Μίλαγα με τη Μάρω χθες το βράδυ και το έφερε η κουβέντα στο θέμα των ημερών: τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αλήθεια είναι ότι η Μάρω δεν ήταν με τα νερά μου∙ αμέσως το κατάλαβα, αλλά παρόλο που μπήκα στον πειρασμό να την «ψήσω», το απέφυγα, γιατί το θεώρησα άκομψο να κάνω μαζί της πολιτικό ψωνιστήρι –ποιος είμαι εγώ που θα έλεγα στη Μάρω τι να ψηφίσει. Κανένας, βέβαια, δεν μπορεί να αφαιρέσει το δικαίωμα από τη Μάρω να έχει τα δικά της, τα προσωπικά κριτήρια. Μόνη της θα επιλέξει τι θα ψηφίσει στις επόμενες εκλογές. Την ψήφο της θα την ρίξει λογαριάζοντας τη συγγένεια ή τη φιλία, την ευγνωμοσύνη προς τον γιατρό που έσωσε κάποτε τη ζωή του αδελφού της ή την υποχρέωση που έχει προς τον συνταξιούχο αστυνομικό διευθυντή -κατεβαίνει ο γιός του υποψήφιος- που από φιλία διευθετούσε τις κλήσεις της παράνομης στάθμευσης, παλιά -τότε που ακόμα οδηγούσε το αυτοκίνητό της, γιατί τώρα, πάει πια, τις κατέθεσε τις πινακίδες της κι η Μάρω.
Μπορεί, την τελευταία στιγμή, η αναποφάσιστη Μάρω να δώσει σημασία στη φάτσα ενός υποψηφίου στο διαφημιστικό του φυλλάδιο ή στην καθαριότητα των νυχιών του, έτσι που θα απλώσει το χέρι του σε χειραψία. Ή απλώς να τον θυμηθεί, έτσι που θα τον δει να περνάει έξω από το σπίτι της και να την καλημερίζει για να υφαρπάξει την ψήφο της ή επειδή έτυχε να υπάρχει γνωριμία και συμπάθεια παλιά.
Άλλοι, απλοί άνθρωποι όπως η Μάρω, άνθρωποι της διπλανής πόρτας κι αυτοί, αλλού, θα βάλουν πάνω απ’ όλα την ποδοσφαιρική ομάδα και τον Πρόεδρο.
Άλλοι πάλι, θα επιμείνουν πολιτικά, χωρίς να ξεχνούν το Μνημόνιο και τις οδύνες, όταν θα στηθούν στην ουρά για να ψηφίσουν, θέλοντας να σπάσουν τα μούτρα ορισμένων υποψηφίων, που θα περιτριγυρίζουν ανενδοίαστοι μέσα-έξω στα εκλογικά κέντρα, την ώρα που οι εκλογικοί αντιπρόσωποι θα φυλλομετρούν τα ψηφοδέλτια.
Το πώς διαμορφώνονται τα κριτήρια του κάθε ψηφοφόρου είναι μια συζήτηση δαιδαλώδης, πράγματι.
Έχει βάλει το χεράκι της η κρίση και στην τσέπη σου Μάρω μου, όμως, όλοι τα ίδια τραβάμε. Έχεις καταλάβει κι εσύ όπως όλοι –πόσο μάλλον εσύ Μάρω, που δεν είσαι και καμιά ανόητη, όλοι έχομε πια καταλάβει ποιοι μας έφεραν μέχρι εδώ! Όλοι αυτοί που διαχειρίστηκαν τα κοινά όλα αυτά τα χρόνια και να που μας κατάντησαν εδώ που καταντήσαμε.
Τους βλέπεις όμως, βρε Μάρω, ακαταπόνητοι: Να δες εδώ στα Χανιά, για παράδειγμα, τι γίνεται –παντού τα ίδια, δηλαδή:
Απεκδύονται των κομματικών τους σκελεών και ξεβράκωτοι ανακατεύονται μεταξύ τους οι ίδιοι και οι απαράλλαχτοι και κάνουν έναν απίστευτο αχταρμά:
Ο ένας, ο πρασινοφρουρός, που κυκλοφορούσε κάποτε καβάλα στη βέσπα της εξουσίας του χωρίς κράνος, κι έδινε ως Αντιδήμαρχος και το καλό παράδειγμα, νταής και νυχτερινός κατεδαφιστής λιμενικών περιπτέρων, τώρα «μας κοιτάει στα μάτια», όπως λέει στη ραδιοφωνική διαφήμιση -και μάλιστα στο πλευρό εκείνου του επίδοξου Δημάρχου που κάποτε προσπαθούσε να εμποδίσει την καταστροφή αυτού του νεώτερου αρχιτεκτονικού μνημείου των Χανίων που ο όψιμος υπαρχηγός του κατεδάφισε νύχτα!
Ο άλλος που έκανε όλα αυτά τα χρόνια τον ηγέτη της αντιπολίτευσης, τώρα αγκαλιά με τον Δήμαρχο που ούτε τα γκρεμίσματα δεν κατάφερε να κάνει με σωστό τρόπο στη θητεία του, για να μην αρχίσομε να κουβεντιάζομε για τις απρέπειες αυτής της κοντόφθαλμης και αναποτελεσματικής δημοτικής αρχής που σε λίγο θα αποτελεί κι άλλο κακό παρελθόν.
Από παραδίπλα άλλος επίδοξος ηγέτης που θα λύνει –λέει, άμα κάνεις τη διαίρεση- 20 προβλήματα το χρόνο. Όπως έγραφα επί λέξει τις προάλλες σε μια υποστηρίκτριά του και συνυποψήφιά του, θα αντιγράψω: «Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε, ότι ο επικεφαλής της παράταξής σας υπήρξε σημαίνον στέλεχος προηγούμενων δημαρχιακών αρχών, στις εποχές που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα… Από τότε που ούτε το στατόπεδο Μαρκόπουλου δόθηκε στον Δήμο, όπως θα μπορούσε να έχει δοθεί, ούτε τα επτά νεώρια αναστηλώθηκαν ποτέ και συνεχίζουν να ρημάζουν. Δεν κατάφερε τίποτα ο επικεφαλής σας τότε που “λεφτά υπήρχαν” (sic) και θα τα καταφέρει καλύτερα τώρα, που έχομε να διαχειριστούμε τη φτώχεια μας? Αφήστε το καλύτερα.».
Ακρίβώς, Μάρω μου, άστο καλύτερα: Όλοι αυτοί που κυβέρνησαν και που θέλουν να συνεχίσουν να κυβερνούν, μυαλό δεν έβαλαν, παρά μόνο κάποια φρέσκα πρόσωπα πρόσθεσαν στην τράπουλα για να μας παίξουν πάλι τον παπά! Αυτά ήθελα να πω στη Μάρω, αλλά ντράπηκα.
Όλοι εμείς που έχομε ακόμα μια αξιοπρέπεια στη ζωή μας, όλοι εμείς που δε μας έχουν στερήσει ακόμα το δικαίωμα στη ζωή, όλοι εμείς που δε βιώνομε ακόμα στο δικό μας πετσί την ανθρωπιστική κρίση που μαστίζει πολλούς συνανθρώπους μας, εμείς όλοι καταλαβαίνουμε πια ότι τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά.
Δε θα της πεις εσύ της Μάρως –και της κάθε Μάρως, πια παράταξη θα ψηφίσει. Μπορεί να μην ασχολείται και πολύ με τα πολιτικά πράγματα, αλλά δεν είναι ηλίθια, ακούει, βλέπει και αισθάνεται ότι τα πράγματα πάνε προς το χειρότερο∙ όταν έρθει η στιγμή, αυτή θα κρίνει μόνη της.
Αλλά δεν μπορείς να μην της το πεις, κι αυτό δεν άντεξα, αυτό της το είπα:
Ανάμεσα στους κουμπάρους σου, βρε Μάρω, αν ψηφίζεις τους κουμπάρους σου, ούτε ξέρω ούτε σε ρωτάω να μου πεις, διάλεξε τον έξυπνο –όχι το βλάκα, γιατί είδες που μας κατάντησαν οι βλάκες! Τον έντιμο, όχι τον πεζεβένγκη! Γιατί τους είδες τους πεζεβένγκηδες!
Αν ψηφίζεις με θυμό βρε Μάρω, σε καταλαβαίνω, επειδή σου διέλυσαν τη ζωή οι Ολετήρες που μας κυβερνούν. Δε με νοιάζει αν είσαι αριστερή ή δεξιά, ρε Μάρω, αναλόγως τις πεποιθήσεις σου, θα διαλέξεις τι θα ψηφίσεις και κανείς δε θα σου κάνει υποδείξεις.
Μη διαλέξεις όμως βρε Μάρω μου, ανάμεσα στους ανθυποψήφιους, πάλι αυτούς τους ίδιους τους κρατικοδίαιτους, αυτούς τους ευέλικτους παρατρεχάμενους, αυτούς που αναθράφηκαν και ανδρώθηκαν μέσα στην κοπριά των σκοτεινών πολιτικών γραφείων, εκεί όπου ευδοκιμούσαν πάντα τα άνθη του κακού. Απέφυγε τους αυτή τη φορά, αυτούς που έχτισαν τις καριέρες τους ακροπατώντας στους υπόγειους διαδρόμους της διαπλοκής και διαβιώνοντας με εγγυημένο αντάλλαγμα των κακών υπηρεσιών τους, την ισόβια σίτισή τους από τον δημόσιο κορβανά.
Ο καθένας θα ψηφίσει με τα δικά του κριτήρια, αλλά ειδικά όταν μιλάμε για τις εκλογές τις αυτοδιοικητικές -κι αυτό το είπα στη Μάρω- είναι μερικοί μπαγάσηδες που είναι γνωστοί και μη εξαιρετέοι∙ αγιογδύτες περίφημοι που κουβαλάνε από πίσω τους όχι ψηφοφόρους, αλλά οπαδούς σαν τα κουράδια, που τους ψηφίζουνε μονοκούκι.
Πώς τα καταφέρνουν? Αλλά τα καταφέρνουν!
Είναι κι αυτό ένα από τα άχθη της δημοκρατίας μας κι έτσι καταντήσαμε να μη μας διοικούν οι άριστοι, αλλά οι άχρηστοι!
Αλλά αν δεν πάμε να ψηφίσομε, πάλι θα τους επιβραβεύσουμε, γιατί στις προηγούμενες εκλογές, τα δημοτικά συμβούλια των πόλεών μας αναδείχθηκαν με 40% αποχή! Η δική μας αποχή, μπορεί να γίνει δύναμη ανατροπής Μάρω μου! Αυτό της το είπα της Μάρως και σαν να γυάλισε το μάτι της, όταν άκουσε τη λέξη «ανατροπή»…
Αλλά τα περισσότερα που ήθελα να πω στη Μάρω δεν τα είπα∙ και τώρα που μετάνιωσα, γράφω ετούτες τις γραμμές…
http://raskolnick.wordpress.com