετελειώσαμε την τυροκόμιση πιασε ένα μαστραπά κρασί φέρε και τα κουκιά με τσι ελιές και το παξιμάδι και στρώσε σε κείνηνε την πέτρα να φάμε ουλοι μαζί ..»
«Ότι πεις αφεντικό, μα να κατέεις ήθελα γώ να πιάσω το κοτσυφό και δεν με άφηκες. Άντε εδα πάλι, με κουκιά και ελιές θα την ( ε) βγάλομε..»
«Δεν πειράζει Μανωλιό, δεν πειράζει.. Άσε τσι κοτσυφούς εκιά που κάθονται ,παρά, πάρε τη στάμνα και σύρε να φέρεις νερό από τη βρύση..Άντε πήγαινε ακόμα επαέ είσαι; Θα κορακιάσουμε και μείς θα κορακιάσει και η κοπελιά μου..»
«Γλακώ αφεντικό, ίδια δα!…»
Φεύγει ο Μανώλης γλακιστός, με παίρνει στα πόδια του ο πατέρας και με ρωτά,ίντα τραγούδι εδά ,να μου πει..
«Τον καπετάνιο τον Κουμή πατέρα πες μου, εκείνος μ΄ αρέσει και μετά θα μου πεις και τον Γοργοπόταμο.. δυο θέλω…»
Χατίρι δεν μου χάλαγε δύο ήθελα, δύο έλεγε.
«ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΗΝΤΑΝΕ ΟΙ ΜΠΑΛΩΤΕΣ ΟΘΕΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΙΚΙΟ
ΚΑΤΩ ΑΠΟΥ ΤΟ ΦΤΕΡΟΛΑΚΚΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΧΑΡΑΔΡΑ
ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΝΕΙ Ο ΚΟΥΜΗΣ ΜΕ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΓΙΑΝΙΤΣΑΡΟΥΣ
ΜΕ ΤΖΟΥΡΜΟΥΤΖΗΔΕΣ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΙΧΟΥ ΝΑ ΒΡΑΔΥΑΣΕΙ
ΚΙΑΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΑΠΟΜΕΙΝΕ!..».
Και το άλλο απού μου άρεσε:
«Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σείεται η στεριά.
Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά..»
Ετούτανε τα δύο, ακόμα τα θυμούμαι η μάλλον ποτέ δεν τα ξέχασα, και ακόμα περισσότερο δεν ξέχασα ποτέ από πού ήρθα και ποιές είναι οι ρίζες μου. Ακόμα και αν έφυγε ο πατέρας μου και μπήκε στου θεού την στράτα, ακόμα και αν μεγάλωσα, όλα τα θωρώ με το μάτι της “μιτσίς” κοπελιάς του και όλα μου φαίνονται μαγικά!. Το “σβουράκι” το έχω ακόμα ,την κατσούνα του την έχω δίπλα μου και παίρνω δύναμη στο άγγιγμα της κάθε φόρα που χρειάζομαι κουράγιο,μα έχω ακόμη και τη μυρωδιά στα ρουθούνια μου τση φασκομηλιάς και τση ρίγανης από την Κρητική Μαδάρα ,μυρωδιές απού δεν φεύγουν εύκολα ούτε από τα πράματα ούτε από την ψυχή μου. Αφρογαλίδα μόνο δεν ξανάπια, μα πόσο μου λείπει… Μόνο ο Μανώλης έμεινε γέρος πια με άσπρα μαλλιά να βαστά την εδική του κατσούνα και να ατενίζει την κούρτα, τα βουνά ,το Λυβικό πέλαγος. Πριν λίγο με πήρε τηλέφωνο και μου πε..
«Κοπελιά μου, έχω δυο προβατίνες μόνο, δεν μου βαστά να χω κουράδι. Εγέρασα μα τση αρμέγω και έλα να πιεις αφρογαλίδα όποτε θες..επαε θα μαι να σε περιμένω..»