Δευτέρα μεσημέρι στο κέντρο του Ηρακλείου. Το θερμόμετρο στους 35 βαθμούς Κελσίου. Περπατάω γρήγορα για να βρω σκιά.
Με πλησιάζει δειλά – δειλά ένα νεαρό παιδί, καλοντυμένο, καθαρό και ευγενέστατο. Από την προφορά του καταλαβαίνω ότι δεν είναι από την Κρήτη.
“Συγγνώμη για την ενόχληση. Σας παρακαλώ έχετε να μου δώσετε 1 ευρώ και 10 λεπτά για το εισιτήριο για να πάω στο ΤΕΙ;”
“Κάνει πολύ ζέστη σήμερα για να περπατήσω”. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Tι θέλει μεσημεριάτικα ο χριστιανός;”, η δεύτερη “πέφτει δούλεμα” και η τρίτη: “θα του τα δώσω”.
Του δίνω ένα δίευρω.
Με την ίδια ευγένεια και ένα πεντακάθαρο βλέμμα με ευχαριστεί. Μου κέντρισε την περιέργεια.
Ξεχνάω κούραση και ζέστη και τον ακολουθώ.
Πάει στη στάση και βγάζει εισιτήριο, και βάζει τα ρέστα στην τσέπη. Το λεωφορείο για το ΤΕΙ έρχεται και επιβιβάζεται. Ένιωσα ντροπή.
Γιατί ήταν ένα πολύ ευγενικό παιδί, γιατί μου έλεγε αλήθεια, γιατί σπουδάζει και δεν έχει λεφτά ούτε για λεωφορείο, γιατί στις Βρυξέλλες κάτι χρυσά αμειβόμενοι χαρτογιακάδες επιμένουν για νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων και κάποιοι ντόπιοι το θεωρούν απόλυτα φυσικό, γιατί η ανθρωπιά μας με την κρίση όλο και μειώνεται.
Έβλεπα το λεωφορείο να απομακρύνεται και ένιωσα ξανά ντροπή.
Και η ζέστη έγινε πραγματικά αφόρητη…