Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
1.Ο Παπαγάλος «Πολιτικός Κρατούμενος»
Στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι αντάρτες είχανε σε ένα φυλάκιό τους ένα παπαγάλο που τον έμαθαν να λέει: «Ζήτω το Κ.Κ.Ε.». Σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να φωνάξει το πουλί, αυτό που του είχανε μάθει.
Σε μια μάχη που οι αντάρτες εγκατέλειψαν το φυλάκιο, σε άτακτη οπισθοχώρηση, εγκατέλειψαν και τον παπαγάλο και τον βρήκαν οι στρατιώτες εκεί Ο παπαγάλος άλλαξε αφεντικά μα δεν «άλλαξε κεφαλή» και φώναζε συνέχεια: «Ζήτω το Κ.Κ.Ε.». Όταν στο φυλάκιο περιμένανε ένα ταξίαρχο, για να μην φωνάξει την ίδια φράση το πουλί και καταδικαστεί εις θάνατο, το έβαλαν σε ένα κοτέτσι μαζί με κότες. Τα κοκόρια όμως άρχισαν να φλερτάρουνε τον παπαγάλο προκλητικά και αυτός αναγκάστηκε να μιλήσει σε σκληρή γλώσσα: «Δεν είμαι όπως με φανταστήκατε (είπε) εμένα εδώ με φέρανε για τα πολιτικά μου φρονήματα και να λείψουν αυτά».
2.Έχω σπίτι μα…
Στα χρόνια της δικτατορίας η κυκλοφορία τη νύχτα δεν ήτανε άνετη και τουλάχιστον, αν σε έβλεπε η αστυνομία θα έπρεπε να δικαιολογήσεις την νυχτερινή σου κίνηση.
Ένας μεθυσμένος, έφτασε τις μικρές ώρες έξω από το σπίτι του μα δεν είχε το θάρρος να φωνάξει της γυναίκας του να του ανοίξει, διότι δεν ήτανε ώριμος για να αντιμετωπίσει την φουρτούνα που περίμενε πως θα ξεσπάσει. Αγκάλιασε λοιπόν τον κορμό ενός δέντρου και έστεκε εκεί σαν αναρριχητικό φυτό, άτολμος και αναποφάσιστος. Τον επεσήμανε όμως η αστυνομία και τον άρχισε στις ερωτήσεις: «Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα; Δεν έχεις σπίτι;» Του είπαν. «’Εχω σπίτι, να το εκεί είναι, μα δυστυχώς είναι μέσα η γυνάικα μου», απάντησε.
Λίγες λέξεις με πολλή σημασία. Οι αστυνομικοί μπήκανε στο νόημα και δείξανε κατανόηση.
3.Πολλά παίρνεις γιατρέ
Αρρώστησε μια γριά στο χωριό και χρειάστηκε να της φέρουνε το γιατρό. Ο γιατρός ήτανε (αδιάντροπος) και την υποχρέωσε να σηκώσει τα ρούχα της για να την εξετάσει. Έπαιρνε και ακριβό μεροκάματο. Αφού την εξέτασε για λίγη ώρα, της έγραψε μια συνταγή για να πάρει φάρμακα. Τότε ερώτησε και εκείνη τον γιατρό τι θέλει για πληρωμή:
-Κι εδά γιατέ ίντα θέλεις για το γκόπο σου απού μου ‘γραψες ετούτο δα το χαρτάκι;
-Χίλια φράγκα θέλω, γιαγιά, της λέει.
-Για όνομις του Θεού παιδί μου, ντα τρεις λέξεις μου ‘γραψες.
-Εγώ γιαγιά, για να μπορώ να γράψω αυτές τις τρεις λέξεις πήγαινα 21 χρόνια στα σχολεία και τα πανεπιστήμια.
-Ναι παιδί μου, μα ‘γω η κακομοίρα, δε φταίω πως ήθελες εσύ εφτά χρόνια για τη γκάθε λέξη απού έμαθες.