«Εξέτασε τον εαυτόν σου να γνωρίσεις ποιος είσαι» (Μ. Βασίλειος)
Σοφά και λυτρωτικά τα παραπάνω λόγια του Μεγάλου Βασιλείου. Γνώρισε δηλαδή την φύση σου ότι, το μεν σώμα σου είναι θνητό, η δε ψυχή σου αθάνατη. Διπλή υπόστασις. Η μία, η σάρκα, περνά γρήγορα και καταλήγει στο μνήμα, κι η ψυχή επιστρέφει στα ουράνια σκηνώματα. Γι’ αυτό προσοχή μη προσκολληθούμε στα επίγεια και φθαρτά και φθείροντα και χάσομε τα άφθαρτα και αιώνια.
Οι σκέψεις μας αυτές μας υπενθυμίζουν πολλές αγιογραφικές και αγιοπατερικές παραινέσεις, επί του προκειμένου, και τροπάρια της Εκκλησίας μας, αφιερωμένα ιδιαιτέρως σε οσίους πατέρες και οσίες μητέρες. Αναφέρομε σχετικά τα ακόλουθα: «Εν σοι Πάτερ (ή μήτερ) ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα, λαβών (ή λαβούσα) γαρ τον σταυρόν ηκολούθησας τω Χριστώ, και πράττων (ή πράττουσα) εδίδασκες υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ, επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου, διό και μετά αγγέλων συναγάλλεται, όσιε… (ή οσία) το πνεύμα σου». Μαρτυρίες και προτροπές για μια γνήσια χριστιανική ζωή χωρίς προσκολλήσεις στα φθαρτά και γήινα, και με την ακοίμητη φροντίδα και επιμέλεια της ψυχής «πράγματος αθανάτου». Τα γήινα, από υλικά αγαθά, από κάλλη και ομορφιές. Από εγκόσμιες δόξες και όποιες εξουσίες και αξιώματα, τα οποία και φθείρουν, παρέρχονται ανεπιστρεπτί και ως άνθη μαραίνονται.
Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε την αυτογνωσία, η οποία θεογνωσία όχι βεβαίως με άδεια χέρια, αλλά «λαβών γαρ τον σταυρόν ηκολούθησας των Χριστώ». Χωρίς τον σταυρόν δεν μπορούμε να γνωρίσομε και να ακολουθήσομε τον Χριστόν (Ματθ.11,3 και 16,24). Θα ενσκύψομε στον εαυτόν μας. Θα τον γνωρίσομε. Θα τον ενδοσκοπήσομε. Θα τον καθαρίσομε «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β’ Κορινθ. 7,1) δια του λουτρού της μετανοίας, Ιεράς Εξομολογήσεως, και της Ελεημοσύνης. Έπειτα απ’ αυτό, και με πολλή επιμονή, θα φθάσομε στην Θεογνωσία, στην εν Θεώ και διά Θεού σωτηρία. Ο Θεός διά του προφήτου Αμώς (5,4) μας καλεί: «Ζητήσατε τον Θεόν… ζητείτε το καλόν και όχι το κακόν διά να ζήσετε και είναι ούτως ο Θεός μαζί σας». Και, δια του προφήτου Ιερεμείου (2,109) ο Θεός επισημαίνει: «Γνώθι και είδε ότι πικρόν σοι το καταλοίπειν σε εμέ, λέγει ο Κύριος ο Θεός σου».
Διά της θεογνωσίας, και κατά συνέπειαν της ταπεινής ζωής, ο άνθρωπος σπεύδει σε αναζήτηση και γνώση – βίωση του Θεού (Θεογνωσία – Θεοβίωση), απαντώντας καταφατικά στο κάλεσμα πάλι του Θτού: «Και ζητήσατε Κύριον τον Θεόν υμών και ευρήσετε αυτόν, όταν ζητήσετε αυτός εξ όλης της ψυχής σου εν θλίψει στου» (Δευτερονόμιον 4,29)
Αλήθεια, νιώσαμε ποτέ την λαχτάρα του Δαβίδ «Ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω… Εδίψησέ η ψυχή μου ποσαπλώς σοι η σάρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλμ. 62,2); Μα, πριν απ’ αυτή την λαχτάρα έζησε έντονα και μακρόχρονα την αυτογνωσία και την ομολόγησε στον ίδιο τον Θεόν «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός» (Ψαλμ. 50,5). Και, πιο μπροστά (Ψαλμ. 31,5), έντιμα και αυτογνωστικά, θα πει «Την αμαρτία μου εγνώρισα και την ανομία μου ουκ εκάλυψα».
Μα, ποιος καλύπτει μια αρρώστεια του και δεν τρέχει στον κατάλληλο γιατρό να την ομολογήσει; Αν κάνει το αντίθετο, όχι μόνο θα μείνει αθεράπευτος, αλλά θα καταλήξει και σ’ αυτόν τον θάνατο. Και, όποιος δεν κατέφυγε με τα πείνωση και αυτογνωσία «εν μετανοία και εξομολογήσει» προς τον Θεόν, δεν πρόκειται να σωθεί, ούτε και η επί γης ζωή του να είναι ειρηνική και χαριτωμένη από τις Θείες δωρεές. Πάλι ο Δαβίδ ομολογεί την προς τον Θεόν καταφυγή του: «Κύριε, καταφυγή εγενήθης ημίν» (Ψαλμ.89,1) και στον ψαλμόν 90,9 θα πει «Τον Ϋψιστον έθου καταφυγήν σου».
Τελειώνοντας, θα ήθελα να έδινα πάλι τον λόγον στον Μέγα Βασίλειον, ο οποίος έκανε και την απαρχήν του γραπτού μας αυτού: «Η ακριβής γνώσις του εαυτού σου θα σε βοηθήσει αρκετά να συλλάβεις την έννοιαν του Θεού. Εάν δηλαδή προσέχεις τον εαυτόν σου, δεν έχεις ανάγκη να γνωρίσεις τον εαυτόν σου, διά μέσου των δημιουργημάτων του, αλλά στον εαυτόν σου, σαν μικρό διάκοσμο, θα αντιληφθείς την μεγάλη σοφία του Δημιουργού, που σε έπλασε».