Ο πολιτικός γάμος έχει μπει πια για τα καλά στη ζωή μας, ιδιαίτερα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Το τελευταίο διάστημα, όμως, ο πολιτικός γάμος δεν είναι επιλογή μόνο για «φτωχούς» αλλά και για πλούσιους, αφού μετατρέπεται ακόμα και σε τουριστικό προϊόν. Μέσα σε αυτό το κλίμα, κάθε προσπάθεια περιορισμού του (με τεχνικά ή γραφειοκρατικά εμπόδια) μοιάζει όχι μόνο οπισθοδρομική αλλά και εκ των προτέρων αποτυχημένη, όπως γράφει σε ρεπορτάζ της η Καθημερινή.
Οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν τους θρησκευτικούς μόλις το 2012, όταν μεταξύ των 49.705 γάμων που πραγματοποιήθηκαν το συγκεκριμένο έτος, οι 25.725 (51,8%) τελέστηκαν στα δημαρχεία και οι 23.980 (48,2%) στους ναούς.
Τα επόμενα χρόνια οι πολιτικοί γάμοι διατηρούν το ελαφρύ προβάδισμα έναντι των θρησκευτικών τελετών, με ποσοστά που κυμαίνονται από λίγο πάνω από το 50% έως το 52,1% (2016).
Χρειάστηκαν, βέβαια, πολλά χρόνια για να διαδοθεί ο πολιτικός γάμος στη χώρα μας. Στην Ελλάδα θεσπίστηκε ιδιαίτερα καθυστερημένα. Το σχετικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 22 Μαρτίου 1982, αλλά μέχρι και το 1991 ήταν μικρό το ποσοστό των ζευγαριών που τον επέλεγαν (μόλις 8,9%).
Ακόμα και το 2001 λιγότεροι από ένας στους πέντε παντρεύονταν στο δημαρχείο (17,8%). Η έκρηξη της οικονομικής κρίσης το 2009 έδωσε το σήμα για μια μαζική στροφή προς τον πολιτικό γάμο.
Το 2009 παντρεύτηκε με την ευχή του δημάρχου το 41,9% των ζευγαριών, ενώ το 2010 το 46,2%. Προφανώς, έπαιξε ρόλο το γεγονός πως ο πολιτικός γάμος είναι πολύ πιο οικονομικός από τον θρησκευτικό, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η οικονομική στενότητα έδωσε το έναυσμα να ξεπεραστούν συνηθισμένες πρακτικές και πολλά νέα ζευγάρια να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους.
Eνα μέρος όσων τελούν πολιτικό γάμο πραγματοποιούν αργότερα και θρησκευτικό, σε μια διαδικασία που ονομάζεται ιερολόγηση. Αρκετά ζευγάρια, για οικονομικούς λόγους κυρίως, πραγματοποιούν ταυτόχρονα τον θρησκευτικό γάμο και τη βάφτισή του ή των παιδιών τους. Μετά τη θρησκευτική τελετή τα ζευγάρια δηλώνουν στο ληξιαρχείο την ιερολόγηση.
Το 2014 είχαν γίνει 2.786 τέτοιες δηλώσεις, το 2015 οι ιερολογήσεις έφτασαν τις 5.695, ενώ το 2017 ανέβηκαν σε 8.460 και 8.237 το 2018.
Από το 2009 τα ζευγάρια που θέλουν να ζήσουν μαζί έχουν επιπλέον και την επιλογή του συμφώνου συμβίωσης. Η υποδοχή του συμφώνου ήταν διστακτική, καθώς τα πρώτα χρόνια καθιέρωσής του επιλέχθηκε από 161 (2009) έως 581 (2013) ζευγάρια. Στη συνέχεια όμως απέκτησε δυναμική: το 2014 τα σύμφωνα συμβίωσης σχεδόν τριπλασιάστηκαν (1.573) για να φτάσουν το 2017 στις 4.921 πράξεις. Το 2018 ξεπέρασαν τις 6.000. Το ποσοστό των ομοφύλων ζευγαριών που επιλέγουν το σύμφωνο συμβίωσης κινείται στα επίπεδα του 4-5%, δεν φαίνεται να αποτελεί δηλαδή βασικό λόγο επιλογής του.
Ενώ το ενδιαφέρον για τους πολιτικούς γάμους παραμένει υψηλό ή και αυξάνεται, παρουσιάζονται προβλήματα από τη στάση δημοτικών αρχών που αντιμετωπίζουν τους γάμους αυτούς με διεκπεραιωτικό, γραφειοκρατικό αν όχι και εχθρικό τρόπο.
Ο ασφυκτικός περιορισμός των ωρών που είναι δυνατόν να τελεστούν πολιτικοί γάμοι, με πίεση μάλιστα να είναι πρωινές ή μεσημεριανές ώρες κι εκτός Σαββατοκύριακου, δεν επιτρέπει την παρουσία καλεσμένων και εν γένει τη διαμόρφωση μιας (σεμνής έστω) τελετής.
Το ίδιο συμβαίνει και με την άρνηση να παραχωρούνται για τους πολιτικούς γάμους μεγάλοι και όμορφοι χώροι στα δημαρχεία, και την επιλογή να παραπέμπονται σε άλλα γραφεία. Αντιδράσεις προκάλεσε πρόσφατη σχετική απόφαση του δημάρχου Χίου, αλλά δεν είναι η μοναδική περίπτωση.
Παρά τις όποιες δυσκολίες προκαλούνται στη λειτουργία του δήμου, η τέλεση των πολιτικών γάμων αποτελεί υποχρέωση των δημοτικών αρχών, η οποία μάλιστα πρέπει να τελείται με αξιοπρέπεια και σεβασμό στους πολίτες που το επιλέγουν.