Γράφει η δικηγόρος Αθηνών Αναστασία Χρ. Μήλιου*
Πολύ μεγάλος ντόρος έχει γίνει τις τελευταίες μέρες γύρω από την υπ’αριθμ. 2343/2016 απόφαση του Μον. Πρωτ. Αθηνών, περί οριστικής διαγραφής χρεών και δανείων από τις τράπεζες.
Πριν αναλύσουμε την συγκεκριμένη απόφαση και δούμε τι ακριβώς λέει και γιατί, πρέπει να διευκρινίσουμε κάποια γενικότερα σημεία των δικαστικών αποφάσεων.
- Οι δικαστικές αποφάσεις ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΟΙ. Αυτό σημαίνει ότι δεν αφορούν κανέναν άλλον και δεν γεννούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για κανέναν άλλον πέραν του ενάγοντος και του εναγόμενου που αφορούν. Συνεπώς καμία δικαστική απόφαση που αφορά δάνεια δεν γεννά δικαίωμα διαγραφής χρέους για τους υπόλοιπους δανειολήπτες.
- Μια δικαστική απόφαση εκφράζει την γνώμη και την νομική θέση του δικαστή που την εκδίδει. Δεν σημαίνει ότι κάποιος άλλος δανειολήπτης με παρόμοια υπόθεση που θα κινηθεί δικαστικώς θα έχει οπωσδήποτε το ίδιο αποτέλεσμα. Γι’αυτό και υπάρχει η νομολογία που επικαλούμαστε. Η νομολογία αποτελεί την ερμηνεία των νόμων. Ο ίδιος νόμος μπορεί να ερμηνευθεί με διαφορετικό τρόπο από τον δικαστή ανα περίπτωση. Έτσι πάντα αναζητούμε στη νομολογία αποφάσεις ευνοϊκές για την περίπτωσή μάς, πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκουμε αποφάσεις για το ίδιο θέμα που εκφράζουν άλλη άποψη.
- Ακόμα κι αν η νομολογία είναι θετική ως προς τους δανειολήπτες για κάποιο θέμα, ο κάθε δανειολήπτης θα πρέπει να κινηθεί δικαστικά, δηλαδή να ασκήσει αγωγή για να απολάβει και εκείνος τα θετικά αποτελέσματα της δικαιοσύνης στο δικό του δάνειο.
- Καμία δικαστική απόφαση δεν έχει άμεση ισχύ. Για να είναι εκτελεστή και να μπορεί να εφαρμοστεί θα πρέπει να ασκηθούν τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα που θα οριστικοποιήσουν το θετικό αποτέλεσμα. Αυτό παίρνει χρόνο και επομένως οποιαδήποτε θετική έκβαση θα φανεί σε διάστημα 2-3 έτη.
Η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση αφορά ανακοπή που ασκήθηκε μέσα στην 15μερη προθεσμία που τάσσει ο νόμος κατά δγης πληρωμής της τράπεζας, με σκοπό την ακύρωσή της. Η οφειλή προέκυψε από σύμβαση χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας και της ανακόπτουσας.
Στις ανακοπές κατά δγων πληρωμής επικαλούμαστε διάφορους λόγους που σχετίζονται κυρίως με τους καταχρηστικούς ΓΟΣ που περιέχουν οι δανειακές συμβάσεις και έχουν κριθεί από τον ΑΠ ότι είναι άκυροι. Βασικός όμως λόγος ακύρωσης μιας δγης πληρωμής μπορεί να είναι και η καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας, η οποία πολλές φορές δεν διευκολύνει τους δανειολήπτες στην αποπληρωμή του δανείου, με αποτέλεσμα τελικά η σύμβαση να καταγγέλλεται. Ο λόγος αυτός πρέπει φυσικά να στηρίζεται σε γεγονότα και επιχειρήματα σοβαρά και δεν αρκεί η επίκληση της γενικής αδυναμίας πληρωμής λόγω της οικονομικής κρίσης.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο διατύπωσε τα εξής: «Η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι η αδυναμία καταβολής των οφειλών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής οφείλεται αποκλειστικά στη καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ ης η οποία αρνήθηκε να δώσει την έγκριση της ώστε η πρώτη ανακόπτουσα να υπαχθεί στην Υπουργική Απόφαση 5198/485 (ΦΕΚ Β, 21.05.2010) η οποία αφορούσε την στήριξη των επιχειρήσεων για αγορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών από την επέκταση του ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ «Γ φάση» μέσω εγγύησης χαμηλότοκων δανείων ενώ η τελευταία πληρούσε τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε αυτό, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή.
Αποδείχθηκε ότι δυνάμει σύμβασης χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε το 2009 μεταξύ της ανακόπτουσας εταιρείας και τράπεζας η δεύτερη χορήγησε στην πρώτη πίστωση σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 30. 000,00. Σύμφωνα με συμβατικούς όρους η ως άνω τράπεζα δικαιούνταν να καταγγείλει εγγράφως την ανωτέρω σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιουδήποτε ποσού της οφειλής η οποία θα συνεχιζόταν για τουλάχιστον ενενήντα (90) ημέρες. Μετά τη νόμιμη καταγγελία της σύμβασης το σύνολο της οφειλής θα καθίστατο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα έφερε τόκο με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Λόγω της παράβασης του ως άνω όρου από την ανακόπτουσα η ως άνω τράπεζα προέβη σε εξώδικη όχληση-καταγγελία της επίδικης σύμβασης. Με την ως άνω εξώδικη καταγγελία η ως άνω τράπεζα καλούσε την ανακόπτουσα να καταβαλει εντός πέντε (5) ημερών από την επίδοση της, το συνολικό ποσό των 30.901,98 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων από τις 28.10.11 και έως την ολοσχερή εξόφληση της. Εν συνεχεία η ως άνω τράπεζα κατέθεσε αίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ακολούθως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα εταιρεία δραστηριοποιείται στο κλάδο πωλήσεων ενδυμάτων από το έτος 1999 και ήταν κερδοφόρα. Ειδικότερα, το έτος 2006 εμφάνισε τζίρο ύψους 52.121.09 ευρώ με καθαρό κέρδος 7.846,98 ευρώ, το έτος 2007 92.010,92 ευρώ με καθαρό κέρδος 15.739,72 ευρώ, το έτος 2008 271.820,63 ευρώ με καθαρό κέρδος 42.244,01 ευρώ και το έτος 2009 579.192,57 ευρώ με καθαρό κέρδος 48.317,96 ευρώ. Επιπλέον δε απέκτησε ένα νέο υποκατάστημα, ένα νέο αποθηκευτικό χώρο και δημιούργησε έξι νέες θέσεις εργασίας πλέον των ήδη υφιστάμενων πέντε (5) θέσεων εργασίας. Το έτος 2010, οπότε και το οικονομικό περιβάλλον για το σύνολο των επιχειρήσεων και κυρίως του κλάδου δραστηριότητας της ανακόπτουσας είχε πληγεί ανεπανόρθωτα λόγων της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα ήδη από το έτος 2008, εκδόθηκε η Υπουργική απόφαση 5198/484 ΦΕΚ 21.05.2010, η οποία αφορούσε την στήριξη των επιχειρήσεων για αγορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών από την επέκταση του ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ «Γ φάση» μέσω εγγύησης χαμηλότοκων δανείων. Άλλωστε, η ανακόπτουσα είχε προηγουμένως υπαχθεί στην «Β φάση» του ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ έχοντας λάβει δάνειο ύψους 41.000,00 ευρώ το οποίο αποπλήρωνε κανονικά, γεγονός που τελούσε σε γνώση της συμβαλλόμενης τράπεζας Η ανακόπτουσα, λοιπόν, υπέβαλε στην συμβαλλόμενη τράπεζα αίτηση και κατέθεσε τα αναγκαία παραστατικά που αποδείκνυαν την ικανότητα της για την ένταξη της στο εν λόγω πρόγραμμα. Κατά την καταχώρηση της αίτησης η ανακόπτουσα ενημερώθηκε ότι εκκρεμούσε η καταβολή των τόκων του δεύτερου τριμήνου του έτους 2011 και ότι η εξέταση του αιτήματος από το αρμόδιο τμήμα της τράπεζας θα άρχιζε αμέσως μετά την καταβολή τους. Η ανακόπτουσα ενημέρωσε ότι η καταβολή θα γινόταν λίγες ημέρες αργότερα και δήλωσε πόσο σημαντικό ήταν να εξεταστεί το αίτημα της αμέσως μετά την καταβολή των τόκων, η οποία έλαβε χώρα στις 21.07.2011 Επιπλέον δε ενημέρωσε την ως άνω τράπεζα ότι η μέχρι τότε σταθερότητα της επιχείρησης οφειλόταν στο γεγονός ότι η ανακόπτουσα ανάλωνε εμπορεύματα προηγουμένων χρήσεων και ότι χωρίς νέες αγορές εμπορευμάτων για τη χειμερινή περίοδο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη η εξυπηρέτηση του δανείου που μέχρι τότε τηρούνταν κανονικά. Ενώ λοιπόν η ανακόπτουσα ανέμενε σχετική απάντηση στο ανωτέρω αίτημα της πληροφορήθηκε την ύπαρξη της Υπουργικής απόφασης που δημιουργούσε ένα νέο προσωρινό πλαίσιο στήριξης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα για την διευκόλυνση της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης με την παροχή εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Η ανακόπτουσα κατόπιν συνεχούς επικοινωνίας με την τράπεζα ενημέρωνε τον διευθυντή του υποκαταστήματος και τον τραπεζικό σύμβουλο αυτής ότι μακροπρόθεσμα δεν θα ήταν σε θέση να πληρώνει τις υποχρεώσεις της αν δεν υπαγόταν σε κάποιο από τα προαναφερόμενα προγράμματα για το οποία πληρούσε τις προϋπόθεσης ένταξης σε αυτά, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε ήταν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις της καθόσον μάλιστα ο κύκλος των εργασιών της εμφάνιζε μεγάλη αυξητική πορεία. Η καθʼ ης ουδέποτε απάντησε εγγράφως στα προαναφερόμενα αιτήματα της πρώτης ανακόπτουσας παρά το γεγονός ότι υποχρεούνταν προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 41 του Κώδικα Δεοντολογίας της ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Η κατάσταση αυτή προξένησε στην πρώτη ενάγουσα ζημία ύψους 135.838,14 ευρώ με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της από την επίδικη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού για την οποία εκδόθηκε και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της καθʼ ης η οποία αν και γνώριζε ότι η πρώτη ανακόπτουσα αποτελούσε μία υγιή επιχείρηση με κέρδη η οποία ανταποκρινόταν στην οικονομικές της υποχρεώσεις και είχε όλες τις προϋποθέσεις να ενταχθεί στην Γ φάση της ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ, όπως είχε ενταχθεί και στη Β φάση ΤΕΜΠΜΕ οπότε και έλαβε δάνειο ύψους 41.000,00 το οποίο και εξυπηρετούσε, ωστόσο αρνήθηκε να δώσει την έγκρισή της γιʼ αυτό, χωρίς μάλιστα να απαντήσει εγγράφως, ως όφειλε με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα. Έπραξε δε όλα τα ανωτέρω ενώ γνώριζε την οικονομική κρίση που βίωνε ο κλάδος του συνόλου των επιχειρήσεων ήδη από το έτος 2008 και για το λόγο αυτό, μάλιστα, δημιουργήθηκαν τα ανωτέρω προγράμματα προς οικονομική τους ενίσχυση και ενώ το Δεκέμβριο του έτους 2011 οι τράπεζες είχαν λάβει συνολικά 163.000.000.000 ευρώ εγγυήσεις του Ελληνικού Δημόσιου από τα οποία το ποσό των 93.000.000.000,00 ευρώ προορίζονταν για την χορήγηση στεγαστικών δανείων και δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ανταγωνιστικούς όρους σύμφωνα με το Ν. 3723/09.12.2008 σε συνδυασμό με τους Ν 3845/2010, 3872/2010 και 3965/2011. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ανακοπής θα πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατʼ ουσίαν και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή. ΑΚΥΡΩΝΕΙ την διαταγή πληρωμής»
Από το ανωτέρω σώμα της απόφασης αποδεικνύεται ότι δεν αναφέρεται τίποτα για διαγραφή χρεών από τις τράπεζες και καμία δικαίωση σε συλλογικό επίπεδο δεν υφίσταται. Η απόφαση με το σκεπτικό της διατυπώνει και παραδέχεται την καταχρηστική συμπεριφορά των τραπεζών έναντι των δανειοληπτών. Πράγματι είναι θετικό που διατυπώνεται ανοικτά ότι οι τράπεζες έχουν πάρει χρήματα από το δημόσιο. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι διαγράφονται τα χρέη των δανειοληπτών. Δεν είναι δυνατόν και δίκαιο άλλωστε, δάνεια τα οποία λήφθηκαν να μην αποπληρωθούν. Η απαίτηση και ο ισχυρισμός της πλήρους διαγραφής οφειλών από δάνεια και κάρτες δεν ευσταθεί. Αυτό που διεκδικούμε νομικά είναι ο δίκαιος και νόμιμος υπολογισμός των οφειλών χωρίς τις παράνομες χρεώσεις και τα καταχρηστικά επιτόκια, που εκτινάζουν τις οφειλές στα ύψη, καθώς και την εύρεση ενός νέου πλαισίου δανειακών ρυθμίσεων που θα διευκολύνουν αυτούς που έχουν την δυνατότητα να αποπληρώνουν μέρος της δόσης και όχι ολόκληρη. Η ρύθμιση αυτή να γίνει υποχρεωτική για τις τράπεζες, αφού λαμβάνονται υπ’όψιν τα ετήσια εισοδήματα και οι δαπάνες διαβίωσης των οφειλετών.
* Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών