Όταν διάβασα τον Καζαντζάκη λίγο πριν τα είκοσι μου χρόνια, τον εθαύμασα. Έλεγε αλήθειες, τα έβαλε με κατεστημένα, αγωνιούσε, μάχονταν, σου έδειχνε νέους δρόμους, σου άνοιγε την σκέψη και αυτά με ένα ιδιαίτερο τρόπο σαν να σου άναβε φωτιά μέσα σου. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Έτσι αποφάσισα να ξαναζήσω αυτή την εμπειρία που είχα ζήσει τότε. Όμως δεν ένοιωσα το ίδιο. Αυτό που κατάλαβα τώρα είναι ότι ο Καζαντζάκης σου έδειχνε μια ώθηση προς τα επάνω και μετά σε άφηνε μετέωρο, δεν σ’ έφτανε στο τέλος.
Κανείς δεν αμφιβάλει ότι ήταν ανήσυχος άνθρωπος, πάλεψε με πολλά προβλήματα του ανθρώπου, αγωνίστηκε προσπαθώντας να ερμηνεύσει και να ειρηνεύσει. Δίνει λύσεις σε απορίες του, της παίρνει πίσω, δεν ειρηνεύει. Δεν έδωσε όμως απαντήσεις, έφυγε γεμάτος αναπάντητα γιατί. Έφτασε στο τέλος να ψάχνει χωρίς να ξέρει τι. Ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος, μιλούσε πολλές γλώσσες. Γνώρισε όλους τους κλασικούς. Το 1921 μεταβαίνει στη Βιέννη όπου μελετά τις μεγάλες θρησκείες και ιδιαίτερα τον βουδισμό όπου είχε επηρεαστεί πολύ απ’ αυτόν.
Γνώρισε την Ευρώπη του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, γνώρισε τον Μωάμεθ. Έγραψε και τερτσίνα, ένας είδος ποιήματος σαν κωμωδία του Δάντη. Γνώρισε τον Νίτσε όπου επηρεάστηκε πάρα πολύ και δανείστηκε πολλά απ’ αυτόν. Την ίδια περίοδο πηγαίνει στη Γαλλία. Εκεί μελετά άλλους ευρωπαϊκούς όπως τον Μπερξόν. Εκεί μυείται στον Θεοσοφισμό, όπου σαν θεοσοφιστής απορρίπτει την κόλαση αν και την μνημονεύει συχνά στα έργα του. Η επανάσταση των μπολσεβίκων τον είχε συγκλονίσει, συνέπεια αυτού έκανε πολλά ταξίδια στη Ρωσία. Εκεί γνώρισε τον Γκόρκι και πολλούς συντρόφους του Λένιν. Ο θαυμασμός του όμως για τους μπολσεβίκους τον έκανε να έρθει σε αντίθεση με την ελληνική διανόηση, συνέπεια αυτου να μην τον θεωρούν σπουδαίο.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε επίσης πολύ, έφτασε μέχρι την Κίνα και Άπω Ανατολή. Εκεί απέχτησε πολλές γνώσεις και εμπειρίας, τα κατέγραψε, αφού τα μελέτησε, έβγαλε συμπεράσματα, έκανε σκέψεις, προβληματίστηκε αλά απ’ όλα αυτά τα ρεύματα δεν γέννησε τίποτα δικό του. Γνήσιο ατόφιο – Συγγράφει σαν μιμητής και επεξεργαστής παλαιών ιδεών, δεν έφερε τίποτα καινούργιο. Ο μόνος τύπος ανθρώπου που συνέλαβε ήταν ο Ζορμπάς. Το όνομα αυτό όμως έφερνε αποτροπιασμό στους Κρητικούς γιατί επί τουρκοκρατίας οι Ξωμότες και οι Ζορμπάδες ήταν άτομα από τα βαλκάνια, όπου σκορπούσαν τον θάνατο στους χριστιανούς και ζούσαν ληστεύοντας τους.
Ο Καζαντζάκης έφερε στην ελληνική λογοτεχνία μια ωραία γλώσσα, ασυνήθιστη αλλά καλή. Γλώσσα εμπλουτισμένη με κρητικούς ιδιωματισμούς που έχει μια μαγεία. Έφερα ιδέες από ξένους πολιτισμούς, από εποχές παλαιές, χωρίς όμως να νοιάζεται για τα βαθιά νοήματα του Μέγα Πλάτωνα του Αριστοτέλη και άλλων αρχαίων που όχι μόνο δεν έχουν ξεπεραστεί αλλά έχουν επαληθευτεί με τον Φρόιντ. Δανείστηκε όμως από τον Δημόνακτο (2ος μ.χ. αιώνας) τον Κύπριο το «Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος». Αν και δε νομίζω ότι το πίστευε γιατί δεν είχε ελευθερωθεί από την αγωνία του..
Στις «Αδερφάδες» γράφει «Ο θάνατος τριγυρνά στο νου μου σήμερα και μοιάζω με τον άρρωστο που ξαναβρίσκει την υγεία του ύστερα από πολύ-πολύ μακριά αρρώστια». Αυτό είναι κομμάτι από ένα ποίημα που είναι γραμμένο στο «Βιβλίο των Νεκρών» στην αρχαία Αίγυπτο. Στο «Αναφορά στον Γκρέκο» αναφέρει την βεβήλωση του Ναού του Τίμιου Σταυρού στην κορφή του Ψηλορείτη σαν κατόρθωμα μια βάρβαρη πράξει σε ένα χώρο που για άλλους ήταν τόπος λατρείας που απαιτείται σεβασμός. Άσε που το βιβλίο έχει μέσα μεταφυσικές αοριστίες. Αγωνίζεται και ψάχνει για να καταλήξει κάπου χωρίς ξεκάθαρες απόψεις. Στον «Τελευταίο Πειρασμό» δεν έχει μια διαυγή εικόνα των πραγμάτων. Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό Του δεν φιλοσοφεί. Την ώρα του φρικτού μαρτυρίου όπως και κάθε εσταυρωμένος, παρακαλά το Θεό να τον λύτρωση όπως έκανε και ο Ιησούς. Αυτό όμως το βιβλίο είναι που σε κάνει να καταλάβεις καλύτερα τον Ιησού πιο πολύ από τα Ευαγγέλια. Τα αποφθέγματα επίσης «Μια αστραπή είναι η ζωή μας μα προλαβαίνουμε» χρεώνονται στο Θαλή το Μιλήσιο. Ενώ ο Καζαντζάκης είναι ο συγγραφές με το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής γιατί δεν έχει γραφτεί μεγαλύτερο σε ποσότητα στίχων όσο η «Οδύσσεια» του, ξεπερνώντας τους Σαίξπηρ, Γκαίτε και Όμηρο. Και εργάστηκε πάνω σε αυτό 15 χρόνια, είχε την αυταπάτη ότι ήταν το έργο της ζωής του. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχε ούτε αυτογνωσία.
Μιχαήλ Γ. Κελαϊδής