Του Γιάννη Αμαριανάκη
Μετά και τις επιτυχίες τριών νέων ανθρώπων που ξεκίνησαν από την Ελλάδα πολλοί σπεύδουν να πουνε ότι πρέπει περίπου να αισθανόμαστε ενοχοι αν νοιώθουμε και εμείς περήφανοι για τις επιτυχίες τους. Λένε ότι οι επιτυχίες τους δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα ούτε με κανέναν Έλληνα. Όμως εγώ διαφωνώ.
Εγώ νοιώθω περήφανος.
Νοιώθω περήφανος γιατί ο Αντετοκούμπο, ένα παιδί μεταναστών, υπό αντίξοες συνθήκες στην Ελλάδα της κρίσης, με ένα εχθρικό κράτος απέναντί του και με μοναδική στήριξη την οικογένειά του αλλά και τον κοινωνικό του περίγυρο, από τους φίλους του στη γειτονιά μέχρι τους δάσκαλούς του και τους προπονητές του, έφτασε από το να πουλά παράνομα cd στους δρόμους της Αθήνας να διεκδικεί τον τίτλο του MVP στο καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ στον κόσμο, στο ΝΒΑ.
Ο Αντετοκούνμπο, αν και οι ρίζες του είναι από τη Νιγηρία, νοιώθει περήφανος για την πατρίδα του την Ελλάδα. Νοιώθει περήφανος που μεγάλωσε σε μία χώρα που δε συνάντησε μόνο μίσος αλλά και πολύ αγάπη και στήριξη από απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που τον αγκάλιασαν αυτόν και την οικογένειά του και τον βοήθησαν στα πρώτα βήματά του.
Είμαι λοιπόν περήφανος κι εγώ για τις επιτυχίες του Αντετοκούνμπο, γιατί νομίζω αντικατοπτρίζει κατ’ ένα τρόπο και ότι καλύτερο υπάρχει μέσα στην ελληνική κοινωνία, τους ανθρώπους αυτής της κοινωνίας που σε κάνουν να είσαι περήφανος που είσαι Έλληνας, τους ανθρώπους που έχουν ανθρωπιά, τους Έλληνες ανεξαρτήτως χρώματος και καταγωγής.
Είμαι περήφανος που ο Λάνθιμος έχει καθιερωθεί στη μεγαλύτερη βιομηχανία του θεάματος, το Χόλιγουντ, και το κατάφερε αυτό παραμένωντας πιστός σε ένα πολύ προσωπικό του ύφος, που εκφράζει όμως ταυτόχρονα και ένα καλλιτεχνικό ρεύμα, που συνδέεται με την Ελλάδα της κρίσης και με τις ανησυχίες μιας γενιάς που πλέον πλησιάζει τα 40 αλλά ζει τα πιο δημιουργικά της χρόνια μέσα στην κατάχνια των μνημονίων, της λιτότητας, της φτώχιας, ιδεών και πολιτικών.
Ο Λάνθιμος αυτή τη στιγμή μεγαλουργεί παγκοσμίως, χιλιάδες άλλοι δημιουργικοί άνθρωποι έφυγαν στο εξωτερικό, όμως πίσω τους έχουν μείνει πολλοί. Η επιτυχία του αντικατοπτρίζει και σε μια σειρά καλλιτέχνες, μουσικούς, σκηνοθέτες, φωτογράφους που αποτυπώνουν μία Ελλάδα δημιουργική, ελπιδοφόρα, αρκετά σκοτεινή γιατί σκοτεινό είναι το παρόν που ζούμε, αλλά παθιασμένη και τρομερά ταλαντούχα. Η Μαίρη Τσιώνη, η πρωταγωνίστρια του Κυνόδοντα μπορεί να πέθανε νωρίς, όμως ο Λάνθιμος συνεχίζει.
Και είναι λόγος να νοιώθω υπερήφανος που υπάρχει και αυτή η Ελλάδα που ενίοτε σκοτώνει τα παιδιά της, αλλά κάποια διαφεύγουν από τα νύχια της και κάποια λάμπουν παγκοσμίως προβάλλοντας μέσω του έργου τους και μία εικόνα της Ελλάδας που φωτίζει.
Είμαι περήφανος για τον Τσιτσίπα, ένα νέο άνθρωπος μόλις 19 χρονών ο οποίος καταρρίπτει όλα τα στερεότυπα σχετικά με τους Έλληνες. Ελληνορωσικής καταγωγής αφού η μάνα του έχει καταγωγή από Ρωσία και ο πατέρας του από Καρδίτσα, με τον παππού του να είναι ήρωας του ποδοσφαίρου στη Σοβιετική Ένωση, αφιερώθηκε σε αυτό που αγαπούσε, έζησε με στερήσεις και πλέον μεγαλουργεί σε ένα άθλημα που η Ελλάδα δεν έχει παράδοση και δεν είχε ποτέ τη στήριξη που έπρεπε παρά μόνο από την οικογένειά του.
Ο πατέρας του αφοσιώθηκε σε αυτόν όπως και η μητέρα του, ενώ οικονομικά τον στήριξαν και άλλα μέλη της οικογένειας. Κατ’ ένα τρόπο, η πορεία του αντικατοπτρίζει και την πραγματικότητα μίας Ελλάδας που το κράτος είναι απών, και τη θέση του πολλές φορές παίρνει η οικογένεια. Όμως αυτό το ίδιο κράτος που απέχει και βάζει εμπόδια σπεύδει διαρκώς να αδράξει τους καρπούς του αγώνα των ανθρώπων. Πριν από τον Τσιτσίπα υπήρχε η Κορακάκη, αλλά και ο Πετρούνιας.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι σύμβολα της υπέρβασης και των απλών ανθρώπων ενάντια σε ένα κράτος που διαρκώς αποτυγχάνει να αναγνωρίσει το ταλέντο και να στηρίξει τους νέους ανθρώπους να φτάσουν εκεί που τους επιτρέπουν οι δυνατότητές τους. Είναι τα σύμβολα των πολλών δυνατοτήτων μίας χώρας και των ανθρώπων της που βυθίζονται από τις βαθιές οικονομικές και εξωτερικές εξαρτήσεις, αλλά και από την χρόνια ανικανότητα πολιτικών και γραφειοκρατών να πράξουν τα αυτονόητα: να στηρίξουν όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους να δώσουν τον αγώνα τους, να εργαστούν και να πετύχουν στον τόπο που γεννήθηκαν, και μαζί με την επιτυχία τους να βοηθήσουν μια ολόκληρη χώρα και τους πολίτες αυτής της χώρας, να σηκωθεί λίγο πιο ψηλά.
Το γεγονός ότι ο Τσιτσίπας, όπως και ο Πετρούνιας αλλά και η Κορακάκη, το κάνουν αυτό παραμένοντας μετριοπαθείς και προσγειωμένοι αποτελεί και ένα παράδειγμα προς μίμηση σε μία χώρα που πολλές φορές μοιάζει να υπερισχύει αυτός που μπορεί να φωνάξει πιο δυνατά, ή αυτός που έχει τις κατάλληλες γνωριμίες και τους κύκλους, κομματικούς, αριστερούς ή δεξιούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, όχι όμως ο πιο ικανός. Φωτίζουν την αναγκαιότητα για μια επανάσταση του αυτονόητου. Και γι’ αυτό εγώ νοιώθω περήφανος που είναι και αυτοί Έλληνες, αυτοί που υπερισχύουν με την ικανότητά τους και φωτίζουν σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο αυτοί που φωνάζουν για να υπερισχύσουν, όχι μόνο αυτοί που ξέρουν να φωνάζουν και να απαιτούν σκυφτά κεφάλια στα ψίχουλα που πετούν, και σκύβουν το κεφάλι στους ισχυρούς.
Είμαι λοιπόν περήφανος για τις επιτυχίες τους, γιατί η Ελλάδα είναι και η δικιά μας χώρα, είναι και η χώρα του Αντετοκούνμπο, του Τσιτσίπα, του Λάνθιμου, και δεν τους την δίνω.