Από το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης, το 2007, μέχρι σήμερα, Μέρκελ και Σόιμπλε αρνήθηκαν πεισματικά και έβαλαν εμπόδια σε έντεκα θέματα ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Ευρωζώνης:
• Στη μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
• Στη αντιμετώπιση της τραπεζικής κρίσης πανευρωπαϊκά
• Στη «διάσωση» της Ελλάδας
• Στη «διάσωση» της Πορτογαλίας
• Στη «διάσωση» της Ιρλανδίας
• Στη «διάσωση» της Ισπανίας
• Στη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών
• Στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους
• Στη νομισματική χαλάρωση
• Στην ποσοτική χαλάρωση
• Στη πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση του προσφυγικού
Αν και τελικά δεν απέφυγαν κανένα από τα παραπάνω η καθυστέρηση που προκάλεσαν σε συνδυασμό με τη σκληρότητα της λιτότητας που, στο μεσοδιάστημα, επέβαλλαν, προκάλεσαν μία βαθύτατη οικονομική κρίση στην Ευρώπη η οποία όξυνε της ανισότητες και επέφερε φτώχια στο μεγαλύτερο βαθμό από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και όπου συμβαίνει αυτό, με νομοτελειακή ακρίβεια, ενισχύονται τα πολιτικά άκρα και ξεπροβάλουν λαϊκιστές που αυτοπροβάλλονται ως «προστάτες» και «εκδικητές» με στόχο την κατάληψη της εξουσίας και τελικά την κατάλυση της δημοκρατίας τουλάχιστον όπως την εννοούσαμε μέχρι πρότινος στην Ευρώπη.
Γι’ αυτό οι σώφρονες και πραγματιστές αντίπαλοι της λιτότητας φωνάζουν από το ξέσπασμα της κρίσης ότι οι συνέπειες της εφαρμογής της δε θα είναι, μόνο, ο άσκοπος, υπερβολικός και τιμωρητικός οικονομικός πόνος αλλά ότι ο παραπάνω συνδυασμός θα λειτουργήσει ως γενεσιουργός διασπαστικών τάσεων στην Ευρωζώνη, οι οποίες άπαξ και τεθούν σε λειτουργία θα ενεργοποιήσουν μία πολιτικοοικονομική μηχανή του χρόνου με προορισμό την επιστροφή σε ένα σύγχρονο Μεσαίωνα.
Και θα μπορούσε κανείς μέχρι χτες να διαφωνήσει με αυτήν την άποψη, να τη βρει υπερβολική και απαισιόδοξη. Μέχρι χτες. Γιατί από σήμερα, και όπως όλα δείχνουν, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη της ΕΕ, η Γαλλία, απειλείται όσο ποτέ να πέσει στα χέρια της Μαρίν Λεπέν, το κόμμα της οποίας, σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπήσεις στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών στη χώρα, πλησιάζει το 30% των ψήφων και αναδεικνύεται πρώτη πολιτική δύναμη σε έξι από τις 13 εκλογικές περιφέρειες της χώρας, πάνω από το κεντροδεξιό κόμμα του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί, που ακολουθεί με περίπου 27% και το σοσιαλιστικό κόμμα του σημερινού προέδρου Φρανσουά Ολάντ που περιορίζεται στο 24% των ψήφων.
Και μπορεί τελικά ο Νικολά Σαρκοζί να συμμαχήσει στο δεύτερο γύρο με τους σοσιαλιστές προκειμένου να ανακόψει, προσωρινά, την πορεία της Λεπέν (αν και προς το παρόν υποστηρίζει ότι μια τέτοια συμμαχία δεν πρόκειται να συμβεί) αλλά αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει τη Λεπέν καθώς η κύρια πηγή άντλησης της δύναμης της δεν είναι άλλη από τη δυσβάσταχτη οικονομική κατάσταση στη Γαλλία η οποία όχι μόνο συντηρείται όπως δείχνει το ιστορικό ρεκόρ του 10,31% στην ανεργία αλλά και ενισχύεται από νέες πηγές όπως η προσφυγική κρίση και η απειλή της τρομοκρατίας.
Και για όποιον εξακολουθεί να θεωρεί τα παραπάνω ως ένα συμπωματικό γεγονός, αξίζει να θυμηθεί ότι ήδη στις ευρωεκλογές του 2014 η Μαρίν Λεπέν είχε καταλάβει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων με 25% των ψήφων.
Έτσι η Λεπέν έχει, ήδη, κάνει δύο από τα τρία βήματα για την απόλυτη κυριαρχία της στη Γαλλία, αφού το κόμμα της αναδείχθηκε πρώτο στις ευρωεκλογές του 2014 και στον α’ γύρω των περιφερειακών εκλογών του 2015 και απομένει, πια οι προεδρικές εκλογές του 2017, τις οποίες αν κερδίσει, η Ευρωζώνη, όπως την ξέραμε, θα αποτελεί παρελθόν.
Ίσως τότε πια Μέρκελ και Σόιμπλε να αντιληφθούν την καταστροφή που προκάλεσαν. Ίσως και όχι. Αλλά δε θα έχει, πλέον, καμία σημασία.
* Από το analitis.gr του Πάνου Παναγιώτου