Την 13/12/2016, στο ομιχλώδες την ημέρα εκείνη Λουξεμβούργο (-1 C), εκδικάστηκε στο Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης η “Δίκη της Σεισάχθειας”.
Τούτη αφορά την Αίτηση Αναίρεσης κατά της Απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου που απέρριψε την καταχώρηση Πρωτοβουλίας Ευρωπαίων Πολιτών που ζητούσαν μέσω της συλλογής Ενός Εκατομμυρίου υπογραφών την ενσωμάτωση της αρχής της Κατάστασης Ανάγκης, ως Ευρωπαικού Νόμου, για τα Κράτη-Μέλη.
Η Υπόθεση παρεπέμθηκε, με Απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, στην Ευρεία Σύνθεση, λόγω γενικώτερης σημασίας.
Η Σύνθεση της Ευρείας Σύνθεσης ήταν η εξής : K. Lenaerts, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, M. Ilesic, L. Bay Larsen, S. Rodin, D. Svaby, A. Prechal, M. Berger, A. Rosas, E. Regan, E. Juhasz, M. Vilaras, A. Borg Barthet, K. Λυκούργος ( Εισηγητής Δικαστής S. Rodin, Γενικός Εισαγγελέας P. Mengozzi).
Η γλώσσα των αγορεύσεων της ακροαματικής διαδικασίας ήταν η γαλλική.
Για την προσφεύγουσα πλευρά, ενεργούν οι Δικηγόροι Αθηνών Ανδρέας και Αλέξης Αναγνωστάκης και ο Δικηγόρος Λουξεμβούργου Francois Moyse.
Για την Ευρωπαική Επιτροπή , ο Γερμανός Δικηγόρος Hans Krämer και ο Έλληνας Δικηγόρος Μηνάς Κωνσταντινίδης.
Η Διαδικασία ορίστηκε να διεξαχθεί στη Μεγάλη Αίθουσα (Grand Salle) του Δικαστηρίου υπό αυστηρό έλεγχο των εισερχομένων.
Η Αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από ακροατήριο, μεταξύ των οποίων αντιπροσωπείες εθνικών δικαστηρίων.
Η Ακροαματική Διαδικασία ξεκίνησε στις 9.30 ώρα Λουξεμβούργου και κράτησε αρκετές ώρες.
Ύστερα από τις αρχικές αγορεύσεις, έγινε επανειλημμένος κύκλος εξαντλητικών ερωτήσεων και παρατηρήσεων προς τις δύο πλευρές.
Οι δύο πλευρές “σφυροκοπήθηκαν” δια των επίμονων και διεξοδικών ερωτήσεων του Δικαστηρίου, που έμοιαζε να προσπαθεί να ρίξει όσο περισσότερο φως μπορεί στην υπόθεση της οικονομικής κρίσης , των διεξόδων εξ αυτής και των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαικής Επιτροπής περί αυτών.
Είναι ενδεικτικό ότι εκτός από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Εισαγγελέα , αρκετά μέλη της Σύνθεσης πήραν το λόγο κατά τη συζήτηση.
Για πρώτη φορά στη δικαστική ιστορία της Ευρωπαικής Ένωσης τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης οι έννοιες του “απεχθούς χρέους”, της “κατάστασης ανάγκης” που μπορεί να φτάσουν μέχρι και την ανάγκη αναθεώρησης των Συνθηκών της ΕΕ.
Διότι προκύπτουν καταστάσεις και παράμετροι, όπως της παρούσας οικονομικής κρίσης, που δεν είχαν προβλεφθεί από τους συντάκτες των Συνθηκών , κατά την ίδρυση της Ευρωπαικής Ένωσης. Και μόνο που η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σημαίνει πολλά για την πολυπλοκότητα και τη σημασία αυτής.
Είναι ενδεικτική η αποστροφή του Γενικού Εισαγγελέα P. Mengozzi , σε παρατήρηση του προς το Δικαστήριο , μεταξύ των άλλων, πως “συμφωνούμε ότι η Έλλαδα έχει αυτή τη στιγμή περιορισμένες δυνατότητες”.
Η Ευρωπαική Επιτροπή , δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της επανέλαβε ότι στερείται αρμοδιότητας για την υποβολή τέτοιας πρότασης στα ευρωπαικά όργανα, για την ενσωμάτωση της αρχής της κατάστασης ανάγκης. Η Απόρριψη της Πρότασης των Ευρωπαίων Πολιτών ήταν για αυτό το λόγο αιτιολογημένη και πλήρης. Και τυχόν ύπαρξη της Αρχής της Κατάστασης Ανάγκης ως κανόνα του Διεθνούς Δικαίου, ΔΕΝ αρκεί, κατά αυτήν, για να στηρίξει νομοθετική πρωτοβουλία εκ μέρους της Επιτροπής.
Η προοσφεύγουσα πλευρά των Ευρωπαίων Πολιτών, κατά τον κύκλο των αγορεύσεων , τόνισε πως υφίσταται η “προσήκουσα νομική βάση για την εκ μέρους της Ένωσης ενδεχόμενη παροχή χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ή διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, μέσω της καθιερώσεως μηχανισμού χρηματοδοτήσεως”.
Κατά το άρθρο 136 ΣΛΕΕ, όπως τροποποιήθηκε δια της Απόφασης 2011/199/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2011, και των άρθρων 4 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 5, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η αρμοδιότητα των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, για τη σύναψη μεταξύ τους συμφωνίας σχετικά με τη θέσπιση μηχανισμού σταθερότητας και χρηματοοικονομικής συνδρομής είναι απόλυτη. Η Επιτροπή έχει συγκεκριμένη δοτή αρμοδιότητα και ευχέρεια για Πρόταση προς θέσπιση τέτοιου μηχανισμού δυνάμει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ, ως απαραίτητη δράση προς επίτευξη των στόχων των Συνθηκών, περί σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ.
Κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή, το αιτούμενο μέτρο μη πληρωμής του απεχθούς χρέους μέτρο σκοπεί αποκλειστικά, να ενισχύσει τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών-μελών και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (άρθρο 136 παρ. 1 ΣΛΕΕ).
Άλλωστε κύρια πηγή προέλευσης του απεχθούς χρέους στην Ευρώπη είναι η κυβερνητική διαφθορά (υπερκοστολόγηση δημοσίων έργων, εξοπλιστικά, δωροδοκίες τύπου SIEMEMENS κλπ). Η αναστολή πληρωμής τέτοιων “χρεών διαφθοράς” θα συμβάλλει στην εξυγίανση και των ορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών, εκτός όλως των άλλων παραμέτρων. Και βέβαια στην παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων, που θα καλούνται πλέον να πληρώσουν το “χρέος διαφθοράς”που δημιούργησαν εκ της τσέπης τους.
Ο Γενικός Εισαγγελέας P. Mengozzi θα παρουσιάσει γραπτά τις Πρότάσεις επί της υπόθεσης, στις 7/3/2017.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, θα προχωρήσει σε διασκέψεις, προς έκδοση απόφασης.
Η Απόφαση του Δικαστηρίου αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον για όλο τον ευρωπαϊκό κόσμο.