Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Έσυρε με δυσκολία τα βήματά του στη λιτή του σκήτη ο γέρο-ασκητής. Κάθισε ασθμαίνοντας στο λιθόκτιστο πεζούλι της μικρής αυλής.
Η πρωινή βόλτα στην εξοχή –χρόνια συνήθειά του- τον είχε εξουθενώσει. Τα ενενήντα και πλέον χρόνια του, βάραιναν αφόρητα τα ασθενικά του ποδάρια. Έβγαλε από την τσέπη του ράσου, ένα μικρό φθαρμένο ευαγγέλιο. Το άνοιξε, και άρχισε να διαβάζει και να σιγοψέλνει κάποιο τροπάριο. Από τις πέντε αισθήσεις του γέρου, η όραση δεν τον είχε εγκαταλείψει παρά το προχωρημένο της ηλικίας του…
…Τον διέκοψε ένα διακριτικό βήξιμο. Στράφηκε κατ’ κει. Ένας νεαρός διαβατάρης στεκόταν στην είσοδο της μικρής αυλής. Ο γέρο-ασκητής, ένευσε με καλοσύνη στον νιόφερτο:
«Πέρασε τέκνο μου…Καλώς όρισες στο φτωχικό μου» και του έδειξε μια πέτρα απέναντί του, σμιλεμένη στην άνω επιφάνεια έτσι ώστε να προσφέρεται σαν κάθισμα.
Κάθισε ο νιόφερτος. Πολλές –ως φαίνεται- οι απορίες του, άρχισαν να εκφράζονται σε χείμαρρο ερωτήσεων:
«Παππούλη, πώς μπορείς μόνος σου, μέσα στην απόλυτη μοναξιά;»
«Μοναξιά; Ποια μοναξιά γιε μου! Εγώ εδώ, ζω με το Θεό…»
Τον έκοψε με μια κίνηση ο νεαρός:
«Εδώ ζεις με το Θεό, παππούλη; Εδώ στην ερημιά;…εξήγησέ μου!»
«Ναι, τέκνο μου, εδώ…εδώ μου μιλάει ο Θεός μέσα από τα δημιουργήματά Του: Το πρωϊνό γλυκοκελάδημα των πουλιών, η αρμονία των λουλουδιών, των θάμνων, των φυτών, των δέντρων, των αγριμιών –που τίποτ’ από όλα αυτά δεν φροντίζει ανθρώπου χέρι- τι άλλο είναι;…Τι άλλο δείχνει από τη Σοφή Παρουσία Εκείνου, μέσα από την Κτίση Του; Εδώ βλέπω όσα σου είπα, κι άλλα τόσα, και θαυμάζω τον Κύριο…
Ενώ εσύ, στις Πολιτείες που γυρνάς και γυροφέρεσαι, ακόμη και στην περίλαμπρη την Εκκλησιά που βλέπεις –τον Οίκο του Θεού- ποιον θαυμάζεις; Μα το Μηχανικό, τον Αρχιτέκτονα θαυμάζεις, για να μην σου πω κι άλλα παραδείγματα…
Και ξέρεις κάτι; Είσαι μόνος μέσα στο απέραντο το ανθρωπολόϊ!…
Μα είσαι νιος, δεν το αισθάνεσαι. Εύχομαι, να μην με θυμηθείς αργότερα! Ενώ εδώ σε μένα, δεν έχει χώρο η μοναξιά…δύσκολο να το εννοήσεις τέκνο μου!»
Έπεσε σιωπή, αλλά όχι για πολύ. Τη σιωπή, “έσπασε” ο περίεργος νεαρός:
«Είσαι πολλά χρόνια εδώ, στην ερημιά σου, παππούλη;»
«Από τα τριάντα μου χρόνια, τέκνο μου…από τα τριάντα μου…εξηνταπέντε ολάκερα χρόνια!»
«Γιατί;…γιατί παππούλη;…» επέμεινε ο νεαρός.
«Γνώρισα τον άνθρωπο!…»
«Δηλαδή;…» τον έκοψε και πάλι ο νεαρός.
«Ευεργέτησα τον πλησίον μου και γνώρισα αχαριστία…και θυμήθηκα τη γνωστή ρήση: “Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος…”…Και όταν του θύμισα τι έκανα για εκείνον, με είπε: ”μικροπρεπή!”…»
«Χτύπησα την πόρτα του αδερφού…και δεν μου άνοιξε! Και θυμήθηκα τη σοφή ρήση: “Είναι πιο κοντινά τ’ αστέρια, από το σπίτι του αδερφού!”…»
«Προσπάθησα να εφαρμόσω το δίκιο στην εργασία μου, και ο εργοδότης με απέλυσε…»
«Μου φόρεσαν το χακί και μου’ δωσαν και όπλο να σκοτώσω τον συνάνθρωπο, για να του πάρω –λέει- το βιος του!…”και σαν πεθάνω, τι θα πάρω από τούτο;”-σκέφτηκα-
“Τίποτα!…μόνο δυο μέτρα γης…κι αυτά, μέχρι η ύλη σου να γίνει χώμα!”, μου
απάντησε μια φωνή εντός μου!…»
«Μα είδα και μάνες να πετούνε τα παιδιά τους…συζύγους να μοιχεύονται να κλείνουν σπίτια με παιδιά, έρμαια πλέον στην όποια τύχη!…Είδα παιδιά να “πετάνε” τους γέροντες γονείς σε γηροκομεία –στην καλύτερη περίπτωση-»
«Μα είδα και το “Δίκιο του Ισχυρού” να επιβάλλεται στους όπου Γης αδύναμους!»
«Είδα και Γολγοθάδες σε κάθε γωνιά ετούτου του πλανήτη, με Βαραββάδες πλέριους να δικαιώνονται, μα και δικαίους να σταυρώνονται καθημερίς, ολημερίς!…»
«Είδα τη Θέμιδα να’ χει ακέραια την όραση πίσω απ’ το μαντήλι των ματιών, ανάλογα εάν δικάζεται ο Ιαβέρης ή ο δύστυχος Γιάννης Αγιάννης!…».
«Είδα και Ιερείς και Αρχιερείς να εμπορεύονται τα Ιερά Μυστήρια. Είδα και ιερωμένους να αναδύουν λιβάνι και κολόνια!…Απαύδησα!…Γνώρισα τον άνθρωπο, γιε μου!…»….
…«Για όλα τούτα, πήρα των “ομματιών” μου κι έφυγα απ’ τον πολιτισμένο κόσμο, καθώς λέτε την κατοικημένη Γη, σεις οι κοσμικοί…Βρήκα την ανάπαυση και το Θεό μου, εδώ στην ερημιά του ασκητή, μα πλέρια από τη χάρη του Θεού!…Και δεν το μετάνιωσα μήτε στιγμή, τέκνο μου!»
Σιώπησε ο ιερωμένος. Ατέλειωτα περίεργος ο νεαρός, δεν απέφυγε την ερώτηση στον γέροντα:
«Γιατί παππούλη δεν έμεινες στον κόσμο, να τα πολεμήσεις όλα τούτα που μου αράδιασες;»
«Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν, τέκνο μου!…» απάντησε λακωνικά ο ασκητής.
Έπεσε σιωπή!…