Τις στενές σχέσεις Ευρωπαίων Επιτρόπων αλλά και μελών του ευρωκοινοβούλιου με εταιρείες και ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, φέρνει στο φως της δημοσιότητας έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας (Transparency International TI). Σύμφωνα με τα στοιχεία, 27 πρώην Ευρωπαίοι Επίτροποι έχουν προσληφθεί από πανίσχυρα λόµπι, αλλά και εταιρείες του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η έρευνα αφορά σχεδόν στους μισούς Ευρωπαίους επιτρόπους και σχεδόν στο ένα τρίτο των μελών του ευρωκοινοβουλίου. Πολλοί εξ αυτών στο τέλος της θητείας τους καταλήγουν στα γραφεία μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών και λόμπι. Τα λόμπι και οι εκπρόσωποι μεγάλων εταιρειών συζητούν με την Κομισιόν θέματα ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, ενώ είναι αυτοί που προωθούν σημαντικά πακέτα συμφωνιών όπως οι ΤΤΙΡ, CETA και TISA από τις οποίες επωφελούνται κατά κύριο λόγο.
Φαινόμενο «περιστρεφόμενες πόρτες»
Πρόκειται για το φαινόμενο «περιστρεφόμενες πόρτες», όπως αποκαλείται. Το φαινόμενο αυτό υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια στις ΗΠΑ. Οι εταιρείες δημιουργούν στενές επαφές με αξιωματούχους στο δημόσιο τομέα για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και στη συνέχεια για να ανταμείψουν τους εν λόγω αξιωματούχους για τη «συνεργασία», με τη λήξη της θητείας τους, τους προσλαμβάνουν σε υψηλόβαθμες θέσεις. Αυτός ο κύκλος συνεχίζεται
Η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, στοιχεία της οποίας δημοσιεύει η εφημερίδα Real, εξέτασε την καριέρα 134 εργαζομένων σε ιδιωτικές εταιρείες, που είναι διαπιστευμένοι στις Βρυξέλλες, και ανακάλυψε ότι το 20% εξ αυτών είχαν περάσει από τα ευρωπαϊκά γραφεία.
Ο οργανισμός ενδιαφέρθηκε και για την τύχη 485 μελών του Ευρωκοινοβουλίου, εκ των οποίων και πολλοί ευρωβουλευτές, καθώς και για την πορεία που ακολούθησαν 27 επίτροποι. Οι περισσότεροι από αυτούς, μέσα σε δυο χρόνια από τη λήξη της θητείας τους το 2014, προσελήφθησαν από πανίσχυρα λόμπι που δραστηριοποιούνται στις Βρυξέλλες, αλλά και στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται το παράδειγμα της Βρετανίδας Σάρον Μπόουλς, προέδρου της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου, η οποία επέβλεψε μια νέα κανονιστική ρύθμιση για τις χρηματαγορές. Η Μπόουλς, που συμμετείχε από το 2010 έως το 2014 σε δέκα σημαντικές συναντήσεις με τους επικεφαλής του χρηματιστηρίου του Λονδίνου, λίγους μήνες μετά τη λήξη της θητείας της απέκτησε υψηλόβαθμο πόστο στη χρηματαγορά της Μεγάλης Βρετανίας.
Παράλληλη πορεία είχε και ο Γερμανός ευρωβουλευτής Χόλγκερ Κράμερ. Επί μία δεκαετία είχε την επίβλεψη και την ευθύνη ρύθμισης για την αγορά, τον ανταγωνισμό και την προστασία του περιβάλλοντος στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Σήμερα εργάζεται στην Opel και ασχολείται με ευρωπαϊκά θέματα δημόσιας πολιτικής και τις σχέσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας με τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών-μελών.
Η περίπτωση του Ζοζέ Μπαρόζο
Ισχυρό πλήγμα για τη διαφάνεια των ευρωπαϊκών θεσμών θεωρείται και το σκάνδαλο με τον Ζοζέ Εμανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος μετά το τέλος της θητείας του από την προεδρία της Κομισιόν ανέλαβε τη θέση τού μη εκτελεστικού προέδρου και συμβούλου της Goldman Sachs. Επίσης η Κόνι Χέντεγκαρντ, αρμόδια επίτροπος για την αλλαγή του κλίματος, έγινε επικεφαλής τμήματος της Volkswagen, που έχει εμπλακεί στο Dieselgate.
«Οι διαστάσεις που λαμβάνει στις Βρυξέλλες η επιρροή των οικονομικών συμφερόντων και των λόμπι στους κόλπους της ευρωπαϊκής επιτροπής και του Ευρωκοινοβουλίου είναι ανησυχητικές. Η παρουσία και ο ρόλος τους στη χάραξη της ευρωπαϊκής πολιτικής αποτελούν σήμερα έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στο έλλειμμα δημοκρατίας και διαφάνειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σε καιρούς κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, γίνεται ιδιαίτερα αισθητή», δηλώνει στη Realnews o Nτανιέλ Φρέιντ, ένας από τους συγγραφείς της έρευνας.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, την ώρα που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπόσχονται τη διαφάνεια και δείχνουν αδιάλλακτη στάση με τις «απείθαρχες» ευρωπαϊκές χώρες για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η ευρωπαϊκή νομοθεσία εξαρτάται από χιλιάδες λομπίστες. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 18.000 λομπίστες κινούνται σήμερα στους διαδρόμους του Ευρωκοινοβουλίου και της Κομισιόν, επηρεάζοντας αποφάσεις χωρίς να υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο πέρα από αυτόν των χρηματοδοτών τους.
Κύριος στόχος τους είναι η ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, μέσω των στρατηγικών της Ε.Ε. Λομπίστες έχουν καταφέρει να επηρεάσουν ένα ευρύ φάσμα οργανισμών και εκπροσώπων όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και διεθνών οργανισμών όπως είναι ο ΟΟΣΑ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο ΟΗΕ.
Ο Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Τζορτζ Μονμπιότ, πολύ γνωστός και για την ακτιβιστική του δράση, αναφέρει: «Η πιο σημαντική σύγκρουση του 21ου αιώνα θα είναι η μάχη μεταξύ των πολυεθνικών και της δημοκρατίας. Όσο περισσότερο οι εταιρείες σφίγγουν τον κλοιό στις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισµούς, οι απλοί άνθρωποι θα ανακαλύπτουν πως εάν δεν είναι προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, τα υπολείμματα των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων
θα εξαφανιστούν».