Αποσπάσματα συνέντευξης Δημήτρη Στρατούλη στην εκπομπή «Κοινωνία ώρα MEGA»
Χθες αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ είχε συνάντηση με τον κ. Στουρνάρα σε καλό κλίμα. Έχει αλλάξει κάτι στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την Τράπεζα της Ελλάδος και τον Διοικητή της;
Επρόκειτο για μια θεσμικού τύπου συνάντηση. Οι εκπρόσωποι των Αρχών, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Διοικητής της ΤτΕ, πρέπει να κάνουν τέτοιου είδους συναντήσεις, όχι μόνο με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Και νομίζω ότι ο κ. Στουρνάρας έχει ραντεβού και με άλλες πολιτικές δυνάμεις, και σήμερα αλλά και τις επόμενες ημέρες. Επομένως, ήταν μια συνάντηση θεσμικού χαρακτήρα με στόχο την ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την έξοδο της αντιπροσωπείας του από τη συνάντηση, διατύπωσε δημόσια τις θέσεις του. Το βασικό ζήτημα ήταν με ποιον τρόπο θα χρησιμοποιηθούν τα 11,4 δισεκατομμύρια από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), χρήματα που είχε δανειστεί ο ελληνικός λαός –είναι δηλαδή δημόσιο χρέος– και είχαν δοθεί στις τράπεζες, με σκοπό την εξυγίανσή τους. Η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ, ως γνωστόν, είναι ότι τα χρήματα αυτά, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος τους, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων των πολιτών.
Χθες, όμως, κατέστη σαφές ότι αυτό δεν είναι αυτονόητο.
Αυτό που έχουμε πει εμείς είναι ότι θα προχωρήσουμε βάσει των δεσμεύσεων που θα έχουμε αναλάβει απέναντι στον ελληνικό λαό και του προγράμματός μας, που θα είναι προς το συμφέρον της χώρας. Εάν, για παράδειγμα, εντοπιστεί ότι υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα με εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίοι αδυνατούν να αποπληρώσουν τα δάνεια που έχουν πάρει από τις τράπεζες σε άλλες εποχές και με άλλα εισοδήματα, και με ενάμισυ εκατομμύριο πολίτες που σήμερα είναι άνεργοι, καθώς και ότι η οικονομία δεν μπορεί να πάρει μπροστά, επειδή υπάρχει αυτή η «θηλιά» στο λαιμό της, τότε η εκάστοτε κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει τις επιλογές της, προκειμένου να πάρει και πάλι μπροστά η οικονομία.
Για ποιον λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε τόσο πολύ όσον αφορά τα stress tests των τραπεζών;
Εμείς τονίσαμε κάποια πράγματα σε σχέση με τα stress tests των τραπεζών. Πρώτον, θα πρέπει να θυμηθούμε όλοι ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έγινε με χρήματα του ελληνικού λαού. Την τελευταία διετία δόθηκαν 40 δισεκατομμύρια ευρώ για τη στήριξη των τραπεζών –χρήματα που ανήκαν στον λαό, καθώς ήταν μέρος του δανείου που πήρε η χώρα, άρα δημόσιο χρέος. Ο ελληνικός λαός, λοιπόν, έσωσε στην ουσία τις τράπεζες με δικά του χρήματα.
Δεύτερον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τις τράπεζες τις χρεωκόπησαν οι τραπεζίτες, οι οποίοι συνεχίζουν να κάνουν κουμάντο σε αυτές.
Τρίτον, αφού οι τράπεζες «σώθηκαν» με χρήματα του ελληνικού λαού, υπάρχουν πλέον κάποιες εκκρεμότητες. Με άλλα λόγια, θα πρέπει καταρχάς να υπάρξει σεισάχθεια για τα «κόκκινα» δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αφού οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν και έχουν πλέον χρήματα. Επίσης, οι τράπεζες θα πρέπει να δώσουν χρήματα στην πραγματική οικονομία –ρευστότητα και δάνεια– για να κινηθεί η τελευταία. Και, τελευταίο και σημαντικότερο, δεν θα πρέπει να προσπαθήσουν αμέσως μετά, με νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, να επαναφέρουν την απόλυτη πλειοψηφία των μετοχών των τραπεζών, η οποία σήμερα, στις τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, ανήκει μέσω του ΤΧΣ στο ελληνικό Δημόσιο, στους τραπεζίτες που τις χρεωκόπησαν.
Εμείς είμαστε κατά της επαναϊδιωτικοποίησης των τραπεζών, όπως έγινε με τη Eurobank, όπου το ΤΧΣ, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο, αγόρασε τις μετοχές της εν λόγω τράπεζας με 1,30 ευρώ τη μία και, στη συνέχεια, η συμμετοχή του Δημοσίου ξαναπουλήθηκε με 0,30 ευρώ, χάνοντας με τον τρόπο αυτό το ελληνικό Δημόσιο δισεκατομμύρια. Δεν μπορούμε να ανοίξουμε μια χοάνη και να ρίχνουμε συνεχώς μέσα χρήματα του ελληνικού λαού.
Μπορείτε να μας ξεκαθαρίσετε τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σεισάχθεια; Γιατί, και ως προς το θέμα αυτό, ακούγονται διάφορες απόψεις μέσα στο κόμμα σας.
Η μόνη που έχει διαφορετικές απόψεις για το θέμα αυτό είναι η ίδια η κυβέρνηση, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει, ο κ. Δένδιας δεν έχει συμφωνήσει ακόμη με τον υπουργό Οικονομικών για το θέμα των «κόκκινων» δανείων.
Εμείς έχουμε αναλάβει δύο πρωτοβουλίες. Επειδή δεν μας αρέσει να λέμε λόγια, χωρίς αυτά να συνοδεύονται από έργα, όσον αφορά τις υποχρεώσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και ιδιωτών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, την εφορία και το Δημόσιο, έχουμε καταθέσει πρόταση-νόμου, με την οποία προτείνουμε λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Μια λύση που συνδέεται με το εισόδημα, σε αντίθεση με την τροπολογία της κυβέρνησης, η οποία δεν συνδέει την όποια ρύθμιση των οφειλών και τις δόσεις με το εισόδημα. Αντίθετα, βάσει της δικής μας πρότασης, το σύνολο των δόσεων που θα δίνει ετησίως κάποιος, ο οποίος επιθυμεί να προβεί σε ρύθμιση των οφειλών του, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 20% του ετήσιου εισοδήματός του. Επίσης, ο αριθμός των δόσεων θα εξαρτάται από την εισοδηματική δυνατότητα. Τέλος, πιστεύουμε ότι οι δόσεις δεν θα πρέπει να τοκίζονται.
Ως προς το ζήτημα της σεισάχθειας σε σχέση με τα χρέη των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, εμείς καταθέσαμε πρόταση-νόμου στη Βουλή ήδη από το 2012 και ήταν από τις πρώτες προτάσεις-νόμου που είχαμε καταθέσει. Η βασική ιδέα της πρότασής μας ήταν ότι το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων δεν μπορεί να λυθεί, εάν δεν υπάρξει διαγραφή μέρους του κεφαλαίου και των τόκων. Και βασική αρχή της πρότασής μας ήταν ότι η διαγραφή αυτή θα πρέπει να είναι τέτοια, που να συμβαδίζει με την απώλεια του εισοδήματος κατά τα χρόνια του μνημονίου. Επίσης, είχαμε προτείνει κάποιους ενιαίους κανόνες που θα ήταν υποχρεωτικοί για τις τράπεζες.
Η διαφορά μας με τη ρύθμιση που παρουσίασε η κυβέρνηση είναι ότι αυτή αφήνει στους τραπεζίτες την αποκλειστική ευθύνη για τη ρύθμιση των χρεών. Αντίθετα, εμείς προτείνουμε να θεσπιστούν ενιαίοι κανόνες, βασική αρχή των οποίων, όπως προείπα, είναι να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος του απολεσθέντος εισοδήματος για τη διαγραφή του ιδιωτικού χρέους.
Η λύση που προτείναμε εμείς εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα, γιατί ο στόχος μας είναι διττός: να ανακουφιστούν τα λαϊκά νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία. Διότι εάν δεν εξασφαλιστεί μια αγοραστική δύναμη στα λαϊκά νοικοκυριά και κάποια κεφάλαια κίνησης στις καταχρεωμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν θα υπάρξει επανεκκίνηση της οικονομίας.
Πώς σχολιάζετε το χθεσινό επεισόδιο ανάμεσα σε φοιτητές και τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φορτσάκη;
Πιστεύουμε ότι, στο χθεσινό επεισόδιο, είναι σοβαρότατες οι ευθύνες του Πρύτανη, του κ. Φορτσάκη. Διότι, αφενός μεν, οι φοιτητικοί σύλλογοι, δηλαδή θεσμοί του Πανεπιστημίου, είχαν ζητήσει να γίνει ένας διάλογος προτού ξεκινήσει το πρυτανικό συμβούλιο, ωστόσο ο Πρύτανης είπε να γίνει αυτή η συνάντηση μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου και, κατά συνέπεια, μετά την λήψη των αποφάσεων. Αυτό, όμως, δεν είναι διάλογος, είναι κοροϊδία.
Αφετέρου, όταν προέκυψε η μαζική παρουσία των εκπροσώπων των συλλόγων μέσα στη συνεδρίαση της Πρυτανείας, η συμπεριφορά και στάση του κ. Φορτσάκη, χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω τις επιστημονικές του περγαμηνές, δεν θύμιζε Πρύτανη. Διότι πίσω από κάθε γεγονός πρέπει να διακρίνουμε την αιτία, δηλαδή ποιο είναι το πρόβλημα που το προκαλεί, και να προσπαθούμε να δώσουμε λύση με διάλογο. Ωστόσο, η στάση του κ. Φορτσάκη ήταν στάση χωροφύλακα παλιάς κοπής. Και η στάση αυτή δεν βοηθά κανέναν, ούτε τα πανεπιστήμια ούτε τους καθηγητές ούτε τους φοιτητές. Ο κ. Φορτσάκης δεν είναι κυβερνητικός επίτροπος. Είναι πρύτανης του πανεπιστημίου και θα πρέπει να συμπεριφερθεί ως τέτοιος.
Δεν διαφωνώ ότι τα προβλήματα του Πανεπιστημίου είναι πολύ σοβαρά και οπωσδήποτε πρέπει να προστατευτεί η δημόσια περιουσία, το Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, μαζί με αυτό, απαιτείται συζήτηση και για τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτό, όπως είναι η υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων που ουσιαστικά τα διέλυσε, το ζήτημα της σίτισης και στέγασης των φοιτητών, το ζήτημα των βιβλίων και συγγραμμάτων, καθώς και μια σειρά άλλων προβλημάτων που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στη δημόσια Παιδεία. Και για την αντιμετώπιση όλων αυτών απαιτείται διάλογος, διάλογος και διάλογος του πρύτανη με την πανεπιστημιακή κοινότητα και με τους φοιτητές, τόσο για την προστασία και τη φύλαξη του χώρου του Πανεπιστημίου όσο και για την εξεύρεση λύσεων σε χρονίζοντα προβλήματα του Πανεπιστημίου που οξύνθηκαν τα τέσσερα χρόνια του μνημονίου λόγω των περικοπών στη δημόσια χρηματοδότηση της λειτουργίας του. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν και ο κ. Φορτσάκης αλλά και οι πρυτανικές αρχές.