Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Εδά, ο καθα εις οπού βρεθεί έχει το κινητό ν-του τελέφωνο και είναι σα να ‘χει δικό ν-του τελεφωνικό κέντρο. Ένα γ-καιρό όμως ήσαντε λίγα τα χωριά απού είχανε αυτό το «προνόμιο». Στα μεγάλα χωριά, αυτάνα απού τα λέμενε κεφαλοχώρια, είχασινε «τριοτατικά γραφεία (Τ.Τ.Τ. = Ταχυδρομεία – Τελέγραφοι – Τελέφωνα). Είχανε και τα δευτερότερα χωριά τελέφωνο και ήσαντε συδεμένα με το γραφείο στο κεφαλοχώρι.
Τσι ώρες του γραφείου, απού ήτονε εκεδά ο υπάλληλος, τον έπαιρνες απού το ‘να χωριό κι έλεγές του ποιο άλλο χωριό ήθελες, κι εδιδέ σου γραμμή. Αν ήτονε φευγάτος επερίμενες την από πάνω μέρα για να ντελεφωνήσεις. Όμως τα χωριά πού ήσανιε στην ίδια γραμμή, ήχανε μαζί ούλοι το ίδιο τέλι. Όντεν εγροίκας ένα γ- κουδουνισμό εκάτεχες πως εζητούσανε το γραφείο. Οι δύο κουδουνισμοί ήσανιε στο πρώτο χωριό απού απαντήχνει, οι τρεις στο δεύτερο, οι τρεις στο τρίτο και δωσ’ του κι όπου πάει. Ούλο το μερόνυχτο είχανε γραμμή μεταξύ ν-των αυτοί, μα κι ούλα τα τελέφωνα τα’ ίδιας γραμμής εγροικούσανε μα όι μόνο αυτός απού ήθελε νε να κάμει τη δουλειά ν-του. Τα μικρότερα χωριά είπαμε νε πως αυτάνα δεν είχασινε ντελέφωνο. Σαχμ –πως τα ‘καμεν αυτά τα κακορίζικα τση Χριστιανιάς η γαϊδούρα.
Μια Σφακιανοπούλα ήτονε παντρεμένη σ’ ένα μικρό χωριό του Ρεθέμνου. Δεν είχενε τελέφωνο, μούδε το χωριό απού επήγε, μα μούδε το χωριό απού έφυγε. Μιαν ημέρα στη δεκαετία του 1930 επόθανεν η κοπελιά. Ήτονε χειμώνας. Ήτονε κακοκαιριά και δεν ευκολυθήκανε να ειδοποιήσουνε τα’ εδικούς τση στα Σφακιά. Απής εκαλοσύνεψε νε καθίζει ο ο αδερφό τση κοπελιάς το γάιδαρο ν –του για να πάει να δει την αδερφή ν –του. Μόλις επήγε στην αυλή τα’ αδερφής του πρίχου ξεπεζέψει τα’ εφώνιαζε νε κι επερίμενε πως θα πορίσει χαρούμενη να τον αποδεχτεί και να τον αγκαλιάσει να τονε φιλήσει. Δεν επόρισεν όμως η γι- αδερφή ν-του μα επόρισεν ο κουνιάδος του και λέει του: «Μη τζη φωνιάζεις τα’ αδερφής σου γα δε θα τηνε ξαναδείς γιατ’ επόθανε τη ν-ταδε μέρα!!
Σαν εγυάειρε στο χωριό ο τραγικός αδερφός εμάθανε και οι γι- άλλοι δικολογιές το θλιβερό χαμπέρι.