Mετακόμισε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1997, όταν ο Παναθηναϊκός επένδυσε ”στο μεγάλο ταλέντο του Κύδωνα Χανίων”, όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής. Στο τέλος της τρέχουσας σεζόν ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης θα φτάσει τον “μαγικό” αριθμό των 21 χρόνων καριέρας, στη διάρκεια της οποίας έζησε καταστάσεις και γεγονότα που η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του στη φετινή Stoiximan.gr Basket League δεν έχει καν ονειρευτεί. Από τα Σφακιά στην Αθήνα και από εκεί σχεδόν σε κάθε γωνιά της Γης, ο πολύπειρος center είναι ο ορισμός του πεισματάρη, του ρομαντικού, του ονειροπόλου που έβαζε πάντα στόχους και πάντα τους πετύχαινε χάρη στη σκληρή δουλειά, την υπομονή, την επιμονή και την αποφασιστικότητα που τον διακρίνει μέχρι και σήμερα. Τον συναντήσαμε στη Χαλκίδα, μιας και φέτος αγωνίζεται με τη φανέλα της Κύμης και περάσαμε ένα όμορφο δίωρο με ιστορίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που μια δεκαετία αργότερα ο ίδιος θυμάται με νοσταλγία.
Η πορεία του Γλυνιαδάκη στο μπάσκετ συγκρίνεται με ελάχιστες. Το καλοκαίρι του 1997, λίγο μετά την κατάκτηση της EuroLeague από τον Ολυμπιακό στη Ρώμη, μεταγράφηκε από τον Κύδωνα Χανίων στον Παναθηναϊκό, συμμετείχε στις προπονήσεις του ανδρικού τμήματος και έπαιζε στην εφηβική ομάδα μέχρι το 1999. Ακολούθησαν δυο χρόνια χωρίς ευκαιρίες, πριν βρεθεί στην Α2 με τον Πανελλήνιο του Μάνου Μανουσέλη (2001/02) και συνεχίσει στην Α1 με το Περιστέρι (2002/03). Η rookie σεζόν του στη μεγάλη κατηγορία τον έβαλε στα ραντάρ των Αμερικανών scout και στο τέλος της χρονιάς οι Detroit Pistons τον επέλεξαν στο νούμερο 58 του Draft. Τον αντιμετώπισαν ως “stash pick”, τον άφησαν δηλαδή να “ψηθεί” στην Ευρώπη και ο νεαρός Ανδρέας υπέγραψε στην ΑΕΚ στην οποία έμεινε έως το καλοκαίρι του 2005. Τότε, ξεκίνησε το μακρύ, επίπονο, αλλά ταυτόχρονα απείρως ελκυστικό και όμορφο ταξίδι στις ΗΠΑ.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ, ΕΓΙΝΕ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΟΧΟΣ ΖΩΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΛΥΝΙΑΔΑΚΗ
Άνοιξη του 2003 κι ο Γλυνιαδάκης βαδίζει προς το τέλος της πρώτης “κανονικής” του σεζόν στην Α1. Το “σκληρό” και αξιόμαχο Περιστέρι αποκλείεται από τον Παναθηναϊκό του Zelimir Obradovic με σκορ 2-1 στα ημιτελικά και επικρατεί (3-1) του Ολυμπιακού στη σειρά των μικρών τελικών. Τότε, το ΝΒΑ που δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός για εκείνον, μπήκε δυναμικά στη ζωή του.
“Δεν είχα πάντα το ΝΒΑ στο μυαλό μου, αλλά ήταν αρκετά έντονο το ενδιαφέρον του κόσμου στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και τις αρχές του ’00, όταν πήγαμε από τον Michael Jordan στον Kobe Bryant. H Λίγκα είχε πάντα τα φώτα στραμμένα πάνω της, όμως για εμένα το έναυσμα ήρθε όταν έγινα draft από τους Detroit Pistons. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Εντάξει, πάντα είχα το ΝΒΑ στο μυαλό μου και πάντα έλεγα “βρε λες;;;”. Όταν πήγα στο Summer League και το training camp, είδα τι ακριβώς συμβαίνει. Είδα ότι μπορούσα να έχω έναν ρόλο, ήμουν όμως και πολύ συνειδητοποιημένος ότι μπορεί να πάρει χρόνο μέχρι να τα καταφέρω. Πήγα 15 μέρες πριν ξεκινήσει το veterans camp, ήθελα να προετοιμαστώ, να παίξω τα μονά μου, να γυμναστώ όπως έκαναν όλοι δηλαδή. Αυτή η διαδικασία κράτησε δυο μήνες, με αποτέλεσμα να ενθουσιαστώ από την καλή ατμόσφαιρα, από τη σχέση μου με τον προπονητή Flip Saunders και να πω μέσα μου “μπορώ να παίξω, είμαι ελεύθερος, δεν έχω κάτι άλλο να με περιμένει, θα δοκιμάσω”.
Αποφάσισα να επενδύσω από τα χρήματά μου για να κυνηγήσω την ευκαιρία. Με έπαιρνε βέβαια και να το κάνω, ήμουν στα 24 μου, είχα φύγει από την ΑΕΚ στην οποία πήρα ελάχιστο χρόνο συμμετοχής τη δεύτερη σεζόν, βρέθηκα στην Αμερική και τα πήγαινα καλά, είπα “εδώ είναι η ευκαιρία σου”. Όταν με έκοψαν, τελικά, στα τέλη του Οκτωβρίου, τότε προέκυψε το NBDL που ήταν εκείνη την εποχή κάτι καινούργιο, είχε μόλις οκτώ ομάδες. Δεν υπήρχε στο μυαλό μου ως προοπτική, μέχρι να… χρειαστεί. Είχα πει να προσπαθήσω να δοκιμάσω σε άλλη ομάδα, σκέφτηκα να περιμένω λίγο, δεν ήταν το NBDL στο μυαλό μου. Ήρθε ο ατζέντης μου και μου εξήγησε πως οι ομάδες του ΝΒΑ δεν συνηθίζουν να επιλέγουν Ευρωπαίους στη διάρκεια της σεζόν, μου πρότεινε να παίξω στο NBDL καθώς εκεί θα με παρακολουθούν και θα μπορεί να με πάρει όποιος με θέλει.
Μου έλειπε πολύ ο χρόνος συμμετοχής, οπότε πήρα την απόφαση και πήγα. Για να είμαι ειλικρινής, μετά το veterans camp είπα ότι αν δεν παίξω στο ΝΒΑ, δεν πρόκειται να φύγω από τις ΗΠΑ. Ήταν τόσο έντονη η επιθυμία μέσα μου, που δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Ευρώπη αν δεν έβρισκα μια ευκαιρία. Δεν το έλεγα έτσι απλά για να το πω, έκανα δυο φορές τη μέρα προπόνηση, περνούσα αμέτρητες ώρες στο γήπεδο”.
Ο ΑΤΖΕΝΤΗΣ, ΤΟ DRAFT ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ Ο… ΒΟΥΓΙΟΥΚΑΣ ΤΩΝ SUPERSONICS
Γυρίζοντας τον χρόνο προς τα πίσω, ο Γλυνιαδάκης θυμάται με κάθε λεπτομέρεια όσα έγιναν πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το NBA Draft του 2003. Κι ας έχουν περάσει σχεδόν 15 χρόνια από εκείνη την εποχή. Θυμάται και μια φοβερή ιστορία με τον Tony Ronzone, επί σειρά ετών παράγονταν αρκετών ομάδων του ΝΒΑ, θυμάται την πληροφόρηση που είχε από τον ατζέντη του για το ενδιαφέρον των Detroit Pistons που τελικά κατέληξε σε συνεργασία μαζί τους, θυμάται και να διαβάζει το 2007 το όνομα του Ίαν Βουγιούκα στις λίστες των Seattle Supersonics
“Αυτόματα στο Draft μπαίνεις στα 22 σου. Όπου κι αν είσαι στον κόσμο, μπορεί μια ομάδα του ΝΒΑ να σε επιλέξει όταν φτάσεις σε αυτή την ηλικία. Για να προκαλέσεις όμως το ενδιαφέρον, για να βρεθεί το όνομά σου στις λίστες των συλλόγων, μπαίνεις έναν χρόνο πριν. Βάζεις το όνομά σου και το αποσύρεις, είναι μια διαδικασία για να δεις αν θα χτυπήσει το τηλέφωνό, αν θα ενδιαφερθεί κάποιος. Έτσι κάναμε κι εμείς. Τότε είχα ατζέντη τον Mark Termini, αυτόν που εκπροσωπεί τώρα τον Κώστα Κουφό. Μπορεί να μην είναι ο πιο γνωστός, είναι όμως επίμονος και είχε πελάτες όπως ο Pau Gasol κι ο Earl Boykins. Αυτό το στοιχείο, η επιμονή, ταίριαζε στο δικό μου προφίλ.
Είχαν το όνομα του Ίαν Βουγιούκα στο νούμερο 64! Δεν το ξέρει κανένας, ούτε στον Ίαν το έχω πει
Ο Termini μου είχε πει ότι μπορεί να με βγάλει στην αγορά, επειδή όμως τότε έπαιζα στα playoffs της Α1 με το Περιστέρι (τη χρονιά που αποκλειστήκαμε με 2-1 από τον Παναθηναϊκό στους ημιτελικούς και νικήσαμε 3-1 τον Ολυμπιακό στους μικρούς τελικούς), δεν μπορούσα να ταξιδέψω για try-outs. Μου είπε λοιπόν ότι μπορεί να μιλήσει με ομάδες που έψαχναν ψηλό και το έκανε. Είχε την πληροφόρηση ότι 2-3 ομάδες ενδιαφέρονταν να με επιλέξουν στον δεύτερο γύρο ακόμη και χωρίς να με δοκιμάσουν. Η Α1 ήταν τότε αρκετά δυνατή, έπαιζα αρκετά καλά για τα δεδομένα μου καθώς προερχόμουν από την Α2 και ήταν η πρώτη μου σεζόν στη μεγάλη κατηγορία, οπότε όποιος ενδιαφερόταν, μπορούσε να με δει χωρίς να με δοκιμάσει σε try-out.
Ταξίδεψα τελικά στην Αμερική τη βραδιά του Draft, όχι όμως στη Νέα Υόρκη, καθώς δεν ήμουν 100% σίγουρος ότι θα με επιλέξει κάποιος. Πήγα στο γραφείο του ατζέντη μου, στον οποίο οι Pistons είχαν πει να μη με βγάλει στην αγορά γιατί ήθελαν να με κάνουν draft στον δεύτερο γύρο, με το τελευταίο τους pick. Είχε καλή σχέση μαζί τους, θεώρησε πως δεν μπλόφαραν και όντως δεν μπλόφαραν.
Εκεί δούλευε ο Tony Ronzone, ένας άνθρωπος που με είχε δει σε φιλικό της εθνικής παίδων στο Μανχάιμ. Ήμουν 15-16 ετών τότε, ήρθε και μου μίλησε, εγώ δεν έδωσα σημασία. Με βρήκε μετά στο Detroit και μου λέει “εγώ σε πρότεινα. Ήσουν στη λίστα μας από τα 15 σου λόγω ύψους και εθνικής ομάδας”. Μου το θύμισε ότι είχαμε μιλήσει… Έτσι κάνουν στο ΝΒΑ. Φτιάχνουν λίστες που ανανεώνουν συνεχώς. Να, για παράδειγμα, ήμουν στο Seattle και είχα μπει σε ένα γραφείο, το γραφείο του scouting πρέπει να ήταν. Είχαν τις λίστες με τους νεαρούς που τους ενδιέφεραν για το Draft του 2008. Είδα, λοιπόν, ότι είχαν το όνομα του Ίαν Βουγιούκα στο νούμερο 64! Δεν το ξέρει κανένας, ούτε στον Ίαν το έχω πει. Οι ομάδες ξέρουν τα πάντα. Σκέψου, είχαν άλλους 63 ψηλούς πάνω από εκείνον και άλλους τόσους από κάτω. Ουσιαστικά ο Ronzone με έκανε draft, αυτός ασχολήθηκε με την περίπτωσή μου. Όταν τους προτάθηκε το όνομά μου, με γνώριζαν ήδη, δεν έψαξαν εκείνη τη στιγμή να δουν ποιος είναι ρε παιδί μου αυτός ο Γλυνιαδάκης”.
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΩΝ PISTONS, ΟΙ “BAD BOYS” ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΚ ΤΟΥ ROANOKE
Αν και ο ατζέντης του Γλυνιαδάκη είχε πάρει την υπόσχεση των Pistons, o Ανδρέας δεν ενθουσιάστηκε μέχρι τη στιγμή που είδε το όνομά του στο νούμερο 58. Γύρισε στο Detroit το 2005, “κόπηκε” από την ομάδα στη διάρκεια του veterans camp και κάπου εκεί άρχισε να πεισμώνει, να βάζει στόχο ζωής να παίξει στο ΝΒΑ. Στο μεταξύ, στη “Motor City” συνυπήρξε με τους Billups, Rasheed και Ben Wallace, πριν μετακομίσει σε ένα… χωριό της Virginia στο οποίο έζησε το πιθανότατα πιο περίεργο κι αλλόκοτο διάστημα της καριέρας του.
“Εγινα draft στο νούμερο 58, μετά από τον Darko Milicic και τον Carlos Delfino. Coach τότε ο Larry Brown. Με είχε προετοιμάσει ο ατζέντης μου, αλλά δεν τρελάθηκα από χαρά. Περίμενα γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται… Περνάει το νούμερο 58, βλέπω “Γλυνιαδάκης” και κατευθείαν ακούω να χτυπάει το τηλέφωνο! Είχαν πάρει από την ομάδα για να με καλωσορίσουν, να με ρωτήσουν ποιο νούμερο θέλω στη φανέλα, να μου πουν να πάρω το πρωινό αεροπλάνο για να ταξιδέψω στο Detroit. Όπως κι έγινε. Πήγαμε, τους γνώρισα, έγινε η παρουσίαση με τους άλλους δυο, μου έδωσαν ρούχα της ομάδας. Δυο μέρες έμεινα, μας πήρε λιμουζίνα από το αεροδρόμιο, πήγα κατευθείαν να γνωρίσω τον Joe Dumars που ήταν ο GM μιας ομάδας που έκανε πρωταθλητισμό, μου ζήτησαν να παίξω στην Ευρώπη και θα δούμε στο μέλλον πως θα τα φέρει ο χρόνος. Είχα πρόταση από την ΑΕΚ, υπέγραψα εκεί για δυο χρόνια και ξέχασα για λίγο το ΝΒΑ.
Μετά από δυο χρόνια στην ΑΕΚ, στο veterans camp του 2005 συνυπήρξαμε με τον Billups, τον Rasheed και τον Ben Wallace. Κουλ τύποι, πολλή πλάκα, πέρασα πολύ καλά. Ήταν επαγγελματίες, αλλά είχαν φτιάξει και μια πραγματικά ωραία παρέα. Ήταν όλοι τους καλά παιδιά. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα μαζί τους, ούτε καψώνια μου έκαναν, ούτε τίποτα. Τη χρονιά που πήγα, μόλις είχαν γίνει draft o Jason Maxiell, ο Amir Johnson κι ο Alex Acker, οπότε εκείνους πείραζαν περισσότερο. Εντάξει, τους πήγαινα ντόνατς ανά δυο μέρες, αλλά μέχρι εκεί. Ο γυμναστής που είχαν τότε οι Detroit Pistons, έκανε το 2007 όσα κάνουν οι ομάδες τώρα, δέκα χρόνια μετά. Αυτά που έχουν γίνει μόδα, τα έζησα στους Pistons.
Κάναμε προπόνηση το πρωί και πάθαιναν σοκ οι παίκτες από το ψύχος. Άλλος είχε άσθμα και έπεφτε στο παρκέ
Όταν “κόπηκα” προς το τέλος του veterans camp, μπορώ να πω ότι δεν το πήρα βαριά, ήξερα που ήμουν και δεν είχα κάτι να χάσω. Όταν σε “κόβει” μία ομάδα που σε έχει κάνει draft, αυτόματα χάνει τα δικαιώματά σου. Ήμουν free agent, προέκυψε το NBDL που ξεκινούσε άμεσα και αποφάσισα να το κάνω. Πήγα στο Roanoke, στη Virginia. Μαζί με την ομάδα που έπαιξα στη Ρουμανία, ήταν τα πιο δύσκολα πράγματα που έκανα στην καριέρα μου. Μικρή πόλη, οι άνθρωποι μιλούσαν διάλεκτο, πολύ χιόνι… Εκεί έμεινα δυόμιση μήνες, πριν με αποκτήσει με trade o Michael Cooper. Θρύλος των Los Angeles Lakers, ήταν τότε προπονητής των Albuquerque Thunderbirds και έπαιρνε τίτλους ως head coach των Los Angeles Sharks στο WNBA.
Ας το πάρουμε όμως από την αρχή. Οι Roanoke Dazzle (οι νυν Canton Charge, θυγατρική των Cleveland Cavaliers) με έκαναν draft και έτσι με πήραν στην ομάδα. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες μισθού. Ο ”A” ήταν αυτός που είχε παίξει ΝΒΑ, ο ”Β” ήταν αυτός που είχε γίνει draft αλλά δεν είχε παίξει ακόμη στο ΝΒΑ και ο ”C” o οποιοσδήποτε άλλος αθλητής. Πολύ λίγα τα χρήματα, δεν έφταναν σε καμία περίπτωση για να ζήσεις στην Αμερική. Έπρεπε να βάζεις και από την τσέπη σου κι ας ήταν το σπίτι πληρωμένο από την ομάδα. Κάναμε προπόνηση το πρωί και πάθαιναν σοκ οι παίκτες από το ψύχος που είχε μέσα το γήπεδο. Άλλος είχε άσθμα και έπεφτε στο παρκέ.
Το πιο “τρελό” ήταν πως υπήρχαν 20 κρατούμενοι και άλλοι τόσοι που τους φυλούσαν με πολυβόλα στραμμένα πάνω τους. Αυτοί άλλαζαν το γήπεδο από το χόκεϊ στο μπάσκετ, μετακινούσαν τις εξέδρες, ήταν η κοινωνική τους εργασία. Εμείς κάναμε προπόνηση και ήταν δίπλα μας οι κρατούμενοι με τις πορτοκαλί στολές και κάμποσα πολυβόλα σε κάθε γωνιά του γηπέδου. Ήταν περίεργο. Τέλος πάντων, ξεκινάμε να παίζουμε κι ο coach με βάζει να παίζω στο τέσσερα! Ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα μου που με έβαλαν να παίξω ως power forward. Υπήρχε όμως εξήγηση γι’ αυτό. Ο τύπος ήθελε να έχει στο πέντε έναν Πορτορικανό, τον Peter John Ramos. Καταλαβαίνεις τι έγινε… Δεν πρέπει να έχει υπάρξει πιο ψηλό, αλλά και πιο τραγικό δίδυμο στην ιστορία του μπάσκετ. Με τον Will Bynum και τον Anthony Grundy, δεν έμενε μπάλα ούτε για δείγμα. Η μόνη μου ευκαιρία για να σκοράρω ήταν μετά από επιθετικό ριμπάουντ, έκανα τον χαμάλη. Έπαιξα εκεί δυόμιση μήνες. Τραγικά όλα, έπαιζα στο τέσσερα, έξω ήταν χειμώνας με πολύ κρύο και χιόνι, ήταν και η πρώτη μου χρονιά στην Αμερική, τι να πω…
Ήταν μια περίεργη φάση που ούτε μου άρεσε, ούτε ήταν αυτό που ήθελα. Δεν ζήτησα όμως ποτέ ανταλλαγή, άλλωστε ήμουν ο βασικός center μέχρι να στείλουν οι Washington Wizards τον Ramos. Όταν στέλνει μια ομάδα του ΝΒΑ τον παίκτη της, πρέπει να τον βάλεις 30 λεπτά και να του δώσεις και δέκα μπάλες. Αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσα να ελέγξω. Αν είσαι παίκτης ΝΒΑ και σε στείλουν στη G-League, είσαι καλά. Γι’ αυτό βλέπεις ότι όλοι γράφουν καλά στατιστικά. Γι’ αυτό βάζει ο Παπαγιάννης 20 πόντους. Καλά, αξίζει και μπορεί και τους βάζει, αλίμονο. Αυτό είναι άλλωστε το νόημα της ύπαρξης της G-League. Σας στέλνουμε κύριοι τον Παπαγιάννη, τον Τεόντοσιτς, αλλά θα πάρει 20 μπάλες. Αυτό είναι το σύστημά τους”.
ΤΟ ALBUQUERQUE, ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ, ΟΙ GRIZZLIES, ΟΙ HAWKS ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Ο Michael Cooper ”έσωσε” τον Γλυνιαδάκη από το Roanoke, μαζί του κατέκτησε το πρωτάθλημα του NBDL (νίκησαν 119-108 στον Τελικό τους Fort Worth Flyers με τον Ανδρέα να κάνει σπουδαία εμφάνιση) και από εκεί, από το New Mexico δηλαδή , άρχισαν να ενδιαφέρονται “ζεστά” οι ομάδες του ΝΒΑ για τον 25χρονο τότε ψηλό τον οποίο άπαντες εκτιμούσαν και σέβονταν για το πείσμα, τον επαγγελματισμό και την επιμονή του.
“Γίνεται το trade και πηγαίνω στο Albuquerque. Ωραία πόλη, κανονική. Με παίρνει ο Cooper και με κάνει βασικό ψηλό, ήμουν πολύ γυμνασμένος, άντεχα αυτόν τον ρυθμό και είχα συνηθίσει. Μου έδινε δέκα μπάλες σε κάθε ματς, με αποτέλεσμα να φτιάξουμε μια πολύ καλή σχέση. Έπαιζε πιο ισορροπημένο μπάσκετ από τους υπόλοιπους, ήθελε έναν ψηλό και με βοήθησε. Είχα 30 λεπτά ανά αγώνα, ήταν φοβερή εμπειρία και στο τέλος παίξαμε στον Τελικό και πήραμε το πρωτάθλημα. Εκτός έδρας μάλιστα, απέναντι στην ομάδα του Von Wafer που τον συνάντησα ξανά για λίγο στον Ολυμπιακό. Έπαιζα πολύ, είχα καλούς συμπαίκτες, φοβερό προπονητή, είχα και καιρό Ελλάδας, όλα τα ταξίδια ήταν με αεροπλάνο, ενώ στο Roanoke είχε πολύ λεωφορείο. Θυμάμαι στο Roanoke κάναμε 17 ώρες ταξίδι με πούλμαν για να φτάσουμε στη Florida και να παίξουμε με τη Flame του Jeff Malone (θρύλος του ΝΒΑ, έπαιξε και στον ΒΑΟ στα τελειώματά του). Ήταν Thanksgiving και το αεροπλάνο ήταν πολύ ακριβό. Τελευταία στιγμή μας είπαν “μπείτε μέσα και καλό δρόμο”.
Τέλος πάντων, πήραμε το πρωτάθλημα στο NBDL και μου λένε οι Memphis Grizzlies “έλα να σε δοκιμάσουμε”. Πήγα στο Long Beach και στο Summer League με έβαλαν να παίζω 30 λεπτά ανά αγώνα! Είχα καλά στατιστικά, 12 πόντους και 8 ριμπάουντ, αλλά δεν μου έδωσαν συμβόλαιο. Εκεί ήρθε το ενδιαφέρον των Hawks, πήγα νωρίς στην Atlanta, έκανα την προετοιμασία μου και έφτασε η στιγμή που έπρεπε να αποφασίσουν ανάμεσα σε εμένα και τον Matt Freije, έναν forward που πέρασε κι αυτός για λίγο από τον Ολυμπιακό. Είχαν 14 συμβόλαια και τους έμενε μία θέση ελεύθερη. Μου λένε “θα σε υπογράψουμε” και τελικά, μία μέρα πριν την έναρξη της regular season, έσπασε το χέρι του ο Marvin Williams. Κράτησαν τον Freije. Ήταν σκληρό, αλλά… Έβλεπες πόσο αναλώσιμοι ήταν όλοι, από τους franchise παίκτες μέχρι τον τελευταίο.
Ο Ray Allen πήγαινε τέσσερις ώρες πριν το ματς και έκανε μόνος του σουτ, σε κάθε γήπεδο, σε κάθε πολιτεία
Έμεινα μια εβδομάδα-δέκα μέρες εκτός και τότε ήρθαν οι Supersonics. Χρειάζονταν έναν ψηλό και με πήραν. Είχαν κάνει κάποιες κακές επιλογές, όπως ο Σενεγαλέζος ο Mouhamed Sene που είχαν επιλέξει στο νούμερο 10 του Draft. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικές, είχαν προπονητή τον Bob Hill, είχαν και τον Detlef Schrempf. Φοβερή πόλη το Seattle, φοβερή. Το γήπεδο ήταν μεν παλιό, αλλά ήταν τρομερό, ακόμη πιο ωραίο ήταν το προπονητήριο. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η ομάδα έχανε, αλλά οι αγώνες ήταν συνεχώς sold-out. Δεν το πίστευα, είχα δει άλλα γήπεδα να είναι άδεια. Πας εκεί, νιώθεις ότι θα μείνεις για πάντα. Το lifestyle του ΝΒΑ δεν το χωράει το μυαλό ενός ανθρώπου. Αυτόματα βρίσκεσαι παντού. Έρχεται η NIKE, χωρίς να έχεις συμβόλαιο μαζί της, σου λέει πάρε όποια και όσα παπούτσια θέλεις, πάρε όποια ρούχα χρειάζεσαι. Έχεις και ποσοστό από τις πωλήσεις της φανέλας, είναι όλα διαφορετικά.
Ξεκίνησα σε μερικά ματς βασικός, βρέθηκα απέναντι στον Pau Gasol και τον Zydrounas Ilgauskas, θεωρούσα ότι τα πήγαινα αρκετά καλά για τα δεδομένα τα δικά μου και της ομάδας. Περνούσα τέλεια στο Seattle, είχα φοβερή σχέση με τους συμπαίκτες μου, έκανα μάλιστα Πρωτοχρονιά στο σπίτι του Luke Ridnour, ο Ray Allen ήταν φοβερός τύπος, μιλούσε με τους πάντες με τρομερή απλότητα. Ο τύπος ξεκινούσε πολύ πριν φύγουν τα δυο λεωφορεία της ομάδας για το γήπεδο, πήγαινε τέσσερις ώρες πριν το ματς και έκανε μόνος του σουτ. Σε κάθε γήπεδο, σε κάθε πολιτεία.
Πολλή δουλειά, πολλή προπόνηση, φοβερές απαιτήσεις στο Seattle. Έπαιζες σε πέντε πόλεις σε οκτώ μέρες, αλλά ήταν και άλλο το επίπεδο του επαγγελματισμού. Αυτή είναι η διαφορά του ΝΒΑ από άλλες λίγκες. Φτάνεις στο αεροδρόμιο, παρκάρεις το αυτοκίνητο και ανεβαίνεις στο αεροπλάνο. Μπαίνεις, έχει να φας ό,τι θέλεις, βγαίνεις και πηγαίνεις στο δωμάτιό σου. Σου παίρνουν τις βαλίτσες και σου τις φέρνουν στο δωμάτιο, μπορείς να παραγγείλεις ό,τι θέλεις για να φας πριν τον αγώνα, το ίδιο και μετά το ματς. Δεν ασχολείσαι με τίποτα. Σου κάνουν μασάζ στο αεροπλάνο για τα back-to-back παιχνίδια που δεν υπάρχει χρόνος! Στις πρώτες business class θέσεις κάθονται οι παίκτες, είναι 20 θέσεις πολύ μεγάλες και πολύ άνετες. Στο δεύτερο μέρος κάθονται οι προπονητές και υπάρχουν και οι κλασικές οι economy θέσεις για τους υπόλοιπους, φροντιστές, γιατρούς, δημοσιογράφους”.
ΤΟ “ΚΟΨΙΜΟ”, Ο ΣΤΟΧΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΕΥΧΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟ CONCEPT ΤΩΝ SUMMER LEAGUES
Αφού αγωνίστηκε σε 13 παιχνίδια και είχε και τέσσερις συμμετοχές στη βασική πεντάδα των Sonics (απέναντι στους Cavaliers, τους Grizzlies, τους Mavericks και τους Nuggets), ο Γλυνιαδάκης “κόπηκε” στις 4 Ιανουαρίου του 2007, μία εβδομάδα πριν εκπνεύσει η διορία για να γίνει εγγυημένο το συμβόλαιό του μέχρι το τέλος εκείνης της σεζόν. Είχε πετύχει τον στόχο του, είχε παίξει στο ΝΒΑ και τότε βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο ερώτημα που χρειαζόταν μια ακόμη πιο κρίσιμη, αλλά κυρίως μια ψύχραιμη και ώριμη απάντηση. “Θα μείνω και θα επιμείνω ή θα γυρίσω στην Ευρώπη;” ρώτησε τον εαυτό του. Η απάντηση ήταν, πλέον, εύκολη κι αναμενόμενη.
“Δεν έγινε εγγυημένο το συμβόλαιό μου, είχαν το δικαίωμα να με κόψουν μέχρι τις 10 Ιανουαρίου, το έκαναν και έμεινα ελεύθερος. Ήξερα ότι ήταν 50/50 αλλά δεν περίμενα ότι θα με αφήσουν. Με ενημέρωσαν για την απόφασή τους, μου ζήτησαν να μείνω στο Seattle για λίγες μέρες, σκέφτονταν να με υπογράψουν ξανά, έκανα προπονήσεις μόνος μου και άρχισα να ψάχνω την επόμενη επιλογή μου. Δεν ήρθε κάτι άμεσα, γύρισα στο Albuquerque για να παίξω για τον επόμενο μήνα, ώστε να μπορούν να με βλέπουν στο παρκέ και τελικά πήγα στην Ιταλία για να παίξω με τη Βίρτους Μπολόνια στα playoffs. Εκεί κατάλαβα ότι, ναι, το πάλεψα όσο μπορούσα.
Έπαιξα το 2007 στο Summer League με τους Boston Celtics. Είχε μιλήσει ο GM με τον ατζέντη μου, του είχαν πει ότι θέλουν να με δοκιμάσουν, όμως πήγα εκεί και έπαιζα δυο λεπτά. Τα Summer Leagues είναι φτιαγμένα για τους μικρούς που έχουν συμβόλαιο και δεν παίζουν πολύ. Αυτό το έμαθα τότε. Είναι για τους παίκτες που έγιναν draft, οι υπόλοιποι δεν έχουν τύχη και δεν πρόκειται να παίξουν. Το έζησα, ήμουν σε ομάδες που έπαιρνα 30 λεπτά ανά αγώνα, ήμουν και σε αυτή που δεν έπαιζα καθόλου ή έπαιζα δυο λεπτά. Κατάλαβα ποιο είναι το concept. Έχεις δέκα μέρες να προετοιμαστείς και άλλες δέκα για να παίξεις. Έχεις να συναγωνιστείς όχι μόνο αυτούς που έχουν συμβόλαιο και εκείνους που έγιναν draft, αλλά και ακόμη 5-6 που στο μυαλό τους διεκδικούν μια θέση και είναι έτοιμοι να σε σκοτώσουν πρωί-βράδυ στην προπόνηση.
Κάθε κίνηση με έφερνε όλο και πιο κοντά στο ΝΒΑ
Δεν πληρώνεσαι για να παίξεις σε ένα Summer League, σου καλύπτουν όμως τα εισιτήρια και το φαγητό. Όταν τελείωσε η εμπειρία με τους Celtics, είπα εντάξει… Έκανα αυτό που πραγματικά ήθελα, έπαιξα στο ΝΒΑ, πήρα χρόνο συμμετοχής, βελτιώθηκα σαν παίκτης, ήμουν πλέον πιο έτοιμος και σωματικά και πνευματικά. Είπα μέσα μου “πάμε τώρα να βρούμε ένα συμβόλαιο για να παίξουμε μπάσκετ”. Και έτσι την έκλεισα την πόρτα. Στις ΗΠΑ είναι σημαντικό το timing. Από τη στιγμή που πηγαίνεις, έχεις μπροστά σου 1-2 χρόνια για να τα καταφέρεις. Στο ΝΒΑ πήρα χρήματα, αλλά στην ουσία χάλασα και αρκετά από την τσέπη μου για να είμαι στο NBDL. Ήταν όμως επιλογή μου, ήθελα πολύ να παίξω και δεν τώρα πια δεν το σκέφτομαι σαν λάθος.
Μπορώ να πω ότι ο Θανάσης Αντετοκούνμπο μου θύμισε τον εαυτό μου όταν τον έβλεπα να μένει εκεί και να παλεύει τόσο πολύ. Κακώς έμεινε τόσο, έπρεπε να φύγει νωρίτερα. Πρέπει να ξέρεις πως σε βλέπει η αγορά, πως την προκάλεσες εσύ να σε δει. Δεν μπορείς να περιμένεις πολύ, πρέπει να φύγεις κάποια στιγμή. Υπάρχουν χιλιάδες παίκτες που δεν τα καταφέρνουν, είναι σημαντικό να παίξεις στο ΝΒΑ, αλλά είναι ταυτόχρονα και πολύ δύσκολο. Εκεί είσαι τόσο αναλώσιμος, όσο είναι ένας franchise παίκτης. Σκέψου ότι ο Carmelo Anthony έγινε αναλώσιμος μετά από τόσα χρόνια σε αυτό το επίπεδο. Φαντάσου τι γίνεται με τους υπόλοιπους.
Αν δεν έπαιζα στο Seattle; Σίγουρα θα επέμενα. Ένιωθα ότι θα τα καταφέρω, έβλεπα ότι μπορώ να παίξω. Έβλεπα τα roster από τη 10η έως τη 15η θέση και έλεγα “γιατί αυτός και όχι εγώ;”. Το έβλεπα ότι μπορούσα, τους αντιμετώπιζα στο NBDL και τους κέρδιζα. Μπορούσα να σταθώ στον ρυθμό της Λίγκας, είχα καλά νούμερα, τα πήγαινα καλά στα veterans camp απέναντι σε καλούς και έμπειρους ψηλούς. Έβλεπα ότι κάθε κίνηση που έκανα με έφερνε όλο και πιο κοντά στο ΝΒΑ.
Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΦΙΛΑΘΛΟΥ, Ο ΝΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΤΟΥ ΚΙ Ο ΑΝΤΕΤΟΚΟΥΝΜΠΟ
Στην εποχή των social media, ο τυπικός Έλληνας μπασκετόφιλος βλέπει τον Ανδρέα σαν έναν μέτριο αθλητή που του χαρίστηκαν οι πάντες. Ο ίδιος ο Γλυνιαδάκης γελάει και εξηγεί πως δεν τον ενοχλεί ούτε στο ελάχιστο γιατί πάλεψε σκληρά για να ζήσει το όνειρό του, να ξεπεράσει τα όριά του και να διαψεύσει όσους βρέθηκαν απέναντί του. Θυμάται και μερικά αστεία σκηνικά από το Albuquerque, αλλά και από το Cleveland όπου συνάντησε τυχαία τον νονό του παππού του σε ένα κρητικό γλέντι. Λένε, άλλωστε, πως όποια πέτρα κι αν σηκώσεις έναν Έλληνα θα βρεις.
“Ο μέσος φίλαθλος έχει τη γνώση όσων πληροφοριών του παρέχει ένα site ή μια εφημερίδα. Δεν μιλάω για τα βασικά του μπάσκετ. Η γυναίκα μου, για παράδειγμα, νομίζει ότι αν βάλω δέκα πόντους, τα έχω πάει καλά. Δεν είναι όμως έτσι, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ο μέσος φίλαθλος πιστεύει ότι είναι εύκολο να βάλει ο καθένας δέκα πόντους, δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο άλλος πηγαίνει από το πρωί και σουτάρει επειδή είναι τρελός με αυτό που κάνει. Δεν με πειράζουν, λοιπόν, τα σχόλια του κόσμου γιατί δεν ξέρουν τι έχω περάσει, δεν ξέρουν τι έχω κάνει για να ζήσω όσα έχω ζήσει στην καριέρα μου.
Στο Cleveland συνάντησα τον νονό του παππού μου!
O Michael Cooper με έλεγε “Big Fat Greek”, αυτό ήταν το παρατσούκλι μου στο Albuquerque. Δεν με φώναζαν ούτε Ανδρέα ούτε Γλυνιαδάκη. Ποτέ και για κανέναν λόγο. Όλοι “Big Fella” με αποκαλούσαν. Ωραία πόλη το Albuquerque, βλάστηση μηδέν, ήλιος πολύς. Όλο ευθεία βγαίνεις στο Μεξικό. Πίνεις καφέ και περνάει το… κογιότ δίπλα σου! Τα σκοτώνουν για πλάκα, είναι τόσα πολλά. Πίνεις καφέ και είναι μπροστά σου ο ντόπιος με το 45άρι όπλο να κρέμεται από τη ζώνη του. Λες “που είμαι, τι γίνεται;”. Πήγα από το Albuquerque στο Detroit οδικώς, 22 ώρες δρόμο. Μου άρεσε πολύ αυτή η εμπειρία. Είχαμε ταξιδέψει με μία φίλη που είχα, ήταν μια οικογένεια που με πρόσεχε και εκείνη είχε έρθει για παρέα.
Φοβερή εμπειρία ήταν και οι ομογενείς, έκανα φίλους στο Detroit και μου έκανε εντύπωση το “δίκτυο” που έχουν σε όλη την Αμερική. Στο Cleveland βρήκα κάτι Κρητικούς, αλλά το πιο τρομερό είναι ότι συνάντησα τον νονό του παππού μου! Εντελώς τυχαία, σε ένα κρητικό γλέντι. Ο ατζέντης μου είναι από το Cleveland, τον είχα επισκεφθεί και έκανα και προπονήσεις εκεί. Και βρήκα τον νονό του παππού μου! Το 2007 ήταν 100 ετών! Έκανα παρέα με παιδιά που η μητέρα τους πήγαινε σχολείο με τον πατέρα μου στα Σφακιά, κρατήσαμε επαφή, από τα ωραία πράγματα που σου μένουν από το μπάσκετ.
Το lifestyle του ΝΒΑ, ο τρόπος ζωής ενός επαγγελματία μπασκετμπολίστα, τους τραβάει πολύ συχνά πίσω. Γι’ αυτό είναι τεράστιο αυτό που έχει καταφέρει ο Αντετοκούνμπο και όλοι αυτοί που γίνονται σήμερα σταρ. Ο Αντετοκούνμπο κάνει αυτό που δεν έχει κάνει κανείς του δικού του επιπέδου. Πήγε στο ΝΒΑ με μηδενικό background και κάθε χρόνο εκτοξεύεται όλο και περισσότερο. Ο αντίστοιχος παίκτης από το κολέγιο μπαίνει στο ΝΒΑ και αρχίζει να ξοδεύει, γυναίκες, party, κάποια στιγμή τελειώνουν τα λεφτά, τελειώνει το συμβόλαιο και γεια σας…
Η ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ ΣΤΟ ΖΕΣΤΑΜΑ ΚΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟΝ CHILDRESS
Για έναν επαγγελματία που λατρεύει τη δουλειά, το γεγονός ότι στο ΝΒΑ οι προπονήσεις είναι ελάχιστες, ήταν ένα… ζήτημα σοβαρό. Ο Ανδρέας Γλυνιαδάκης εξηγεί πως κάθε παίκτης ακολουθεί το δικό του πρόγραμμα στο ζέσταμα πριν από κάθε αγώνα, ενώ θυμάται τον Josh Childress τον οποίο γνώρισε στην Atlanta όταν παραλίγο να γίνουν συμπαίκτες στους Hawks.
“Στο ΝΒΑ δεν υπάρχει χρόνος για προπόνηση ανάμεσα στους αγώνες. Κάθε παίκτης δουλεύει τα στοιχεία που θέλει στο ζέσταμα του ματς. Θυμάμαι επίσης έναν τύπο να βάζει έξι υπολογιστές σε μία τεράστια τσάντα για να κάνει το scouting του αντιπάλου. Τους κουβαλούσε παντού μαζί του, έκοβε τα video, άνοιγε τον προτζέκτορα και τα έπαιζε στα αποδυτήρια. Σιγά μην έψαχνε video room, πάντα έβρισκε ένα μέρος για να δούμε τις φάσεις που μας είχε ετοιμάσει.
Στην Atlanta γνώρισα και τον Childress, όταν παραλίγο να πάρω το συμβόλαιο από τους Hawks. Ήταν καλός, ένας πραγματικά πολύ χρήσιμος παίκτης. Στον Ολυμπιακό είχε έρθει με δικό του coach και αυτό που μπορούσε να δώσει, το έκανε καλά. Πόντους στον αιφνιδιασμό, ριμπάουντ, σουτ βέβαια δεν έβαζε. Ήταν καλός παίκτης όμως. Είχα πετύχει και τον Σπανούλη, τα είχαμε πει στο πρωινό τη μέρα του αγώνα. Ακόμη θυμάμαι τους συμπαίκτες μου να μου λένε πως ο τότε προπονητής του, ο Jeff Van Gundy, είναι κάτι παραπάνω από τρελός και ο χειρότερος στο ΝΒΑ μακράν του δεύτερου. Όχι σαν προπονητής, σαν άνθρωπος. Τα χειρότερα μου έλεγαν. Γι’αυτό δεν βρήκε από τότε άλλο συμβόλαιο. Δεν τον ήξερα προσωπικά τον Βασίλη, δεν είχαμε σχέση, τα είπαμε λίγο πριν τον αγώνα”.
ΤΑ HIGHLIGHTS ΤΗΣ ΔΙΕΤΙΑΣ, Η ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΟΥΛ ΑΠΟ ΤΟΝ SHAQUILLE
Η διετία 2005-2007 άφησε αμέτρητες όμορφες, αλλά και κάμποσες δυσάρεστες αναμνήσεις στον Ανδρέα Γλυνιαδάκη. Τις περισσότερες στιγμές, βέβαια, τις θυμάται με νοσταλγία και θα έχει για πάντα να περηφανεύεται για όλο αυτό το ταξίδι που μια δεκαετία πριν ήταν σαφώς πιο δύσκολο από το να το κάνει κάποιος το 2018.
“Το ταξίδι στην Αμερική, τα δυο χρόνια μαζί φυσικά με τη συμμετοχή μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες, είναι πολύ έντονες αναμνήσεις στο μυαλό μου. Είναι δυο στόχοι ασύλληπτοι, είναι δυο πράγματα για τα οποία μπορώ να λέω ότι αισθάνομαι περήφανος. Ήταν κάτι που κατάφερα όταν κανείς δεν πίστευε σε εμένα. Αυτό ήταν και το έξτρα κίνητρο που είχα. Δυο χρόνια, από τα 18 έως τα 20 δεν έπαιζα, έκανα μόνο προπόνηση και ξαφνικά, λίγα χρόνια μετά έπαιξα στο ΝΒΑ γιατί το επέλεξα και το κυνήγησα, όχι γιατί… έτυχε. Μόνος τα κατάφερα, μόνος μου πάλεψα.
Δεν είχα ίνδαλμα, μου άρεσαν όμως ο Στόγιαν Βράνκοβιτς κι ο Ντίνο Ράτζα. Τον έβλεπα στα 16 μου να τα κάνει όλα. Από τους καλύτερους που είδα ποτέ, αν όχι ο καλύτερος. Έφυγε με 14 πόντους μέσο όρο από το ΝΒΑ για να έρθει στον Παναθηναϊκό. Θα θυμάμαι ότι μάρκαρα τον Tim Duncan, τον Dirk Nowitzki που έπαιζε μακριά από το καλάθι και ήταν ασταμάτητος. Θα θυμάμαι ότι έπαιξα με θρύλους όπως ο Allen Iverson, ο Kobe Bryant και ο LeBron James. Αντιμετώπισα και τον Shaquille O’ Neal όταν ήμουν στους Hawks, του είχα πάρει και φάουλ σε ματς προετοιμασίας.
Αντιμετώπισα και τον Shaquille, του είχα πάρει και φάουλ
Θα θυμάμαι ότι ανά τρεις μήνες άλλαζα πόλη, είχα όλες κι όλες δυο βαλίτσες πράγματα μαζί μου. Η αδελφή μου ήταν σε κολέγιο στην Καλιφόρνια, οπότε βρισκόμασταν και αυτό ήταν… κάτι. Ήταν έντονη εμπειρία, δεν μπορώ να πω ότι ήταν δύσκολη. Δεν σκέφτηκα να τα παρατήσω, το έκανα με όλη μου την καρδιά. Το highlight ήταν σίγουρα η στιγμή που υπέγραψα στους Seattle Supersonics. Κι όταν μου είπαν ότι θα παίξω πεντάδα για πρώτη φορά, όταν είδα απέναντί μου τον Ilgauskas. Απίστευτος, τεράστιος, του έβαλα όμως ένα καλάθι.
Έρχονταν Έλληνες και με έβλεπαν όπου έπαιζα, ήταν κι αυτό ένα ωραίο συναίσθημα. Τώρα, βέβαια, βλέπεις ότι ο Γιάννης γεμίζει τα γήπεδα με Έλληνες. Διαφημίζει την Ελλάδα με τον καλύτερο τρόπο και είναι αληθινό αυτό που βγάζει, το καταλαβαίνει ο κόσμος. Όσο για μένα, ό,τι έχω το οφείλω στο μπάσκετ. Του οφείλω πολλά και θέλω με κάποιον τρόπο να του τα δώσω πίσω. Παρόλα αυτά, δεν μου έχει χαριστεί ούτε ένα λεπτό συμμετοχής, ξέρω ότι έχω δουλέψει πολύ για να μη μου χαριστεί το παραμικρό εντός κι εκτός παρκέ. Είμαι πολύ ξεκάθαρος και πολύ συνειδητοποιημένος γι’ αυτό. Το μπάσκετ με βοήθησε και τώρα πρέπει να το βοηθήσω κι εγώ.
ΜΙΑ ΚΑΡΙΕΡΑ ΓΕΜΑΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ, ΤΑΞΙΔΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΗ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ
Μετά τη διετία στις ΗΠΑ, ο Γλυνιαδάκης έπαιξε κατά σειρά στην Ιταλία με τη Βίρτους Μπολόνια, στο Μαρούσι, τον Ολυμπιακό, στην Αστάνα του Καζακστάν, στη Λιθουανία με τη Λιέτουβος Ρίτας, στην Κύπρο με το ΑΠΟΕΛ, στην Τουρκία με τη Γκαζιαντέπ, στη Ρουμανία με τη Ροβινάρι, πέρασε από την Ελβετία για τα Λιοντάρια της Γενεύης, αγωνίστηκε στη Νέα Κηφισιά, τον ΠΑΟΚ την περσινή σεζόν και φέτος είναι στην Κύμη την οποία προσπαθεί να κρατήσει στη Stoiximan.gr Basket League.
Το καλοκαίρι του 2018 θα βγει στην αγορά για να βρει τον επόμενο σταθμό μιας καριέρας που είχε τεράστιες διακρίσεις όπως η συμμετοχή στο ΝΒΑ, ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή στο NBDL, δυο Ευρωλίγκες με τον Παναθηναϊκό (2000) και τον Ολυμπιακό (2012), μία συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και δυο χάλκινα μετάλλια με τις εθνικές Εφήβων (1998) και Ανδρών (2009). Εκτός όλων αυτών, ο Γλυνιαδάκης αναδείχθηκε πέντε φορές Πρωταθλητής Ελλάδας (1998, 1999, 2000, 2001 και 2012), έπαιξε σε δυο All-Star Games, κατέκτησε δυο Κύπελλα (2010, 2011), ήταν νταμπλούχος Καζακστάν το 2013 και Πρωταθλητής Κύπρου το 2013. Δεν ήταν ο επόμενος Hakeem, δεν προσπάθησε να μιμηθεί κάποιον, ήταν πάντα ο εαυτός του και πάντα νικητής.
Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που “μουλάρωσε” για να σπάσει το ταβάνι του και να… αναπνεύσει τον καθαρό αέρα του ΝΒΑ, αυτός είναι ο Γλυνιαδάκης. Το πείσμα του Σφακιανού seven-footer είναι το καλύτερο παράδειγμα που μπορεί να εξιστορήσει κάθε πατέρας στο παιδί του που κάνει τα πρώτα του βήματα στον αθλητισμό. Διότι ο Ανδρέας έφτασε στον προορισμό του επιλέγοντας να περπατήσει σε έναν κακοτράχαλο δρόμο που τον “τραυμάτισε”, αλλά ταυτόχρονα τον προετοίμασε γι’ αυτό που ακολούθησε.
Στο τέλος , ένιωσε το πιο όμορφο συναίσθημα.
Αυτό της επιτυχίας για το όνειρο που πραγματοποιήθηκε…