Του Θ.Γ. Λουλουδάκη
«Και μη ξεχνάτε, το ποδόσφαιρο είναι μουσική»
Ύστερα από πενήντα, περίπου χρόνια, το φαινόμενο Γιάγκος εξακολουθεί να με απασχολεί.
Ο Γιάγκος είναι ένα από τα ελάχιστα καταφύγια ευτυχισμένων αναμνήσεων της ταραγμένης νιότης μου, καιταφύγια που συστηματικά χρειαζόμαστε εμείς οι κοινοί θνητοί.
Την δεκαετία του 1950, τα τέλη της δεκαετίας, ένα ποδοσφαιρικό αστέρι μεσουρανούσε στο γήπεδο των Χανίων.
Ήταν ο Γιάγκος.
Μ’ αυτό το χαϊδευτικό όνομα ήταν γνωστός ο Νεοχωρίτης ή Καινουργιοχωρίτης Γιάννης ;;ονουδάκης.
Ο Γιάγκος, αναμφίβολα, υπήρξε μοναδικός.
Αν τον κρίνεις με τα σημερινά ποδοσφαιρικά κριτήρια, έλεγες πως ήταν ένας ερασιτέχνης, αν όμως τον δεις κάτω από το πρίσμα μιας διαχρονικής ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας και με το έμπειρο μάτι του πιο απαιτητικού, τότε καταλήγεις με σιγουριά στο συμπέρασμα πως ο Γιάγκος ήταν μοναδικός.
Η Κρήτη και ιδιαίτερα οι Νομοί Χανίων και Ηρακλείου έχουν βγάλει πολύ μεγάλους ποδοσφαιριστές.
Ταλέντα αυτοφυή, αυτοδίδακτα, εντυπωσιακά και αυτοδημιούργητα.
Τα χάρηκαν, τα θαύμασαν, τα απόλαυσαν, μόνον όσοι είχαν την δυνατότητα να επισκέπτονται τα κρητικά Γήπεδα.
Την δεκαετία του 1950 το νησί μας ζούσε μια ιδιόμορφη κατάσταση.
Ζούμε μια εποχή απομόνωσης και στασιμότητας και η νεολαία αναζητούσε, όπως πάντα, είδωλα.
Ο ανταγωνισμός νέων και ηλικιωμένων ήταν καταλυτικός.
Ο «μπαλλαδόρος» ήταν για την συντηρητική κοινωνία ό,τι χειρότερο για ένα γονέα που φρόντιζε το μέλλον των παιδιών του και την αξιοπρέπεια την οικογενειακή.
Πολλά ταλέντα, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά σε όλες τις άλλες καλές τέχνες, έθαψε αυτή η νοοτροπία της δουλοπρέπειας που και σήμερα εμφανίζεται με τους ίδιους στόχους, αλλά με άλλες μορφές.
Ο Γιάγκος συγκρούστηκε μ’ αυτή την νοοτροπία, κυριολεκτικά την έφαγε στα μούτρα, αλλά βγήκε αλώβητος και τροπαιούχος νικητής.
Μεταξύ μας, κανένα κατεστημένο, κανένα πείσμα και καμμιά νοοτροπία δεν μπορεί να τα βάλει με τους φυσικούς νόμους που άλλοι λένε χάρισμα, άλλοι λένε ταλέντο και εννοούν τόσα πολλά.
Ο Γιάγκος, ο ποδοσφαιριστής του «Τάλω» δεν κατάφερε να φτιάξει ποδοσφαιρική σχολή.
Όμως με την σύντομη παρουσία του στα γήπεδα, απόδειξε πως το ποδόσφαιρο είναι δημιουργική, τέχνη, αποτελεί καλλιτεχνική δημιουργία που μπορεί να ξυπνήσει ευγενικά συναισθήματα ακόμη και στις ακαλλιέργητες μάζες, αλλά και στους πλέον αρτηριοσκληρωτικούς.
Με λίγα λόγια ήταν ένας ολοκληρωμένος και μοναδικός ποδοσφαιριστής.
Όσα χρόνια τον παρακολουθούσα, ποτέ, μα ποτέ, δεν θυμάμαι να του σφύριζε φάουλ κάποιος διαιτητής.
Και πότε; Όταν δεχόταν συστηματικά «κλαδέματα» καθ’ όλη την διάρκεια του παιγνιδιού.
Κλαδέματα που όμως ποτέ, μα ποτέ δεν είχαν πετύχει τον στόχο τους.
Ο Γιάγκος, μόνιμος κεντρικός επιθετικός, ήξερε πολύ καλά και κάθε δευτερόλεπτα τι γινόταν μπροστά, πίσω του, αριστερά, δεξιά του και γενικά σ’ όλη την έκταση του γηπέδου και παρατηρούσε τα πάντα χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
Εκείνο που τον έσωζε από τα «κλαδεφτήρια» ήταν η ταχύτητα, οι αιφνιδιαστικοί ελιγμοί και, προπαντός, το γεγονός πως στα ενενήντα λεπτά του παιγνιδιού, τουλάχιστον στα ογδόντα, ήταν ιπτάμενος.
Την μπάλλα δεν την κρατούσε ποτέ περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα στα πόδια του.
Την προωθούσε συρτά και με σιγουριά ενώ την ακολουθούσε από ψηλά, να της δώσει το τελικό χτύπημα που ήταν εντυπωσιακό.
Ένα «χορτάτο» μπουμ ακουγόταν σε όλο το γήπεδο που το ακολουθούσε το χαρακτηριστικό χαμόγελο των θεατών που ήξεραν κάθε φορά πως ο Γιάγκος την είχε κάνει την «ζημιά».
Κανείς ποδοσφαιριστής μέχρι σήμερα δεν ήξερε να κάνει οικονομία δυνάμεων όσο αυτός.
Ακόμη κανείς δεν χρησιμοποιούσε όλο το σώμα του και σ’ όλη τη διάρκεια του παιγνιδιού όσο αυτός.
Ποιος ήταν το μοναδικό του στυλ;
Όταν εξαπόλυσε την επίθεσή του, ήταν απολαυστικός.
Ο γιακάς της φανέλας του, χωρίς να τον έχει στερεώσει, ήταν πάντα ανασηκωμένος και καθώς ορμούσε νόμιζες πως έβλεπες Ρώσους χορευτές στις καλύτερές τους στιγμές.
Και κάτι ακόμη:
Ο Γιάγκος χρησιμοποιούσε το κεφάλι, τον ;;;;;; και τους ώμους συγχρόνως, για να καναλιάσει την μεγάλη του αγαπημένη, την μπάλα, για να ξεγελάσει τους αντιπάλους που συχνά ψάχνονταν σαστισμένοι κυττάζοντας πότε το χώμα και πότε τον ουρανό.
Κάποτε οι φίλοι μου, ο Λεφτέρης Καφάκης, ο ιδρυτής του «Ακράτητου» μαζί με τον Αλέκο Στυλιανάκη την αγάπη, η μασκότ της ομάδας, που έφυγε τόσο νωρίς, μου ανάθεσε μια υψηλή αποστολή:
Να φυλάσσω και να μαρκάρω τον Γιάγκο σ’ ένα φιλικό παιγνίδι με τον «Τάλω» που είχε συμφωνήσει ο αδιαφιλονίκητος Λεφτέρης, ο του «Ακράτητου» αρχηγός.
Ήμουν καλός τρέχτης, σεβόμουν τους αντιπάλους κι’ εκείνοι το ίδιο.
Όμως ούτε μια φορά δεν κατάφερα να τον μαρκάρω, όσο και αν τον είχα πλησιάσει, ποτέ δεν κατάφερα να εκτρέψω την πορεία της μπάλας απ’ αυτή που ο Γιάγκος είχε αποφασίσει, πιθανόν σε μια μυστική συμφωνία μαζί της, γιατί ίσως η μπάλα αγαπούσε περισσότερο τον Γιάγκο, απ’ όσο εκείνος αυτή.
Και ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, πριν πέντε, περίπου χρόνια, τον συναντώ στην Παλιά Πόλη στην παραλία, κοντά στο Τελωνείο.
Το είδωλο ήταν ζωντανό μπροστά μου κι’ εγώ έσπευσα να τον χαιρετήσω και να τον αγκαλιάσω, φανερά συγκινημένος, αδελφικά.
Γιάγκο, τον λόγο, μεταξύ άλλων, το ξέρεις πως συστηματικά οι αντίπαλοι αγωνίζονταν να σε «κλαδέψουν»;
Ναι, μου απαντά, αυτό μου έλεγε και η μητέρα μου.
Το ένστικτο της Μάννας γι’ άλλη μια φορά είχε λειτουργήσει σωστά.
Σήμερα ο Γιάγκος ολοζώντανος, παραμένει γαλήνιος, ολύμπιος, χαμογελαστός, ευγενέστατος, ;;;; και συγχρόνως αξιοπρεπής.
Κουβαλά την αίγλη και την αξιοπρέπεια εκείνου του ποδοσφαίρου που εκείνος του χάρισε εκείνη την εποχή.
Ένα Χανιωτάκι που μας έκανε να ονειρευόμαστε την μπάλλα, να ξεχνάμε τις πίκρες μας και να βλέπομε τα κυριακάτικα απογεύματα, ακόμη και με αισιοδοξία την ζωή.
Μας έπεισε πως το μέλλον έχει ποδόσφαιρο. Κι’ αυτό με κάποιες ζωηρές και υπέροχες αναμνήσεις από το παρελθόν.
Εδώ πάντα λέμε όλοι οι ποιητές δεν γράφουν τα ποιήματά τους με τα χέρια, υπάρχουν κάποιοι που τα γράφουν με τα πόδια. Κι’ αυτά παραμένουν στην αγιάτρευτη μνήμη μας και ας μη γράφτηκαν ποτέ στο χαρτί.
Και μην ξεχνάτε, το ποδόσφαιρο είναι μουσική.
Αν δεν την ακούτε, δεν φταίτε εσείς. Φταίει που δεν είδατε ποτέ, μεγάλους, πολύ μεγάλους ποδοσφαιριστές.