Καημό το είχε. Μαράζωνε…
Έβλεπε να κόβουν άλλα λουλούδια πρωί-πρωί, τη Μεγάλη Παρασκευή και την έπνιγε το παράπονο. Έγερναν τα άνθη της και έσκυβαν τόσο από ντροπή, που πληγώνονταν από τα αγκαθάκια της. Ούτε μια φορά… ούτε μια φορά δεν την διάλεξαν, δεν την έκριναν άξια να ακουμπίσει, με άλλα λουλούδια στον επιτάφιο.
Δεν εντυπωσίαζε, δεν προκαλούσε αίσθηση όπως «ευγενή» άνθη, αλλά δεν συναγωνιζόταν ούτε τα αγριολούλουδα που η άνοιξη, αφειδώλευτα, τους χαρίζει ποικιλοχρωμία και χάρη. Μια αγριοτριανταφυλλιά ήταν, μόνο! Βρισκόταν φυτεμένη σιμά σε φράχτη, που αγκάλιζε, γαντζωμένη πάνω στις πέτρες του. Οι μόνοι φίλοι, από τα λουλούδια του κήπου, ήταν μερικοί κρίνοι, προορισμένοι να στολίζουν –όσο υπάρχουν– σπίτια και ναούς.
Την παρηγορούσαν, λέγοντάς της πως, όταν κόβεται ο βλαστός, τα λουλούδια νοιώθουν πόνο. Η αγριοτριανταφυλλιά, όμως εγνώριζε πολύ καλά, ότι ο πόνος ψυχής είναι πιο αιχμηρός. Εγνώριζε πως, η απαξίωση επλήγωνε πιο πολύ από ένα κόφτη, ένα ψαλίδι ή μαχαίρι, κόβοντας ένα τρυφερό ή αγκαθωτό βλαστό. Η απόρριψη φέρνει και ντροπή! Δεν παρηγοριόταν. Ό,τι και αν άκουγε από τα κρίνα, της φαινόταν ανόητο. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη θέση της. Αυτά, πριν το τέλος της ζωής τους, είχαν την ευκαιρία να στολίζουν εκκλησίες και σπίτια, πέρα από κήπους. Ήταν κάτι σαν ιερά λουλούδια, αφού είχαν και την ευλογία της Παναγίας, κατά την παράδοση.
Η αγριοτριανταφυλλιά υπέφερε πολύ, αλλά δεν απέκλειε και μια πιθανότητα «θαύματος», χάρη σε μια μικρή, αληθινή φίλη. Το κοριτσάκι της οικογένειας – που ανήκε ο κήπος – έπαιζε, με τις ώρες, κοντά στον φράχτη που βρισκόταν εκείνη. Ακουμπούσε την κούκλα στα κλαδιά της, τοποθετούσε άλλα παιχνίδια δίπλα και, όταν της διηγόταν παραμυθάκια, μέσα από εικόνες, χαϊδεύοντας τα άνθη που και που, η αγριοτριανταφυλλιά χαιρόταν πολύ. Κάποιος της έδινε σημασία. Κάποιος την πρόσεχε και ίσως την αγαπούσε κιόλας. Άρχισε να ελπίζει πως θα μπορούσε να γίνει το όνειρό της πραγματικότητα. Ίσως, το κοριτσάκι, που έδειχνε να νοιάζεται για την ύπαρξή της, να πραγματοποιούσε το όνειρο, που λάτρευε, απελπισμένα.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν η προσευχή της. Παρακαλούσε τον Θεό να την βοηθήσει να διώξει τα αγκαθάκια από τους βλαστούς της, γιατί πίστευε πως εμπόδιζαν να την ακουμπίσει κάποιος. Κάθε πρωί, όμως, τα έβλεπε στη θέση τους.
Μέσα στον Απρίλη, οι κήπος γέμισε ευωδιές από τα κάθε λογής, ανθισμένα λουλούδια. Υπήρχαν στο χώμα, σε γλάστες, σε ζαρντινιέρες. Υπέροχα άνθη που έδειχναν συνηθισμένα, σε καλοπέραση. Φροντισμένα, περιποιημένα, πανέμορφα. Το μεθυστικό άρωμα του γιασεμιού και τα εκατόφυλλης τριανταφυλλιάς – βασίλισσας του κήπου – ξεχώριζαν μέσα στα άλλα αρώματα. Το μόνο παραμελημένο φυτό ήταν η αγριοτριανταφυλλιά μας: Η φύση της χάρισε φυσική δύναμη και άντεχε τις δυσκολίες μα, φάνηκε φειδωλή σε πιο ελκυστικές ιδιότητες…
Πλησίαζε η Μ. Εβδομάδα και άρχισε να αγωνιά πολύ, για την τύχη της. Το κοριτσάκι δεν έπαψε να της κάνει συντροφιά τις ημέρες με λιακάδα, ούτε σταμάτησε να διηγείται παραμυθάκια και ιστοριούλες. Τώρα, της χαμογελούσε περισσότερο και αυτό έκανε εντύπωση στην αγριοτριανταφυλλιά. Αναρωτιόταν, τι να εσήμαινε αυτό το χαμόγελο. Όσο πλησίαζε η μεγάλη ημέρα, η αγωνία περίσσευε. Άρχισε να κλαίει πολύ. Φοβόταν πως και τούτη τη φορά, θα πέθαιναν τα άνθη της πάνω στο φράχτη, χωρίς να αξιωθούν την ευλογία που πρόσμενε.
Το πρωινό της Μ. Παρασκευής, η οικογένεια κατέβηκε στον κήπο, για την καθιερωμένη περισυλλογή λουλουδιών, που θα στόλιζαν το μέγιστο σύμβολο της θρησκείας μας, μαζί με άλλα. Έκοψαν κρίνα, άσπρα τριαντάφυλλα μισόκλειστα, γαρδένιες και προσπέρασαν το λουλούδι του φράχτη. Το κοριτσάκι στάθηκε αντίκρυ της και, κοτάζοντας την λυπημένα, έβγαλε θυμωμένη αντίδραση. «Θέλω αυτά», φώναξε. «Θέλω από το δικό μου» επέμενε, σφίγγοντας τα χειλάκια, πεισμωμμένα. «Θα αγκυλωθείς», απάντησαν οι γονείς. «Δεν κάνει για στολισμό»… Άκουσε η αγριοτριανταφυλλιά και ένοιωσε ανάμεικτα συναισθήματα. Όρθωσε τα λυγερά κλαδιά, ανασήκωσε τα άνθη που ζωήρεψε το χρώμα τους η ελπίδα και έκλαψε πολύ από αγάπη και χαρά. Η αγνή ψυχούλα ενός παιδιού μπορούσε να νοιώσει τη δική της ψυχή. Μούσκεψαν από τα δάκρυα μέχρι και τα αγκαθάκια της. Δεν αγκύλωναν πια τα ροζ πέταλά της, καθώς έσκυβαν τα λουλουδάκια της, για να ζητήσει να γίνει πραγματικότητα το τάμα της. Ζήτησε – τι άλλο – να στολίσει με τα άνθη της και αυτή τον επιτάφιο και μετά να μαραθεί ολόκληρη. Να γίνει ένα κούτσουρο ξερό…
Το κοριτσάκι, με τη βοήθεια της μητέρας, έφτιαξε μια ολοδρόσερη ανθοδέσμη και τα χεράκια ακουμπούσαν σε μίσχους βελουδένιους. Απόρησαν οι δικό της, πώς λείαναν, τόσο πολύ, οι βλαστοί της. Η αγάπη έκανε το θαύμα της. Πρόσφερε, η μικρή, αγάπη στο λουλούδι και εκείνο αντεπέδωσε διπλή και τριπλή. Δεν θα έπαυε να είναι αγριοτριανταφυλλιά, ποτέ. Θα ένοιωθε, όμως, υπερηφάνεια, γιατί αξιώθηκε να ευλογηθεί, να τιμηθεί μια μεγάλη, ιδιαίτερη ημέρα, μαζί με πολλά άλλα λουλούδια. Γιατί και αυτή βοήθησε, με τις δικές της δυνάμεις, να γίνει ο ολόλευκος επιτάφιος με ροζ διάσπαρτα ανθάκια, σωστός πίνακας. Στο «αι γενεαί πάσαι» ένοιωσαν μια γλυκιά θαλπωρή αλλά και ευχάριστη αίσθηση συντροφικότητας ανάμεσα σε τόσα όμορφα λουλουδένια στολίδια. Η ευτυχία απερίγραπτή. Η συγκίνηση βαθειά. Η δικαίωση – χωρίς αμφιβολία – δυνατή. Δίπλα σε άλλα άνθη θα μαραίνονταν αυτά της αγριοτριανταφυλλιάς, ταγμένα όλα σε ιερό σκοπό. Πάντως, κούτσουρο δεν έγινε, ποτέ…
Νεφέλη Ευαγγέλου