«Ακτινογραφία» της ελληνικής κρίσης, των αιτίων, των υπαιτίων και των λαθών έκανε ο Κώστας Σημίτης μιλώντας σε ημερίδα του ελληνικού παρατηρητηρίου του LSE. Ο πρώην πρωθυπουργός επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση Καραμανλή της περιόδου 2007 – 2009, αλλά και στην ΕΕ για τον τρόπο που χειρίστηκε το ελληνικό ζήτημα.
O πρώην πρωθυπουργός έκανε εκτενείς αναφορές στο διάστημα 1996 – 2006, που όπως είπε η Ελλάδα γνώρισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με ταυτόχρονη οικονομική σταθερότητα, σημειώνοντας ότι η ραγδαία κατάπτωση άρχισε μετά το 2007, αποδίδοντας ευθύνες για την αύξηση του ελλείμματος και την πολιτική παροχών της κυβέρνησης Καραμανλή, που όπως είπε, άνοιξε το δρόμο για την κρίση που ζούμε έως σήμερα. Κατά τον κ.Σημίτη η κρίση είναι απότοκο δύο βασικών παραμέτρων: της οικονομικής οπισθοδρόμησης και της ανισορροπίας των επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ βορρά και νότου της Ευρώπης.
Στη συνέχεια της ομιλίας του στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE ο Κώστας Σημίτης κατέγραψε ως δομικά ελαττώματα της ελληνικής οικονομίας τα οποία ισχύουν και σήμερα: την μειωμένη ανταγωνιστικότητα, το δυσλειτουργικό κράτος, τις αυξητικές κρατικές δαπάνες, την κακοδιαχείριση και φτωχή οργάνωση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, την έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας και κυρίως στο πελατειακό πολιτικό σύστημα.
Σε ό,τι αφορά την ανισορροπία στην Ευρώπη έκανε λόγο για εγγενή διαφορά στο μέγεθος της ανάπτυξης μεταξύ των χωρών μελών της ευρωζώνης, που περιορίζει την ανταγωνιστικότητα της περιφέρειας και ενισχύει τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις χώρες του νότου.
Ευθύνες για το έλλειμμα και στην Ευρώπη
Ενώ όπως είπε η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να βάλει ένα όριο στο ύψος του δανεισμού, σημαντική ευθύνη φέρει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την «καταστροφή που βρήκε τη χώρα υπό το καθεστώς εξωτερικής δημοσιονομικής εποπτείας από το 2004 και μετά».
Ο κ. Σημίτης είπε ότι ο αρμόδιος κοινοτικός επίτροπος αποδέχθηκε στοιχεία που υπέβαλε η ελληνική πλευρά χωρίς σοβαρές ενστάσεις. «Δε διαμαρτυρήθηκε καν το 2009 όταν τα στοιχεία για το 2008 και το 2009 δεν υποβλήθηκαν. Η σιωπή του ήταν πιθανώς συνειδητή, διότι δεν ήθελε το έλλειμμα να γίνει πρόβλημα για τη συντηρητική κυβέρνηση στις τότε επερχόμενες εκλογές».
Ο πρώην πρωθυπουργός εκτίμησε ότι τα τρία μνημόνια απέτυχαν να αλλάξουν δραστικά την κατάσταση αφενός γιατί ο κρατικός μηχανισμός δεν ήταν διατεθειμένος να εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις άμεσα και αφετέρου να περικοπούν οι πελατειακές παροχές.
«Οι μεταρρυθμίσεις εγκαταλείφθηκαν», σημείωσε, «από κυβερνήσεις που δεν είχαν την πολιτική βούληση και δύναμη να αντισταθούν στις πιέσεις από το εσωτερικό».
Το πρώτο μνημόνιο οδήγησε σε βαθιά ύφεση, είπε, ενώ το τρίτο μνημόνιο θέσπισε ένα ειδικό καθεστώς για την Ελλάδα με τη μονιμοποίηση έκτακτων μέτρων και κανόνων.
«Η Ελλάδα ανήκει τώρα σε μια νέα κατηγορία χωρών μελών, αυτή των οικονομικά οπισθοδρομικών χωρών» σημείωσε. Εκτίμησε δε, ότι επικρατεί απόλυτη αβεβαιότητα ως προς το πότε θα τελειώσει η κρίση.
Επέκρινε εξάλλου τη σκληρή στάση των Ευρωπαίων έναντι ενός υπερχρεωμένου κράτους, καθώς φάνηκε από το πρώτο μνημόνιο ότι δεν ενδιαφέρονταν για μακροπρόθεσμη λύση, αλλά μάλλον για να σώσουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες και να δώσουν μια προειδοποίηση σε άλλες χώρες που δεν ήλεγχαν το έλλειμμά τους.
Όπως σχολίασε, χρειάζεται ένα σχέδιο εκσυγχρονισμού της ΕΕ για να αντιμετωπιστούν οι ανισορροπίες. Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει περαιτέρω οικονομική και πολιτική σύγκλιση, όπως και μεγαλύτερη αλληλεγγύη. «Χρειάζεται αλλαγή συνθηκών», καθώς και «αποδοχή του αναπόφευκτου του κοινού μέλλοντος σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει», κατέληξε ο πρώην πρωθυπουργός.