Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής *Έγερνε ο ρήγας τ’ ουρανού ματοστάλακτος στην αγκαλιά της ερωμένης του δύσης, ενώ τα διάσπαρτα σύννεφα στον γλαυκό ουρανό διαφορετικού χρώματος θάρεβα πως τον συνόδευαν παίζοντας μαζί του κρυφτό. Τυλίγοντάς τον δε ανάλαφρα πολλές φορές, σχηματίζοντας διάφορες εικόνες ξέχωρης ομορφιάς κι αδιάκοπα, μαρτυρούσαν περίτρανα την απαράμιλλη και ασύλληπτη τέχνη της μητέρας μας φύσης.
Εγώ καθισμένος στην άκρη μιάς πεντάμορφης μικρής παραλίας πάνω σε έναν αλμυροφαγωμένο βράχο, αγνάντευα πέρα μακριά τον σταχτήν ορίζοντα αφήνοντας τη σκέψη μου να πετάξει λεύτερη προς κάθε κατεύθυνση σαν τον άνεμο, δίχως φραγμούς, ένιωθα τόσο όμορφα που δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια αγαπητοί μου φίλοι. Οι θάμνοι, τα λίγα δεντράκια γύρω μου, κατά μήκος της παραλίας και τα αλμυρίκια έμοιαζαν σαν βεργολύγιστες πεντάμορφες νεράιδες που χόρευαν ασταμάτητα στ’ ανάλαφρο φύσημα της δροσερής θαλασσινής αύρας, με περίσσια χάρη κι αψεγάδιαστη ομορφιά. Τα διάφορα δε πουλιά πετώντας από κλαδί σε κλαδί κι από δέντρο σε δέντρο, ψάχνοντας μάλλον να βρουν το καταλληλότερο απ’ αυτά ώστε να κουρνιάσουν, για να περάσουν εκεί την ερχόμενη νύχτα, έδιναν και κείνα την δική τους εικόνα, ενώ τα διάφορα τιτιβίσματά τους ακούονταν σαν μιάν απόκοσμη ουράνια μουσική. Χαρά θεού.
Τα ψαροκάικα τα δεμένα στο μικρό λιμανάκι της περιοχής, το ένα μετά το άλλο, έλυναν τους κάβους τους κι ανοίγονταν σιγά – σιγά πέρα μακριά στην απέραντη, γαλήνια θάλασσα, πηγαίνοντας μάλλον για το ολονύχτιο συνηθισμένο τους ψάρεμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αγαπητοί μου φίλοι, κείνες τις εικόνες που δημιουργούσαν φεύγοντας από το μικρό λιμανάκι. Έμοιαζαν θα μπορούσα να πω, με στολίδια κεντημένα, από χέρια πιτίδιας κοπελιάς, πάνω σ’ ένα απέραντο βελούδινο γαλάζιο χαλί. Η μικρή πολιτεία, ακριβώς απέναντι μου, φάνταζε σαν πριγκίπισσα καθισμένη στο χρυσοκέντητο θρόνο της, απολαμβάνοντας τις τελευταίες ζεστές ακτίνες του ζείδωρου φοίβου, έτσι έμοιαζε, γελαστή και χαρούμενη.
Τα δε λόγια, κάποιου περιφερόμενου παλιατζή στους δρόμους και τα σοκάκια της, με την διαπεραστική και γλυκύτατη φωνή του λέγοντας πότε “όλα τα παλιά μαζεύει” πότε “όλες τις αυλές – σπίτια καταρίζει” και διάφορα άλλα λόγια, οφείλω να πω ότι στο παράξενο κείνο άκουσμά τους έφερναν ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη μου, επαναλαμβάνοντας τα όσα άκουγα δίχως να ξέρω το γιατί, σιγανά, προσπαθώντας μάλλον να τον μιμηθώ.
Πολλές φορές, θαυμάζοντας τις άμετρες γύρω μου ομορφιές, τα χείλη μου ενδόμυχα ψέλλιζαν, “πάντα εν σοφία ποίησες κύριε”, νοιώθοντας συγχρόνως ψυχική ανάταση και ευφορία. Τέλος όταν αποφάσισα να φύγω από κείνη την απόμερη γωνιά, η νύχτα άπλωνε το αραχνοΰφαντο μαύρο πέπλο της πάνω στη γη, ενώ η πριγκίπισσα, η μικρή πολιτεία φόραγε σιγά – σιγά τα πολύχρωμα στολίδια της και φάνταζε σαν παλιάν αρχόντισσα μιας περασμένης εποχής, που πράγματι θωρώντας την τη θαύμαζα. Τώρα τ’ αστέρια ψηλά στο δώμα τ’ ουρανού, άρχιζαν και κείνα να κάνουν την εμφάνισή τους σχηματίζοντας διάφορα περίπλοκα σχήματα, ενώ η βασίλισσα της νύχτας, η σελήνη, εκθαμβωτική και επιβλητική έριχνε τις χρυσαφένιες της ακτίνες πάνω στα βουνά και στους κάμπους της φιλενάδας γης, ενώ στη θάλασσα, έχυνε περίσσιο το ατίμητο ασήμι της. Εγκαταλείποντας κείνη τη φιλόξενη γωνιά οφείλω να πω, σε όλη την διαδρομή έως ότου φθάσω στην οικία μου, χιλιάδες ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό μου περιμένοντας να πάρουν κάποια λογική απάντηση. Δεν ήταν λίγα εκείνα που με ρωτούσαν επίμονα, γιατί ο άνθρωπος προσπαθεί με τόση απερισκεψία να καταστρέψει ότι ο πλάστης για κείνους έπλασε; Γιατί ρυπαίνει τη θάλασσα δίχως έλεος και γενικότερα όλη την ατμόσφαιρα που αν και το γνωρίζει ότι αν συνεχίσει να τα ρυπαίνει θα εκλείψει κάθε είδους ζωής που φιλοξενεί ο πλανήτης μας και μαζί τους θα εκλείψει και το είδος του ή στην καλύτερη περίπτωση θα γίνει η ζωή του αφόρητη.
Με τις παραπάνω σκέψεις και με χιλιάδες παρόμοιες, έφθασα στο σπίτι μου προβληματισμένος, ευχαριστώντας τον μεγαλοδύναμο συγχρόνως, που μου χάρισε τις αισθήσεις ν’ απολαμβάνω τις ομορφιές της μητέρας μου φύσης.
Παίρνοντας στα χέρια μου την αγαπημένη μου πένα, χρόνων συνήθεια άρχισα να καταγράφω ότι όμορφο έζησα κείνο το γλυκό και απαλό λιόγερμα. Τέλος το μονότονο κρώξιμο της κουκουβάγιας, το ερχόμενο από κάποιο εγκαταλελειμμένο σπίτι του μικρού χωριού ήταν σαν να μου έλεγε με πικρό παράπονο: “ξάγρυπνος μείνε ποιητή, μην μας εγκαταλείπεις, σμίξε και τη δική σου φωνή με τις δικές μας φωνές, τις απελπισμένες φωνές όλων των πλασμάτων πάνω στη γη, που πολλές φορές μοιάζουν σαν μοιρολόγια θλιβερά και που δυστυχώς δεν συγκινούν κανέναν απολύτως”, και συνέχιζε “ενώνοντας τη δική σου φωνή με τις δικές μας, ευελπιστούμε ότι κάποτε θα μας αφουγκραστεί ο άνθρωπος και θα πάψει επί τέλους να μας θυσιάζει στο βωμό του χρήματος δίχως έλεος”.
* Συγγραφέας – Ποιητής