Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων
Το φλογερό άρμα του θεού-ήλιου φάνηκε στο διάσελο της Ανατολής εις την αντικρινή κορφή, κι απόδιωξε τα κρέπια της νύχτας της αφέγγαρης απ’ το βουκολικό τοπίο, μα και το φάλι της μελαγχολίας που’ χε στραλιάξει στα εσώψυχα του γέρο-ναυτικού από νωρίς, συνέπεια της μοναξιάς του της ατέλειωτης σαν διάβαινε ολομόναχος τα ύστερα τα “τέρμενα” της γήινης διαδρομής του. Χρόνια ατέλειωτα στις θαλασσένιες στράτες σαν ναύτης σε γκαζάδικα, δεν αξιώθηκε κάπου κι εκείνος να στεριώσει ένα σπίτι, μια συντροφιά, μία φαμίλια. Κι έτσι, “αποφάγι της θάλασσας” (σαν έλεγε συχνά), στράλιαξε σαν γέρασε στο παλιό του πατρικό σπίτι, πίσω στο χωριό του…
…`Ετσι κι εκείνο το πρωί, καθισμένος κάτω από τη βαθύσκιωτη μουριά του απολάμβανε τον καφέ του συντροφιά με τον μυρωδάτο καπνό της πίπας του. Το αλκαλοειδές της νικοτίνης, βοήθαγε να λιγοστέψει τη μελαγχολία της μοναξιάς του. Ένα μικρό παμπάλαιο τρανζιστοράκι συμπλήρωνε την πρωινή τη συντροφιά του γέρου. Από αυτό μάθαινε τι γίνονταν στον “έξω κόσμο” ως έλεγε συχνά.
Τον τάραξε πρωινιάτικα η είδηση της εκτέλεσης ενός νεαρού από τον αδελφό του με καραμπίνα, κάπου στην Κεντρική Ελλάδα. Δε σταμάτησε στους λόγους της αδελφοκτονίας ο γέρος. Γι’ αυτόν, σημασία είχε η πράξη!
«Για σκέψου φίλε μου…» μουρμούρισε «…αδερφός εναντίον αδερφού! Πού πάμε;»
Μα ευθύς, του ήρθε στη μνήμη πληθώρα περιστατικών παρόμοιων που είχαν συμβεί απανταχού στην υδρόγειο, τα περασμένα χρόνια.
«Εκείνος ο Κάϊν…» συνέχισε το μονόλογό του «…είχε καρπερή φύτρα και γιόμισε τον κόσμο με απογόνους αδελφοκτόνους, όπου Γης…και κανείς δεν το ξέρει μέχρι πότε θα γεννιούνται απόγονοί του!…»
Στο μυαλό του, ήρθε αμέσως η θύμηση του δικού του αδελφού, επιστήμονα πετυχημένου, μα δεν το μπόρεσε να γίνει άνθρωπος, με την έννοια του ανθρώπου. Φόρεσε την τήβεννο του επιστήμονα, μα έβγαλε και πέταξε εκείνη, της ανθρωπιάς! Όχι, δεν τον είχε πυροβολήσει αν και θα το προτιμούσε, έτσι για να τέλειωναν μια κι έξω τα βάσανά του. Ο λόγος της αδελφικής απονιάς; Μα ήθελε κι εκείνος να σπουδάσει, να γίνει επιστήμονας, μα ο μεγάλος αδελφός του τον απόδιωξε σαν πέρασε επιτυχώς τις κατατακτήριες εξετάσεις στην Αρχαιολογία. Πώς τον απόδιωξε; Μα διώχνοντάς τον από το σπίτι του στην Αθήνα όπου –αυτόβουλα- πήγε να μείνει ως φοιτητής, μιας και ο οικογενειακός “προϋπολογισμός” δεν του επίτρεπε να νοικιάσει μια μικρή στέγη και να στεγάσει τα φοιτητικά του όνειρα. Τον απόδιωξε κατά παρότρυνση της κακότροπης συζύγου του, μιας πεινασμένης Μανιάτισσας ίδιας με κείνον στο γονίδιο της απονιάς. Κι έτσι, μη έχοντας άλλη διέξοδο στη φτώχεια του, μπάρκαρε στο πρώτο γκαζάδικο που τον δέχτηκε σαν μούτσο, και ξεμπάρκαρε πενήντα χρόνια αργότερα κατάφορτος από εμπειρίες αλλά με μια πενιχρή σύνταξη στην Τράπεζα…
«Θεός σχωρέστον!…» μουρμούρισε, καθώς ο άπονος εκείνος αδελφός είχε συγχωρεθεί από χρόνια.
Συνέχισε ο γέρος ο νοήμων το μονόλογό του. Τον άκουγε αυτός, η μουριά και η σιωπή, καθώς έλεγε:
«Σ’ είχα βρε αδερφέ υπόδειγμα και πρότυπό μου στα μικράτα μου, μα φχαριστώ το Μεγαλοδύναμο που δεν σου έμοιασα…»
Ένα δάκρυ κύλησε και στράλιαξε στις ρυτίδες που αυλάκωναν τις παρειές του προσώπου…
Στη θύμησή του ήρθαν οι στίχοι ενός φίλου του, άσημου ποιητή:
Αν τύχει και γεννήθηκε αδελφός
κι έχει στο είναι το σύνδρομο του Κάιν,
δεν είν’ ανάγκη να σου χύσει αίμα για να μάθεις.
Αν δε σ’ απλώσει χέρι αδελφικό,
αν σε περιφρονήσει στην ανάγκη,
αν σε συκοφαντήσει στο γονιό
μ’ ακόμη αν τη ζηλέψει τη χαρά σου
κι αν δεν βουρκώσει στον καημό σου,
είναι στα σίγουρα πιστό αντίγραφο του Κάιν…
Και κατέληξε: «Δυστυχώς, δεν είναι πάντα αδέλφια, όσοι βγαίνουνε από την ίδια μήτρα!…»
Ένα δάκρυ κύλησε και στράλιαξε στις ρυτίδες που αυλάκωναν τις παρειές του προσώπου…