Γιατί η ελληνική σκέψη κρατά τα σκήπτρα της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τέχνης, εδώ και 3000 χρόνια; Γιατί έφτασαν οι πρόγονοί μας στο τέλειο, γιατί τα ανακάλυψαν σχεδόν όλα;
Γιατί οι Έλληνες είχαν τη τάση να εξελίσσουν τις θεωρίες και όχι να τις αφορίζουν, δημιουργούσαν χωρίς να δογματίζουν. Ο καθένας συμπλήρωνε χωρίς να αναιρεί κανένα. Δεν υπήρχαν έριδες και αντιπάθειες, σεβόταν τις απόψεις του ενός και του άλλου.
Το αντίθετο συμβαίνει σήμερα με πολιτικές ιδεολογίες και θρησκείες, όπου βασίζονται σε δόγματα γι αυτό αντιμάχεται η μια πλευρά την άλλη.
Η ελληνική σκέψη δεν αφορίζει, δεν αποκλείει, δε σε κατευθύνει σε μονόδρομους. Για παράδειγμα ο Δημόκριτος και στα 49 βιβλία του που έχουν διασωθεί, χρησιμοποιεί το “δοκεί μοι”, δηλαδή “μου φαίνεται, νομίζω”. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το “ενδέχεται και άλλων έχειν”, δηλαδή “μπορεί να είναι και αλλιώς”, αν και ήταν βέβαιος οτι έλεγε το σωστό. Το ίδιο έκανε και ο Σωκράτης, έλεγε “εν οίδα οτι ουδέν είδα” δηλαδή, δεν ξέρω τίποτα. Και όμως ήταν σίγουρος οτι ήταν σε ορθό δρόμο και πέθανε γι αυτές τις ιδέες του.
Οι αρχαίοι Έλληνες προσωποποίησαν την φιλοσοφία ενσαρκώνοντάς την πάνω στην ίδια τη ζωή με συζητήσεις αδιάκοπες με το πλήθος και την έκαναν ζωντανή φιλοσοφία, δεν την έκλεισαν σε ένα δωμάτιο γεμάτιο με βιβλία. Το ότι δεν ήταν δογματικοί ακόμα και στη τέχνη, φαίνεται από το Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών. Ο Ναός είναι Δωρικού ρυθμού σε μια πόλη καθαρά Ιωνική, ακόμα και στο Ζενίθ της Ιστορίας της, την εποχή της Αθηναϊκής ηγεμονίας, όπου οικοδομήθηκε.
Μιχαήλ Γ.Κελαϊδής.