Του Παναγιώτη Γεωργουδή | Φορτωμένος με οράματα της Μεταπολίτευσης, με τις φλεγόμενες ιδέες του Καζαντζάκη στην εφηβεία, κατέβηκα στην Κρήτη ένα βροχερό φθινόπωρο του 1977. Μπήκα στο καράβι «Μίνως», από το λιμάνι του Πειραιά, με τον Πρίγκιπα των Κρίνων στην τσιμινιέρα, να αναδεύει μέσα μου έναν μυθικό κόσμο μιας υψηλής πνευματικότητας, τόσο ζωντανό, αληθινό και ουτοπικό. Οσο αναζητάμε γυμνές αλήθειες αποσταλαγμένης σοφίας έξω από σωρούς σκουπιδιών τόσο κατακτάμε τη συλλογική μας αυτογνωσία.
Ταξίδι σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα να λυσσομανά, ανεβοκατέβαινε στα κύματα το πλοίο, λαχανιασμένο άλογο από κυνήγι λύκων. Επεφταν τα αντικείμενα παντού, οι επιβάτες και το πλήρωμα κρατιούνταν από τις βιδωμένες καρέκλες για να μην πέσουν. Ενιωθα ότι είχα μπει στον ρυθμό ενός μυθικού χορού. Χορευτής ιδεών ενός άλλου κόσμου, τον ανίχνευα με τα ρουθούνια της ψυχής, μεθούσα από άγνωστα αρώματα που με κατέκλυζαν με παλίρροιες κατάβαθα στα κύτταρα. Τα κρίνα στο κεφάλι του Πρίγκιπα των Κρίνων είναι άνθη των αστραπών της μνήμης. Τα μυρίζεις και τρυγάς τη γύρη του ιστορικού και μυθικού χρόνου.
Μέσα σε λίγα λεπτά διασχίζεις την απέραντη διαδρομή χιλιάδων χρόνων. Περπατάς στα παλάτια της Κνωσού, συνομιλείς με τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και την Αριάδνη, όχι ως ιστορικός επισκέπτης μιας άλλης εποχής, αλλά ως συναυτουργός χρέους στο θαύμα μιας πολιτισμικής παράδοσης που πρέπει να οικοδομηθεί στο παρόν και στο μέλλον με νέα υλικά. Μεταβαίνεις πιο πίσω στο ανεξερεύνητο σύθαμπο ενός χρόνου που πυρήνας του είναι το ατελεύτητο φως της ποίησης. Αυτό το φως του παρελθόντος είναι ο μίτος του μέλλοντος, ο μίτος της Αριάδνης. Σωτηρία χωρίς Μνήμη και Ποίηση δεν υπάρχει. Μνήμη και Ποίηση σημαίνει διαρκής μετασχηματισμός της Ποσότητας σε Ποιότητα Αξιών, σε Σοφία ζωής.
Η σύγχρονη Λήθη είναι τεράστια ποσότητα πνευματικών αποβλήτων, ασήμαντων συμβάντων χωρίς σκοπό. Επνιξαν την ψυχή με ψεύτικη πραμάτεια. Σκότωσαν την ανθρώπινη ευτυχία. Μετέβαλαν την ψυχή σε αφλόγιστη ύλη. Ζωή χωρίς φλόγα, σκοτάδι τάφου.
Αγρυπνοι όλοι στο πλοίο περνούσαμε τη Φαλκονέρα. Ετριζαν οι αρμοί και η καρίνα του καραβιού, σαν να ξεκόλλαγαν οι λαμαρίνες. Εγώ κρατιόμουν στα μεσοστύλια των ιδεών. Η ευγένεια των θαλασσόκρινων μετέβαλλε μέσα μου τα αγριεμένα κύματα σε δάκρυα ονείρου. Στο μεδούλι των ιδεών η θάλασσα ήταν λύχνος φωτός, έβγαινα από τους δικούς μου Λαβυρίνθους στο ξέφωτο της αλήθειας.
Ξημερώματα το καράβι μπήκε στο λιμάνι του Ηρακλείου. Ενα ταξί με πήγε σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην οδό Χάνδακος. Περάσαμε από την πλατεία Λιονταριών, έβρεχε αλλά για μένα ο ουρανός έρρεε έρωτα ιδεών και χρέος. Τα παραδοσιακά γαλατάδικα ανοιχτά περίμεναν τους πρωινούς ταξιδιώτες με μαγικά ανατολίτικα εδέσματα. Μοσχοβολούσαν αρώματα αληθινής ζωής, όλη η πόλη μια ζεστή αγκαλιά πριν η τουριστική λαίλαπα σαρώσει συνειδήσεις και Ιστορία.
Η Πολιτεία του Ηρακλείου, σαν να είχε σταθεί σε σταυροδρόμι με το βάρος της μακραίωνης ιστορίας της, συλλογιζόταν το μέλλον. Στην Κρήνη του Μοροζίνι ο Πρίγκιπας των Κρίνων ψιχάλιζε θαύματα ουτοπικού ορθολογισμού, πότιζε την Ανατολή, νότιζε την τεχνική της Δύσης. Ο δικός μας μίτος σήμερα είναι η επινόηση σύνθεσης των δύο κόσμων με τη δική μας ψυχή. Ο κριτικός ορθολογισμός μιας εκρηκτικής φαντασίας στη Λεωφόρο της Ουτοπίας. Η Πολιτική της Ποίησης ενός Καθολικού Ανθρωπισμού στη γύρη του Πρίγκιπα των Κρίνων, προδρόμου του Ερμή του Πραξιτέλη.