Οι συνεντεύξεις του είναι πολύ σπάνιες, αν και έχει παίξει σε περισσότερες από 60 ταινίες. «Το κλωτσοσκούφι», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη», «Η νύφη το ’σκασε», «Τα μπατιράκια», «Τα παιδιά της πιάτσας» είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά φιλμ που έχει πάρει μέρος ο Γιάννης Μαλούχος στο πλευρό της Αλίκης, του Βέγγου, του Αγκόπ, του Μανέλλη, της Βασιλειάδου, του Σταυρίδη.
Το πρόσωπό του είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα στο θέατρο και στον κινηματογράφο, καθώς μετράει πάνω από πέντε δεκαετίες συνεχούς καλλιτεχνικής δράσης.
Λίγο πριν εκδοθεί η αυτοβιογραφία του, ο Γιάννης Μαλούχος, που κατάγεται από το Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, μιλά στην «Espresso» και μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη σχέση της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξή του
Τελικά είστε γεννημένος το ’32 ή το ’34;
Είμαι γεννημένος το 1932. Είμαι, δηλαδή, 87 ετών. Ο αδελφός μου Βασίλης είναι δύο χρόνια μικρότερος από μένα.
Πού γεννηθήκατε;
Κοντά στη Δημητσάνα. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος. Πριν αποκτήσει οικογένεια, για πολλά χρόνια δικηγορούσε στην Αγιάσο της Λέσβου. Οταν γνώρισε τη μάνα μου εκεί, την παντρεύτηκε και επέστρεψε στη Δημητσάνα. Στο χωριό οι παππούδες μου είχαν το μεγαλύτερο καφενείο, το οποίο σήμερα έχουμε δώσει προίκα στην κόρη μας. Με τη μάνα μου απέκτησε τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Ηταν καλά, μέχρι που σκότωσαν τον πατέρα μου στην Κατοχή. Χωρίς καμιά δίκη, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους 11 συμπολίτες του. Λίγο πριν τον εκτελέσουν, ο πατέρας μου το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει σπαρακτικά ήταν: «Τα παιδιά μου, τα παιδιά μου. Τι θα γίνουν τα παιδιά μου;»
Εγώ ήμουν 12 χρόνων παιδί και τα θυμάμαι όλα. Μάλιστα, δεν μας είχαν πει ότι τους είχαν εκτελέσει και κάθε εβδομάδα έρχονταν στο σπίτι και μας έλεγαν: «Ο μπαμπάς σας ζει. Φέρτε του ρούχα και τρόφιμα. Τον έχουμε στις φυλακές». Κι εμείς για δύο ολόκληρα χρόνια ζούσαμε με το σκεπτικό ότι ζει και θα γυρίσει στο σπίτι μας. Για να μαζεύουμε χρήματα και να του αγοράζουμε ρούχα και τρόφιμα, πηγαίναμε σε συναυλίες και σε διάφορα στέκια. Και εκείνοι τα έδιναν στους προδότες, τους δικούς τους.
Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Οταν έφυγαν τα στρατεύματα και οι ελασίτες, και μας έδωσαν ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο, όπου ζούσαμε. Εγώ το πρωί πουλούσα τσιγάρα και το βράδυ πήγαινα σε νυχτερινό σχολείο για να τα βγάζω πέρα. Μετά, η επόμενη δουλειά που έκανα για να επιβιώσω ήταν σε δικηγορικό γραφείο. Κουβαλούσα φακέλους. Επειτα, σε γραφείο πολιτικού μηχανικού. Είχα πολλές περιπέτειες. Με εκμεταλλεύτηκαν πολλοί όταν ήμουν στην εφηβεία και ανέβηκα μεγάλη ανηφοριά στη ζωή μου.
Η υποκριτική πώς μπήκε στη ζωή σας;
Από την ηλικία των 12 ετών είχα μανία με τον Καραγκιόζη και το θέατρο. Εκεί, λοιπόν, στο υπόγειο του σπιτιού μου είχα δημιουργήσει μια πρόχειρη σκηνή και έπαιζα σκετσάκια. Το ίδιο έκανα και στο σχολείο. Επαιζα παντού θεατρικά σκετσάκια. Οταν τέλειωσα το σχολείο, γράφτηκα στη σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη. Βγήκαμε από εκεί εγώ, ο Σταύρος Παράβας, ο Ορφέας Ζάχος, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Γιώργος Κωνσταντίνου. Σπουδαίοι συνάδελφοι και καλά παιδιά.
Ποιος ήταν ο πρώτος ρόλος σας;
Τότε, προκειμένου να βγάζουμε τα προς το ζην, ψάχναμε να βρούμε κανένα ρολάκι σε ταινίες για να μας χαρτζιλικώσουν. Εκανα κάτι ρολάκια στην αρχή της καριέρας μου, στα οποία έλεγα μια ατάκα μόνο. Δούλεψα πολύ και σε μπουλούκια σε όλη την Ελλάδα. Ομως η ταινία που με έκανε γνωστό ήταν «Η Αλίκη στο Ναυτικό».
Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Την εποχή που έπαιζα στα μπουλούκια έγραφα και γράμματα στον Αλέκο Σακελλάριο επειδή τον θαύμαζα. Τον είχα γνωρίσει από τον αδελφό μου, τον Βασίλη, που ήταν δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Αθηναϊκή». Στην εφημερίδα δούλευε και ο περίφημος Αρχέλαος, που έκανε υπέροχα σκίτσα. Εκανε και το δικό μου ως γελοιογραφία και με έκανε ευρέως γνωστό. Με πήρε, λοιπόν, ο Σακελλάριος για την «Αλίκη στο Ναυτικό».
Εκεί που τη γυρίζαμε, όμως, πάγωσαν τα γυρίσματα για έναν μήνα λόγω της Αλίκης. Είχαν τσακωθεί με τον Σακελλάριο γιατί δεν της άρεσε το καστ. Ούτε εμένα ήθελε. Για τον ρόλο μου ήθελε τον Νίκο Ρίζο. Ο Σακελλάριος, λοιπόν, επέμεινε και της είπε: «Δεν πειράζει, Αλίκη, μην παίξεις στην ταινία. Θα βάλω μια νέα κοπέλα που θα παίζει όλο πλάτη κι εσύ δεν θα φαίνεσαι καθόλου». Και η Αλίκη έφυγε. Τους τα ξαναβρήκε, βέβαια, ο Φίνος.
Παίξατε σε αρκετές ταινίες με την Αλίκη. Τι άνθρωπος ήταν;
Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Ομως δεν έβαζε κανέναν μπροστά από τον εαυτό της. Ηταν σταρ. Ομως για μένα δεν ήταν ούτε Λαμπέτη ούτε Μανωλίδου. Ηταν μέτρια ηθοποιός. Στις πιο «ελαφριές» ταινίες τα κατάφερνε καλά. Γιατί και έπαιζε και τραγουδούσε και χόρευε. Εγώ τα πήγαινα εξαιρετικά με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μοναδικός χαρακτήρας και ευθύς. Αντιστάρ.
Η Αλίκη τα πήγαινε καλά με τον Δημήτρη;
Η Αλίκη δεν τον πολυήθελε τον Δημήτρη. Παντρεύτηκε μαζί του για να κάνει ένα παιδί. Το μυαλό της Αλίκης δούλευε αλλιώς: Ηθελε δίπλα της ανθρώπους να είναι υποδεέστεροι από εκείνη. Τον Δημήτρη τον έβλεπε περισσότερο ως συμμαθητή της, ως συνάδελφό της, παρά ως σύζυγό της. Ο Δημήτρης ήταν ένα παιδί πολύ αξιόλογο, που κοίταζε μόνο τη δουλειά του και ήθελε ηρεμία.
Δουλέψατε πολύ και με τον Βέγγο…
Ο Θανάσης μπορεί να μην είχε τεράστια εκπαίδευση και κατάρτιση, ήταν όμως ένας αυτοδίδακτος τεράστιος ηθοποιός. Είχε γαλουχηθεί από σπουδαίους ανθρώπους, όπως ήταν ο Νίκος Κούνδουρος. Ηταν απόλυτα τελειομανής.
Παίξατε και με τον Δημήτρη Χορν…
Το παίξιμο του Χορν ήταν κάτι μοναδικό. Παίξαμε δύο τρεις σεζόν μαζί. Είχε πολύ χιούμορ. Μια μέρα μετά την πρόβα μού λέει: «Πάμε στο σπίτι να σου κάνω το τραπέζι». Στο Σύνταγμα, καθώς πηγαίναμε σπίτι του με το αμάξι του, σε ένα φανάρι όπου είχαμε σταματήσει κάποια κοριτσόπουλα και αγόρια μάς αναγνώρισαν και μας χτύπησαν το τζάμι. Κατεβάζει το τζάμι από το παράθυρο ο Χορν και τους λέει με ύφος: «Ο κύριος Μαλούχος και ο σοφέρ του». Και πέσαμε κάτω από τα γέλια.
Με ποιον από τους συναδέλφους σας ήσασταν πιο κοντά;
Ημουν πολύ φίλος με τον Βαγγέλη Σειληνό. Τότε ο Βαγγέλης έπαιζε σε όλες τις ταινίες του Φίνου λόγω του Δαλιανίδη. Εγώ τον Δαλιανίδη τον γνώριζα από τη Θεσσαλονίκη. Ομως εμένα δεν μου είχε συμπάθεια…
Ο Βουτσάς, ας πούμε, είχε μεγάλη τύχη. Γιατί γνώριζε από τη Θεσσαλονίκη τον Δαλιανίδη και τον υποστήριξε σε όλες τις ταινίες. Εγώ όταν έκανα την τεράστια επιτυχία με την «Αλίκη στο Ναυτικό», αποφάσισα να φύγω από τον Φίνο λόγω Δαλιανίδη. Δεν με ήθελε, παρόλο που μου έλεγε ο Σειληνός: «Ασε και θα του μιλήσω εγώ». Αλλιώς, σε όλες τις ταινίες στη θέση του Βουτσά θα ήμουν εγώ.
Ο Σακελλάριος δεν μπορούσε να επηρεάσει τον Φίνο;
Ο Σακελλάριος μου έλεγε: «Περίμενε και θα δουλέψουμε μαζί. Μην ανησυχείς, εγώ θα σε βοηθήσω». Ομως εγώ έπρεπε να δουλέψω, γιατί είχα οικογένεια πίσω μου. Ετσι πήγα σε άλλες κινηματογραφικές εταιρίες. Του Αλέκου τού οφείλω πολλά. Απλώς, εμένα με «έφαγε» ο Δαλιανίδης.
Αποκτήσατε χρήματα από την υποκριτική τέχνη;
Δεν έγινα πλούσιος. Ομως μπόρεσα και σπούδασα τα δύο παιδιά μου και είχα μια άνετη ζωή. Η κόρη μου έγινε ηθοποιός και ο γιος μου έχει σπουδάσει μουσικός και βρίσκεται στη Βιένη. Δεν ήπια ποτέ ποτά, δεν ξέρω τι πάει να πει τζόγος και γενικά ήμουν πάντα αφοσιωμένος στην οικογένειά μου.
Σταματήσατε νωρίς…
Με σταμάτησε το επάγγελμα. Αρρώστησα. Ανέβαζα παλμούς. Εκανα αρκετά δικά μου πράγματα στο Ωραιόκαστρο και κάποια στιγμή είπα: «Ως εδώ. Αρκετά δούλεψες από πιτσιρίκι». Στην αυτοβιογραφία μου τα λέω όλα. Εφταιξα και εγώ σε πολλά πράγματα που δεν έγινα πρωταγωνιστής. Θα μπορούσα. Ομως δεν έβαζα νερό στο κρασί μου. Ημουν τίμιος και ηθικός. Και έβαλα την τελεία που έπρεπε στην ιστορία μου.