Μια, έστω και μικρή, μείωση στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος μέσα στο 2016 επιδιώκει η κυβέρνηση, εκτιμώντας ότι μια τέτοια κίνηση θα βελτιώσει το κοινωνικό της προφίλ που δέχεται ισχυρά πλήγματα από την εφαρμογή των δύσκολων αποφάσεων που προβλέπει το τρίτο μνημόνιο με τους δανειστές.
Βάση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η μεγάλη μείωση στις διεθνείς τιμές καυσίμων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) που έχει περιορίσει κατά πολύ το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ. «Δεν είναι δυνατόν να έχουν υποχωρήσει οι τιμές των καυσίμων κατά 70% και οι καταναλωτές να πληρώνουν το ρεύμα σε τιμές 2012» λέγεται χαρακτηριστικά.
Παρόλα αυτά η ΔΕΗ, η οποία είναι μεν υπό δημόσιο έλεγχο αλλά είναι ταυτόχρονα Ανώνυμη Εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο, δεν φαίνεται καθόλου πρόθυμη να προχωρήσει προς μια τέτοια κατεύθυνση, καθώς την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα λόγω των τεράστιων ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχουν πλησιάσει τα 2,5 δις, ευρώ και τις οποίες δεν μπορεί να εισπράξει από τους καταναλωτές.
Η διαφορά αντιμετώπισης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην ΔΕΗ έγινε χθες εμφανής κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής στην οποία ήταν παρόντες, τόσο ο Υπουργός Ενέργειας Πάνος Σκουρλέτης όσο και ο πρόεδρος της επιχείρησης Μανώλης Παναγιωτάκης.
Ο επικεφαλής της ΔΕΗ εμφανίστηκε πολύ επιφυλακτικός στο ενδεχόμενο μείωσης των τιμολογίων επικαλούμενος τα μεγάλα προβλήματα ρευστότητας της επιχείρησης, ενώ ο Πάνος Σκουρλέτης δήλωσε ότι αν οι διεθνείς τιμές καυσίμων παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα θα πρέπει να υπάρξει μείωση στο ρεύμα «ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο».
Σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες έχει ήδη σταλεί επιστολή από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας προς τη διοίκηση της ΔΕΗ, με την οποία την καλεί να προσκομίσει λεπτομερή στοιχεία για τη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής ρεύματος και να εξηγήσει αν δικαιολογούνται τα σημερινά τιμολόγια με τα οποία χρεώνει τους καταναλωτές, στο βαθμό που έχουν υποχωρήσει οι τιμές καυσίμων.
Η ΡΑΕ ζητάει επίσης εξηγήσεις για τις προσπάθειες που καταβάλλει η ΔΕΗ, τόσο για την είσπραξη των ανεξόφλητων οφειλών, όσο και για την έκταση του φαινομένου της ρευματοκλοπής, δηλαδή της παράνομης επανασύνδεσης «κομμένων» παροχών.