Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο φαρμακός στην αρχαιότητα ήταν αυτό που λέμε σήμερα εξιλαστήριο θύμα. Ο στόχος της τελετής ήταν να τιθασευτεί η ανεξέλεγκτη βία, καθώς στρεφόταν από σύσσωμη την κοινότητα προς την πλευρά του θυσιαζόμενου. Η ειρήνη και η ενότητα αποκαθίσταντο στην πόλη, που έβρισκε τη χαμένη της συνοχή στο πρόσωπο του ανθρώπου που επιφορτιζόταν να σηκώσει το βάρος για όλους, ενώνοντάς τους ως τιμωρούς. Μεταξύ άλλων, η τελετή απαιτούσε το θύμα να είναι αθώο. Ως προς αυτό χρειάζονται διευκρινίσεις
Ο Βαρουφάκης φέρει πολιτική ευθύνη για τη διαπραγματευτική στρατηγική που απέτυχε στις 13 Ιουλίου. Ταυτοχρόνως, αυτή η πανωλεθρία ανήκει κατά βάση στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδέα ότι μπορούσαμε να έχουμε και ευρώ και χαλάρωση της λιτότητας ήταν στην καρδιά του πολιτικού του σχεδιασμού. Ευθύνη φέρουν, εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, και οι ψηφοφόροι του. Είναι εντυπωσιακό ότι με τόση κουβέντα που γίνεται για τη δημοκρατία, κανείς δεν έχει σκεφτεί να αναφέρει πως αυτή η αδιέξοδη στρατηγική ήταν επιλογή των ψηφοφόρων. Σε αυτή τη ζαριά πόνταραν, ας μην κατηγορούν το χέρι που έριξε το ζάρι. Αυτό δεν καθαγιάζει την επιλογή, απλώς σκέφτομαι ότι αντί για τον ανόητο αφορισμό που ακούγεται καθημερινά, ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μπορούμε να προτείνουμε το «δημοκρατία είναι να λούζεσαι τα λάθη και τις αυταπάτες των πολλών». Δεν ακούγεται τόσο ωραίο, αλλά αποτυπώνει πολύ πιο εύστοχα τη μεταπολιτευτική ιστορία μας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί κατά την τωρινή φάση της «ενηλικίωσής» του, και ενώ απολαμβάνει τα γλοιώδη συγχαρητήρια των λύκων που πολεμούσε τόσον καιρό, να επινοήσει τους υπαίτιους για τη μέχρι τώρα ανωριμότητά του, λες και ήταν υπόθεση κάποιων προσώπων αυτή η τακτική. Σαν έφηβος, δικαιολογείται πως κάπνιζε επειδή έκανε κακές παρέες, αλλά τώρα τον ενδιαφέρουν μόνο τα μαθήματά του, που είναι το απαύγασμα της ανθρώπινης σοφίας.
Ας εξηγήσει κάποιος στον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι καινούργιοι του φίλοι στα κανάλια είναι επικίνδυνοι, αλλά όχι τόσο όσο νομίζει. Μία εβδομάδα απειλών που δεν έχουμε ξανασυναντήσει, άφησε ασυγκίνητο το 62% των ψηφοφόρων του δημοψηφίσματος. Είναι ανόητο ο ΣΥΡΙΖΑ να διαλέξει το στρατόπεδο αυτών των τόσο φθαρμένων και αναξιόπιστων ανθρώπων για να αντιμετωπίσει την κρίση.
Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα ποτέ πώς θα μπορούσε να πετύχει η διαπραγματευτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, δηλ. γιατί θα υποχωρούσαν οι δανειστές ενώ ήταν σε θέση ισχύος. Δυστυχώς η δυσπιστία αυτή επιβεβαιώθηκε, γιατί οδηγηθήκαμε σε πανωλεθρία, σε συνθηκολόγηση χωρίς όρους. Η προσπάθεια να προσωποποιηθεί το πρόβλημα στην περίπτωση Βαρουφάκη όμως συνιστά μία ακόμη προσβολή στη νοημοσύνη μας. Υπάρχει στον δημόσιο διάλογο ένα πεδίο εύλογης διαφωνίας. Τέτοιο είναι για παράδειγμα αν κανείς πιστεύει ότι θα ήταν σωστό η Ελλάδα να επιστρέψει στη δραχμή. Η θέση είναι συζητήσιμη, υπάρχουν εκατέρωθεν ισχυρά επιχειρήματα. Υπάρχει όμως ένα πεδίο που δεν ανήκει στον διάλογο, όπου οι διατυπώσεις συνιστούν προπαγανδιστικές κραυγές. Εκεί εντάσσεται η επίθεση εναντίον του Γιάνη Βαρουφάκη.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι Εφεδρικό Σχέδιο θα έπρεπε να διαθέτει και να το προετοιμάζει πυρετωδώς όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ΝΔ, όλοι. Η εξήγηση είναι απλή: πρόκειται για ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο, συνεπώς είναι εντελώς εξωφρενικό να κάθεται κανείς να περιμένει απροετοίμαστος πότε θα του σκάσει η βόμβα στα χέρια. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι κατορθώσαμε, όπως γράφτηκε πολύ πετυχημένα, η Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα χωρίς σχέδιο Grexit.
Ο δεύτερος λόγος έχει σχέση με τη διαπραγμάτευση, και έχει διατυπωθεί πολύ εύστοχα από το bête noire της σχετικής συζήτησης και ταυτοχρόνως αυτόν που έκανε το Σχέδιο Β και φίρμα του κόμματός του, τον Αλέκο Αλαβάνο. Είχε πει λοιπόν ότι η Ελλάδα θα πρέπει όχι μόνο να διαθέτει εφεδρικό σχέδιο αλλά και να το λέει ότι διαθέτει εφεδρικό σχέδιο. Αλλιώς θα ήταν κολλημένη με την πλάτη στον τοίχο και θα καταλήγαμε εκεί που καταλήξαμε. Εκτιμώ ότι τη στιγμή που ο Σόιμπλε κατάλαβε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί αν διαχειριστεί στο εσωτερικό το ενδεχόμενο του Grexit, τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις. Είχε στα χέρια του μια κίνηση ματ, και εμείς ελπίζαμε να μην την αξιοποιήσει. Δυστυχώς, οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν. Διαπραγματευόμασταν απειλώντας με κάτι που εκείνος επιθυμούσε.
Αν για κάτι ευθύνεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όχι ο Βαρουφάκης προσωπικά, είναι η επιλογή αυτής της στρατηγικής. Η εύλογη αντίρρηση στην ιδέα που διατύπωσε ο πρώην υπουργός εκ των υστέρων, για τα IOU, δεν είναι μόνο αυτό που είπε οσύμβουλός του, ότι οδηγούν σε de facto επιτάχυνση της διαδικασίας επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αλλά ότι θα ήταν ανήθικο και πρακτικά εντελώς αδιανόητο να την εκθέσεις στην κοινή γνώμη κατόπιν εορτής. Δηλαδή να φτάσεις στο δημοψήφισμα διαβεβαιώνοντας τους ψηφοφόρους μέχρι την τελευταία στιγμή ότι το μόνο που κρίνεται είναι η απόρριψη μιας πρότασης των δανειστών, και την άλλη μέρα το πρωί να τους πεις ότι τελικά κλιμακώνουμε τη σύγκρουση κάνοντας ένα βήμα σχεδόν χωρίς επιστροφή.
Έρχομαι στο πολιτικά κρισιμότερο κομμάτι αυτής της συζήτησης: Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και τώρα προσφέρει πολύ κακές υπηρεσίες στη χώρα, διότι αυτό που δεν επέλεξε, επιχειρεί να το δυσφημίσει με κάθε τρόπο ως εντελώς αδιανόητο, φτάνοντας να σιγοντάρει κάποιους που το θεωρούν παράνομο. Ο ANT1 μάς έχει συνηθίσει στο μείγμα χοντροκοπιάς και ανοησίας που συνιστά το δημοσιογραφικό του ήθος, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με σύνολο το δημοσιογραφικό κατεστημένο και την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδέα ότι θα πρέπει να κατηγορηθεί ο Βαρουφάκης για αυτό το λειψό και τσουρούτικο εφεδρικό σχέδιο που θα ετοιμαζόταν αλλά δεν πήρε έγκριση, είναι στρέβλωση του δημοσίου διαλόγου. Κατανοώ τον Κρούγκμαν που δήλωσε ότι δεν μπορούσε να διανοηθεί πως η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν τόσο απροετοίμαστη, ότι δεν θα είχε ένα σχέδιο διαφυγής αν οι προτάσεις της απορρίπτονταν. Η ιδέα όμως ότι πρέπει κάποιοι να λογοδοτήσουν για ένα τέτοιο σχέδιο είναι απόπειρα ποινικοποίησης της σκέψης ενάντια στους μονοδρόμους. Το επόμενο βήμα είναι η απαγόρευση των κομμάτων που αμφισβητούν τις πολιτικές λιτότητας.
Αν αδικείται ή όχι ο Βαρουφάκης είναι ένα σοβαρό ζήτημα ηθικής τάξης απέναντί του. Θεωρώ σημαντικότερο να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που κρίνεται αυτή τη στιγμή στο πρόσωπό του είναι πως δεν πρέπει να αφήσουμε να αλλοιωθεί ο πολιτικός διάλογος από τις φωνασκίες των πιο διεφθαρμένων μέσων που διαθέτουμε, δηλ. των τηλεοπτικών καναλιών, μετατρέποντας την πολιτική κουβέντα σε κυνήγι μαγισσών. Με άλλα λόγια, το χρέος των ανθρώπων που συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο χωρίς κραυγές είναι, πιστεύω, να επαναπολιτικοποιήσουν τη συζήτηση. Να βρούμε τι κρίνεται και πώς επιλέγουμε να απαντήσουμε, ακούγοντας τις γνώμες των ειδικών και αναλαμβάνοντας ως πολίτες το βάρος της ευθύνης που μας αναλογεί. Επίσης, το δεύτερο χρέος μας είναι να χαλάμε διακριτικά την τηλεόραση των συγγενών μας με τρόπο που να μην αφήνει ίχνη.