Η ανθρωπότητα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν λιμό βιβλικών διαστάσεων ως το 2050 εξαιτίας μιας επιδρομής παρασίτων που ευνοούνται από την Κλιματική Αλλαγή.
Ερευνητής του βρετανικού Πανεπιστημίου του Έξετερ σκιαγραφεί μια ζοφερή εικόνα του κόσμου, σε μελέτη του που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση GlobalEcologyandBiogeography σύμφωνα με την οποία οι μεγάλοι καλλιεργητές του κόσμου θα έχουν κατακλυστεί από παράσιτα ως τα μέσα του αιώνα που διανύουμε.
Η μάστιγα των παρασίτων αποτελεί “πολύ σοβαρό κίνδυνο για την παγκόσμια ασφάλεια τροφίμων” αναφέρει ο Δρ Νταν Μπέμπερ από το Τμήμα Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου του Έξετερ.
Η μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία από παγκόσμιες βάσεις δεδομένων για να αποτυπώσει τάσεις και υποδείγματα στην εξάπλωση παρασίτων καρπών όπως μύκητες, βακτήρια, ιοί, έντομα καθώς και παράσιτα νηματώδη, ιοειδή και ασκομήκυτες.
Εάν εξακολουθήσουν οι παρούσες τάσεις, οι χώρες που καλλιεργούν τη μεγαλύτερη ποσότητα τροφίμων στον κόσμο θα κατακλυστούν από παράσιτα.
Από τα πλέον χωροκατακτητικά παράσιτα είναι ένα τροπικό νηματόζωο που μπορεί να μολύνει χιλιάδες διαφορετικά είδη φυτών με τις προνύμφες του.Ένα ακόμα είναι η ερυσίβη (Blumeriagraminis), ένας μύκητας που πλήττει και καταστρέφει τα δημητριακά.
Ρύπανση και πείνα
Δεν είναι μόνο όμως τα παράσιτα που ευνοεί η κλιματική αλλαγή οι μεγαλύτερες απειλές για τα τρόφιμα του πλανήτη μας.
Η Ινδία, η χώρα που φιλοξενεί τις περισσότερες πόλεις στη δεκάδα των πλέον μολυσμένων πόλεων του πλανήτη, αντιμετωπίζει τόσο οξύ πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης που τεράστιες εκτάσεις καρπών, ικανές να θρέψουν εκατομμύρια ευάλωτων κατοίκων της χώρας καταστρέφονται.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση GeophysicalResearchLettersδείχνει ότι τα επίπεδα όζοντος στο έδαφος, του κύριου συστατικού της αιθαλομίχλης, ήταν τόσο υψηλά που μέσα σε ένα χρόνο καταστράφηκαν 6,7 εκατομμύρια τόνοι αποθεμάτων τροφίμων όπως σιτάρι και ρύζι.
Οι καρποί κόστιζαν 1,3 δισ. δολάρια και θα μπορούσαν να ταΐσουν 94 εκατομμύρια Ινδούς, το ένα τρίτο του πληθυσμού που διαβιεί κάτω από τα όρια της φτώχειας στη χώρα.
Το όζον προέρχεται από εκπομπές ρύπων οχημάτων, εστίες μαγειρέματος και βιομηχανικές μονάδες.
Πρόσφατη μελέτη που συνυπογράφουν το MIT και το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κολοράντο επιβεβαίωσε τα παραπάνω συμπεράσματα δείχνοντας ότι ο συνδυασμός των κλιματικών αλλαγών και των υψηλών επιπέδων όζοντος θέτει σοβαρό κίνδυνο για τα αποθέματα τροφίμων στις επόμενες δεκαετίες.
econews