Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 7 Νοεμβρίου του 1913 στην Αλγερία. Ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), χρωστά σχεδόν εξίσου τη φήμη του στα μυθιστορήματά του «Ο Ξένος» και «Η Πανούκλα», στα θεατρικά του έργα «Καλλιγούλας» και «Οι δίκαιοι» αλλά και στα φιλοσοφικά του δοκίμια «Ο Μύθος του Σίσυφου» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος». Έγραψε για την αναζήτηση του νοήματος στη ζωή και για την ανάγκη της εξέγερσης και τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957.
Για τον βιογράφο του, Ολιβιέ Τοντ, ήταν ένας «επικίνδυνος συγγραφέας» αμφισβητώντας το ιδεολογικό δόγμα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο Καμύ δεν αποδέχεται τον σουρεαλισμό, χαρακτηρίζοντάς τον παρωχημένο πνευματικό κίνημα, αλλά, αντιθέτως, αντιλαμβάνεται το παράλογο με την έννοια του αντιφατικού, του μη λογικού. Δεν θεωρεί λογικό εκείνον που σκέφτεται, αλλά εκείνον που αισθάνεται λογικά, αναφέροντας σ’ ένα από τα πρώτα του άρθρα ότι «η Τέχνη δεν αντέχει τη λογική».
Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στην Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Ο ίδιος συστηνόταν ως «γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας παραδουλεύτρας, ανιψιός βαρελοποιού». Ο πατέρας του, Λουσιάν, τραυματίστηκε στη μάχη της Μαρν κατά τη διάρκεια του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα πέθανε. Με τη μητέρα του είχε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση. Χαρακτηριστικό είναι ότι της αφιέρωνε τα βιβλία του με την επισήμανση «σ΄ αυτήν που δεν θα μπορέσει να το διαβάσει ποτέ», γιατί ήταν αγράμματη.
Ο Καμύ ξεκινάει να γράφει πολύ νέος και τα πρώτα του κείμενα δημοσιεύονται στο περιοδικό Sud το 1932. Πήρε πτυχίο ανωτάτων σπουδών στη φιλολογία αλλά εξαιτίας της φυματίωσης δεν κατάφερε να περάσει τον διαγωνισμό πιστοποίησης που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με την εκπαίδευση (agrégation). Δύο χρόνια μετά την εγγραφή του στο κομουνιστικό κόμμα, το εγκαταλείπει, προσάπτοντάς του «ιδεολογικό απολυταρχισμό». Εκείνη την εποχή γράφει στα σημειωματάριά του: «Όσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική». Εργάζεται στην εφημερίδαFront populaire (Το λαϊκό μέτωπο), του Πασκάλ Πια, όμως η έρευνά του με τίτλο «Μιζέρια της Καμπυλίας», συναντά αντιδράσεις και το 1940 η κυβέρνηση της Αλγερίας θα απαγορεύσει την εφημερίδα και θα φροντίσει να μη ξαναβρεί δουλειά ο Καμύ.
Τότε είναι που εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται ως γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα Paris-Soir. Εκείνη την περίοδο θα δημοσιεύσει και τον «Ξένο» (1942) και τον «μύθο του Σίσυφου» (1942). «Ο Ξένος», η ιστορία ενός άντρα που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα για το θάνατο της μητέρας του, που στη συνέχεια σκοτώνει έναν Άραβα, έγινε παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Σύμφωνα με την δική του άποψη περί ταξινόμησης του έργου του, αυτά τα έργα υπάγονται στον «κύκλο του παραλόγου», ο οποίος θα συμπληρωθεί με τα θεατρικά έργα «Η παρεξήγηση» και ο «Καλλιγούλας».
Το 1943 προσλαμβάνεται ως αναγνώστης από τον εκδοτικό οίκο Gallimard. Κατά την κατοχή της Γαλλίας από τους Ναζί, ο Καμύ υπήρξε ενεργός στην αντίσταση, γράφοντας και έχοντας την αρχισυνταξία για την παράνομη εφημερίδα Combat. Το λογοτεχνικό του έργο συνεχίζεται με τον «κύκλο της εξέγερσης», στον οποίο περιλαμβάνεται η «Πανούκλα» (1947) αλλά και άλλα έργα όπως «Οι δίκαιοι» (1949) και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951).
Ο βιογράφος του γράφει για τη σχέση του με τη δημοσιογραφία: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ΄ αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα».
Πολιτική και δημοσιογραφία έχουν αξίες ασύμβατες κατά τον Καμύ, καθώς ο πολιτικός αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ ο δημοσιογράφος οφείλει να την ξεσκεπάσει, χαρακτηρίζοντας τον δημοσιογράφο «ιστορικό τού άμεσου».
Επισκέφθηκε την Ελλάδα στις 28 Απριλίου 1955 και είχε δώσει διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Τη συζήτηση αποτύπωσε στο μαγνητόφωνο ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Εκείνη την εποχή, οι μνήμες του Εμφυλίου στη χώρα μας ήταν ακόμα νωπές, ενώ ο Καμύ είχε ήδη συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους αριστερούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο (1949), ενώ αργότερα κράτησε την ίδια στάση και για τους αγωνιστές της Κύπρου. «Πράγματι», παραδεχόταν, «υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε και μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη: η αλληλλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».
Κατά τη συζήτηση αυτή, απάντησε και στην ερώτηση «πού είναι η ελευθερία την οποία διεκδικείτε;», που του έθεσε μια μαθήτρια: «Η άνευ όρων ελευθερία είναι το αντίθετο της ελευθερίας. Την άνευ ορίων ελευθερία μόνον οι τύραννοι μπορούν να την ασκούν. Ο Χίτλερ ήταν ένας σχετικά ελεύθερος άνθρωπος, ο μόνος άλλωστε από όλη την Αυτοκρατορία του. Αλλά αν θέλουμε να ασκήσουμε μια αληθινή ελευθερία, αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί μόνο προς το συμφέρον τού ατόμου που την ασκεί. Η ελευθερία είχε πάντα ως όριο την ελευθερία των άλλων».
Ο συγγραφέας έφυγε από τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου 1960 σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, όταν ο οδηγός, εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ, παρέκκλινε της πορείας του και χτύπησε σε ένα δέντρο. Ο Γκαλιμάρ τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε πέντε ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Ο Καμύ σκοτώθηκε επί τόπου. Ο ίδιος έλεγε στους φίλους του ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα». Η σορός του ενταφιάστηκε στην Lourmarin, στη Νότια Γαλλία, όπου διέμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο “Η Πανούκλα”
Η αξία του ανθρώπου είναι να επιχειρεί κάτι ενάντια στο κακό ρισκάροντας και τις πιο οδυνηρές αποτυχίες κι όχι να προσπαθεί να το δικαιολογεί με δόγματα. Ο Καστέλ και ο Ριέ θα ξαναρχίσουν πάλι το έργο τους, θα ξαναρχίσουν και θα ξαναρχίσουν πάλι. Μερικούς μήνες αργότερα θα βρεθεί ένας ορός, που θ’ αρχίσει να σώζει ζωές.
(από την εισαγωγή του Πωλ Γκαγιάρ, σελ. 14)
Ένας βολικός τρόπος για να γνωρίσει κανείς μια πόλη, είναι να βρει πως δουλεύουν, πως ερωτεύονται και πως πεθαίνουν σ’ αυτήν. Στη μικρή μας πόλη, να ‘ναι τάχα η επίδραση του κλίματος, όλα αυτά γίνονται μαζί, με το ίδιο έξαλλο κι αφηρημένο ύφος. (σελ. 21-22)
Το Οράν, αντίθετα, είναι φαινομενικά μια πόλη ανυποψίαστη, μια πόλη, μ’ άλλα λόγια, απόλυτα σύγχρονη. Δεν είναι απαραίτητο, κατά συνέπεια, να ξεκαθαρίσουμε με ποιο τρόπο ερωτεύονται στον τόπο μας. Οι άντρες και οι γυναίκες ή αλληλοσπαράζονται γρήγορα γρήγορα μέσα σ’ αυτό που το λένε ερωτική πράξη ή πάλι βυθίζονται στη μακρόχρονη συνήθεια του αντρόγυνου. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο άκρα, πολλές φορές, δεν υπάρχει μέση οδός. (σελ. 22-23)
Ο Τύπος που ‘χε φανεί τόσο φλύαρος στην υπόθεση των ποντικών, δεν μιλούσε πια για τίποτα. Κι αυτό γιατί οι ποντικοί ψοφάνε στο δρόμο κι οι άνθρωποι στην κάμαρά τους. Κι οι εφημερίδες δεν ασχολούνται παρά μόνο με τον δρόμο.(σελ. 52)
Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα ωστόσο, πιστεύεις στις μάστιγες όταν σου πέφτουν κατακέφαλα. Έχουν ξεσπάσει στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και πόλεμοι. Κι ωστόσο πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. (σελ. 53)
Οι συμπολίτες μας δεν ήταν περισσότερο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν μόνο να ‘ναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν πως όλα είναι ακόμα δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που προϋπέθετε ότι οι συμφορές ήταν αδύνατο να υπάρχουν. Εξακολουθούσαν τις εμπορικές συναλλαγές, ετοίμαζαν ταξίδια και είχαν τις απόψεις τους. Γιατί να σκέφ߄ονταν την πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις και τις συζητήσεις; Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι ενώ κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όσο υπάρχουν συμφορές. (σελ. 54)
Με τον ρυθμό που εξαπλώνεται η ασθένεια, αν δεν την αναχαιτίσουμε, κινδυνεύει να σκοτώσει την μισή πόλη πριν περάσουν δυο μήνες. Δεν έχει, κατά συνέπεια, σημασία αν την ονομάσετε πανούκλα ή μεταδοτικό πυρετό. Το μόνο που έχει σημασία είναι να εμποδίσετε να εξοντωθεί η μισή πόλη. (σελ. 65)
Δοκίμαζαν έτσι την βαθιά οδύνη που νιώθουν όλοι οι αιχμάλωτοι κι όλοι οι εξόριστοι να ζεις με μια ανάμνηση που δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Ακόμα και το παρελθόν που στο σκέφτονταν αδιάκοπα δεν είχε παρά μόνο την γεύση της νοσταλγίας. (σελ. 86)
Κανένας δεν είχε ακόμα πραγματικά δεχτεί την αρρώστια. Οι περισσότεροι ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι σ’ ότι αναστάτωνε τις συνήθειές τους ή έβλαπτε τα συμφέροντα τους. Τους έκανε ν’ αγανακτούν ή να εξοργίζονται, αυτά όμως δεν είναι τα συναισθήματα που πρέπει ν’ αντιτάξει κανείς στην πανούκλα. (σελ.91)
Η υπόλοιπη ιστορία, κατά τα λεγόμενα του Γκραν, ήταν πολύ απλή. Όπως γίνεται και μ’ όλο τον κόσμο: παντρεύονται, αγαπιούνται ακόμα λίγο, δουλεύουν. Δουλεύουν τόσο ώσπου να ξεχνούν ν’ αγαπάνε. (σελ. 95)
… ο παπάς έδωσε μια κι έξω, όπως καταφέρνουμε ένα πλήγμα, το θέμα για ολόκληρο το κήρυγμά του. Και πραγματικά ο Πανελού, αμέσως μετά από αυτή τη φράση, ανέφερε το σχετικό με την πανούκλα στην Αίγυπτο εδάφιο της Εξόδου και είπε: « Την πρώτη φορά που η μάστιγα αυτή εμφανίστηκε στην ιστορία, ήταν για να χτυπήσει τους εχθρούς του Θεού. Ο Φαραώ πρόβαλλε αντίσταση στις προαιώνιες βουλές κι η πανούκλα τότε τον γονάτισε. Απ’ την αρχή όλης της ιστορίας, η μάστιγα του Θεού κάνει τους αλαζόνες και τους τυφλούς να γονατίσουν μπροστά Του. Μελετήστε τα αυτά και γονατίστε.» (σελ. 108)
Το πιο αξιοσημείωτο, που και ο Ραμπέρ συνεπώς το πρόσεξε, ήταν ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε ένα γραφείο, στο αποκορύφωμα μιας καταστροφής, να συνεχίζει τη δουλειά του και να παίρνει πρωτοβουλίες που ανήκαν σε μια άλλη εποχή, χωρίς πολλές φορές να το ξέρουν οι ανώτατες αρχές, μόνο και μόνο επειδή το ‘χαν ιδρύσει για τη δουλειά αυτή. (σελ. 121)
Από μερικά όμως σπίτια έβγαιναν βογκητά. Παλιότερα όταν τύχαινε κάτι τέτοιο, έβλεπες συχνά περίεργους να στέκονται στον δρόμο και ν’ αφουγκράζονται. Έπειτα, ωστόσο απ’ την μακρόχρονη αναστάτωση φαίνεται πως οι καρδιές σκλήρυναν κι όλοι περπατούσαν ή ζούσαν δίπλα στους θρήνους λες κι αυτή ήταν η φυσιολογική γλώσσα των ανθρώπων.(σελ. 123)
Α! και να ‘ταν ένας σεισμός! Ένα γερό ταρακούνημα κι ούτε κουβέντα πια… Μετράνε τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τέρμα! Ενώ αυτή την καταραμένη αρρώστια! Ακόμα κι όσοι δεν την έχουν την κουβαλάνε στην καρδιά τους». (σελ. 127)
-Να είπε ο Ταρού. Γιατί δείχνετε κι εσείς τόση αφοσίωση αφού δεν πιστεύετε στον Θεό; Μπορεί η απάντησή σας να με βοηθήσει ν’ απαντήσω κι εγώ
Χωρίς να βγει από την σκιά, ο γιατρός είπε πως είχε κιόλας απαντήσει, πως αν πίστευε σ’ έναν παντοδύναμο Θεό θα σταματούσε να θεραπεύει τους ανθρώπους αφήνοντας σ’ εκείνον την φροντίδα αυτή. Πως κανείς, ωστόσο, στον κόσμο, όχι, ούτε αυτός ούτε ο Πανελού, που νόμιζε πως πίστευε, δεν πίστευε σ’ έναν τέτοιου είδους Θεό, αφού κανείς δεν εγκατέλειπε απόλυτα τον εαυτό του και πως στο σημείο τουλάχιστον αυτό, εκείνος, ο Ριέ πίστευε πως βρισκόταν στον δρόμο της αλήθειας, παλεύοντας ενάντια στην δημιουργία όπως αυτή ήταν. (σελ. 138)
– Για πείτε μου, Ταρού, είπε τι σας σπρώχνει ν’ ασχοληθείτε μ’ αυτά;
– Δεν ξέρω. Η ηθική μου ίσως.
– Και ποια απ’ όλες;
– Η κατανόηση. (σελ. 142)
Ο αφηγητής όμως νιώθει περισσότερο την ανάγκη να πιστέψει ότι δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στις καλές πράξεις, αποδίνουμε τελικά έμμεσο και πολύ ισχυρό φόρο τιμής στο κακό. Γιατί αφήνουμε έτσι να υποτεθεί ότι οι καλές αυτές πράξεις δεν έχουν τόση αξία παρά μόνο γιατί είναι σπάνιες κι ότι η κακία κι η αδιαφορία είναι πολύ πιο συνηθισμένα κίνητρα στις πράξεις των ανθρώπων. (σελ. 142)
-Για να δούμε, Ταρού, είσαστε ικανός να πεθάνετε για έναν μεγάλο έρωτα;
-Δεν ξέρω, αλλά τώρα μου φαίνεται πως δεν είμαι.
-Το βλέπετε; Ενώ είσαστε ικανός να πεθάνετε για μια ιδέα, είναι ολοφάνερο, Ε! λοιπόν εγώ μπούχτισα από ανθρώπους που πεθαίνουν για μια ιδέα. Δεν πιστεύω στον ηρωισμό, ξέρω ότι είναι κάτι εύκολο, κι έμαθα πως ήταν ένας φονιάς. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να ζούμε και να πεθαίνουμε γι’ αυτό που αγαπάμε. (σελ. 173)
Πρέπει ωστόσο, να σας πω: δεν υπάρχει θέμα ηρωισμού μέσα σ’ όλα αυτά. Πρόκειται για εντιμότητα. Είναι μια ιδέα που μπορεί να κάνει μερικούς να γελάσουν, ο μόνος όμως τρόπος για να καταπολεμήσει κανείς την πανούκλα είναι η εντιμότητα. (σελ. 173)
Εκείνο που κάνει την πανούκλα να ξεχωρίζει ήταν πως όλος ο κόσμος, απ’ τον διευθυντή ως τον τελευταίο κρατούμενο, ήταν καταδικασμένοι και για πρώτη ίσως φορά, βασίλευε απόλυτη δικαιοσύνη στις φυλακές. (σελ. 177-178)
Έπαιρναν θέση στο παρόν χωρίς μνήμη και χωρίς ελπίδα. Στην πραγματικότητα, όλα είχαν γίνει πια παρόν γι’ αυτούς. Πρέπει να πούμε πως η πανούκλα είχε αφαιρέσει απ’ όλους την δύναμη της αγάπης και την δύναμη της φιλίας ακόμα. Γιατί η αγάπη χρειάζεται κάποιο μέλλον και για μας δεν υπήρχαν πια παρά μόνο στιγμές. (σελ. 190)
Γιατί ήξερε ότι για μια περίοδο που δεν έβλεπε ακόμα το τέλος της, ο ρόλος του δεν ήταν να θεραπεύει. Ο ρόλος του ήταν να κάνει διάγνωση. Ν’ ανακαλύπτει, να βλέπει, να περιγράφει, να καταγράφει κι έπειτα να καταδικάζει, αυτή ήταν η δουλειά του. (σελ. 198)
“Αδελφοί μου, έφθασε η στιγμή. Πρέπει ή να τα πιστέψουμε όλα ή να τ’ αρνηθούμε όλα. Ποιος όμως, ανάμεσά μας, θα τολμούσε να τ’ αρνηθεί όλα;”… Η θρησκευτικότητα, ωστόσο, την εποχή της πανούκλας δεν μπορούσε να είναι ίδια με την καθημερινή θρησκευτικότητα κι αν ο Θεός ίσως επέτρεπε και μάλιστα επιθυμούσε, η ψυχή να ξεκουράζεται και να χαίρεται σε καιρούς ευτυχίας, την ήθελε να ξεπερνάει τα όριά της σε στιγμές έξαρσης της δυστυχίας. Ο Θεός έκανε σήμερα στα πλάσματά του τη χάρη να τα ρίχνει σε τέτοια δυστυχία όση τους χρειαζόταν για να ξαναβρούν και να κάνουν κτήμα τους τη μεγαλύτερη αρετή, που ‘ναι η αρετή του Όλα ή Τίποτα. (σελ. 230)
Εκείνο που δίνει η φύση είναι το μικρόβιο. Τα υπόλοιπα, η υγεία, η ακεραιότητα, η αγνότητα, αν θέλετε, είναι αποτέλεσμα της θέλησης, μιας θέλησης που δεν πρέπει ποτέ να σταματάει. (σελ. 258)
Άκουσα τόσους συλλογισμούς, που παρά λίγο να μου πάρουν τα μυαλά, και που ξελόγιασαν αρκετούς άλλους ώστε να τους κάνουν να δεχθούν την δολοφονία, κι έτσι κατάλαβα πως όλη η δυστυχία των ανθρώπων προέρχεται από το ότι δεν μιλούν ξεκάθαρα. (σελ. 259)
Επικρατούσε παντού η ίδια ανάπαυλα το ίδιο επιβλητικό διάλειμμα, το ίδιο πάντα καταλάγιασμα, που ακολουθεί τις μάχες, ήταν η σιωπή της ήττας. (σελ. 292)
Όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν στο τέλος της πανούκλας, μαζί με την δυστυχία και τις στερήσεις, φόρεσαν το κουστούμι του ρόλου που ‘παιζαν εδώ και πολύ καιρό, το ρόλο του πρόσφυγα που, πρώτα το πρόσωπό και τώρα τα ρούχα του μιλούσαν για την απουσία και την μακρινή πατρίδα. Απ’ την στιγμή που η πανούκλα είχε κλείσει τις πύλες της πόλης, δε ζούσαν πια παρά μόνο μέσα στο χωρισμό, τους είχαν αποκόψει απ’ αυτή την ανθρώπινη ζεστασιά που σε κάνει όλα να τα ξεχνάς. (σελ. 301)
Γιατί ήξερε ότι αυτός ο κόσμος που γλεντούσε, αγνοούσε, κι είναι κάτι που μπορούμε να το διαβάσουμε στα βιβλία, ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει και δεν εξαφανίζεται ποτέ, ότι μπορεί να μένει κοιμισμένος ολόκληρες δεκάδες χρόνια μέσα στα έπιπλα και τ’ ασπρόρουχα, ότι περιμένει υπομονετικά στα δωμάτια, στα υπόγεια, στα σεντούκια, στα μαντήλια και στα χαρτιά, κι ότι μπορεί να φτάσει κάποτε η μέρα που για την δυστυχία ή για να γίνει μάθημα στους ανθρώπους, η πανούκλα θα ξυπνήσει τα ποντίκια της και θα τα στείλει να ψοφήσουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία. (σελ. 311)
Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος οι άνθρωποι λένε: “Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι ανοησία”. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πόλεμος είναι ασφαλώς μεγάλη ανοησία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να κρατήσει πολύ. Η ανοησία είναι πάντα ανθεκτική, […] (σελ. 48).
Δοκίμαζαν έτσι το τρομερό μαρτύριο όλων των φυλακισμένων κι όλων των εξόριστων, ζούσαν, δηλαδή, με μνήμη που δεν χρησίμευε σε τίποτα. (σελ. 87).
Κάτω από ομαλές συνθήκες, γνωρίζουμε όλοι, συνειδητά ή όχι, ότι δεν υπάρχει έρωτας που να μην μπορεί να γίνει καλύτερος, κι ωστόσο καταλήγουμε να δεχτούμε, με λιγότερη ή περισσότερη ηρεμία πνεύματος, να παραμένει ο δικός μας έρωτας στο επίπεδο της μετριότητας. Η ανάμνηση όμως είναι πιο απαιτητική. (σελ. 89).
-Είναι κουτό, γιατρέ, καταλαβαίνετε; Δεν ήρθα στον κόσμο για να κάνω ρεπορτάζ. Ίσως, όμως, ήρθα για να ζήσω με μια γυναίκα. Φυσικό δεν είναι; (σελ. 101).
-Όχι, είπε ο δημοσιογράφος με πίκρα, δεν μπορείτε να καταλάβετε. Μιλάτε τη γλώσσα της λογικής, χρησιμοποιείται αφηρημένες έννοιες.
Ο γιατρός ύψωσε το βλέμμα του προς το άγαλμα της Δημοκρατίας και είπε πως δεν ήξερε αν μιλούσε τη γλώσσα της λογικής, μιλούσε όμως τη γλώσσα της πραγματικότητας κι αυτό δεν ήταν αναγκαστικά το ίδιο. Ο δημοσιογράφος έφτιαξε τη γραβάτα του.(σελ. 103).
-Ελάτε τώρα, Ταρού, τι σας σπρώχνει ν’ ασχοληθείτε με όλ’ αυτά;
-Δεν ξέρω. Μάλλον η ηθική μου.
-Και ποια είναι αυτή;
-Η κατανόηση. (σελ. 151).
Το κακό που υπάρχει στον κόσμο οφείλεται σχεδόν πάντα στην άγνοια, κι η καλή θέληση μπορεί να προκαλέσει τις ίδιες ζημιές με την κακία, αν δεν είναι συνετή. (σελ. 152).
Ναι, αν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από παραδείγματα και πρότυπα που τα ονομάζουν ήρωες, κι αν πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει ένας τέτοιος ήρωας σε τούτη την ιστορία, ο αφηγητής προτείνει αυτόν ακριβώς τον ασήμαντο κι αφανή που είχε στο ενεργητικό του μόνο λίγη καλοσύνη κι ένα φαινομενικά γελοίο ιδανικό. Αυτό το παράδειγμα θα αποδώσει στην αλήθεια τα της αλήθειας, στην πρόσθεση ένα κι ένα το άθροισμα δύο και στον ηρωισμό τη δευτερεύουσα θέση που του πρέπει, ακριβώς μετά και ποτέ πριν από τη γενναιόδωρη απαίτηση για ευτυχία.(σελ. 159).
-Ξέρετε, γιατρέ, είπε, σκέφτηκα πολύ για την οργάνωσή σας. Αν δεν είμαι μαζί σας είναι γιατί έχω τους λόγους μου. Κατά τα άλλα, πιστεύω πως μπορώ ακόμα να υποστώ πολλά. Πολέμησα στην Ισπανία.
-Με ποιά παράταξη; ρώτησε ο Ταρού.
-Των ηττημένων. Από τότε όμως σκέφτηκα αρκετά.
-Σχετικά με τι; ρώτησε πάλι ο Ταρού.
-Σχετικά με το θάρρος. Τώρα ξέρω πως ο άνθρωπος είναι ικανός για μεγάλες πράξεις. Μα αν δεν είναι ικανός για ένα μεγάλο αίσθημα, τότε μου είναι αδιάφορος. (σελ. 185).
tvxs.gr, selideslogotexnias.blogspot.gr