Από τόπο θανάτου μετατρέπεται σε θέρετρο αναψυχής και τουρισμού η Χρυσοπηγή ή αλλιώς η Μεσκινιά στην Κρήτη όπου για 187 χρόνια έζησαν οι λεπροί, στεγάζοντας τον πόνο και το όνειρα τους από τα μέσα του 18ου αιώνα.
Στη συνοικία με τα στενά σοκάκια, όπου οι άνθρωποι υπέφεραν μέχρι το θάνατό τους, υπάρχουν 165 σπηλιές στις οποίες βρήκαν καταφύγιο φτωχοί άνθρωποι και πρόσφυγες μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Τις σκληρές συνθήκες εκείνης της εποχής απεικονίζει φωτογραφία που ανήκει στη συλλογή του Μιχάλη Ναλετάκη, με τα 15 παιδιά της οικογένειας που έμενε στις σπηλιές της Χρυσοπηγής.
Πριν 17 χρόνια, ο κ. Μανόλης Γιανναδάκης αγόρασε σπηλιές, τις οποίες διαμορφώνει σε δωμάτια τα οποία θα νοικιάσει σε τουρίστες μέσω της πλατφόρμας τύπου Airbnb, σύμφωνα με το neakriti.gr.
Τζακούζι σε σπηλιά
Λίγο πριν την έναρξη της επόμενης σεζόν, φιλοδοξεί τα πάντα να είναι έτοιμα στις 5 σπηλιές, όπου η θερμοκρασία αγγίζει τους 18 βαθμούς Κελσίου.
Ο ίδιος ξενάγησε στις σπηλιές αλλά και στους χώρους όπου σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα υπαίθριο καφενεδάκι αλλά και τζακούζι σε σπηλιά.
Πέρα από τα υπαίθρια δωμάτια με θέα τα αστέρια και οι σπηλιές , αναμένεται να εντυπωσιάσουν τους τουρίστες που επιθυμούν κάτι το διαφορετικό στις διακοπές τους, γνωρίζοντας παράλληλα την ιστορία του τόπου μας.
187 χρόνια φιλοξενούσαν λεπρούς τα Μεσκινιά
Ποτισμένο με τα δάκρυα ανθρώπων που υπέφεραν μέχρι το θάνατό τους είναι το χώμα στην περιοχή της Χρυσοπηγής στο Ηράκλειο. Η συνοικία με τα στενά σοκάκια και τα σπίτια που είναι χτισμένα στις πλαγιές και στις σπηλιές λεγόταν Μεσκινιά και για 187 χρόνια φιλοξένησε τους λεπρούς του νομού Ηρακλείου. Εκατοντάδες άνθρωποι στέγασαν τον πόνο αλλά και τα όνειρά τους σε σπίτια χωμένα μέσα στη γη και έζησαν εκεί μέχρι το 1904, όταν πήραν το δρόμο χωρίς επιστροφή για τη Σπιναλόγκα.
Παρά την αρρώστια και την ανέχειά τους, οι λεπροί προσπάθησαν να οργανώσουν το χωριό τους, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η σπηλιά της Παναγίας, η εκκλησία τους, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Καθημερινά κατευθύνονταν προς το Μεγάλο Κάστρο και στριμώχνονταν στην Πύλη του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Οσα χρήματα τούς περίσσευαν τα διέθεταν για να φτιάξουν την εκκλησία τους, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχουν ασημένια δισκοπότηρα, ευαγγέλια και διάφορα αναθήματα της εποχής.
Ο Μεχμέτ πασάς του Μεγάλου Κάστρου εξέδωσε διαταγή το Σεπτέμβριο του 1717 να μεταφερθούν όλοι οι λεπροί της περιοχής στους μαγαράδες (σπηλιές) του Μαρουλά, που μετονομάστηκε σε Μεσκινιά. Οπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης, οι άνθρωποι αυτοί απομονώθηκαν γιατί «προκαλούσαν την αηδία των άλλων πολιτών με την παρουσία τους».
Ακόμη σημειώνει ότι οι ασθενείς μπορούσαν να επισκεφθούν τα γύρω χωριά και να πλησιάσουν το Μεγάλο Κάστρο μέχρι την είσοδο του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητιανέψουν, αφού μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα δεν έπαιρναν κανένα βοήθημα. Ωστόσο, το 1852, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, όταν διοικητής του Μεγάλου Κάστρου ήταν ο Βελιουδίν πασάς, ξεκίνησε η διανομή μιας οκάς ψωμιού την ημέρα σε κάθε άρρωστο.
Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες. Κατοικούσαν μέσα στις σπηλιές και μετέφεραν νερό από τα γύρω πηγάδια. Τις χρονιές όμως που υπήρχε ανομβρία, οι ιδιοκτήτες των πηγαδιών δεν επέτρεπαν στους λεπρούς να πάρουν νερό. Μετά από τις επίμονες προσπάθειές τους το 1890 κατασκευάστηκε ένας χαζινές (τουρκόβρυση), που υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Χρυσοπηγή.
Αρκετοί ήταν εξαθλιωμένοι και είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Στην ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου» περιλαμβάνεται αναφορά του Αυστριακού γιατρού και βοτανολόγου Σίμπερ, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κρήτη το 19ο αιώνα. Εκεί τονίζεται στο βιβλίο ότι «πήγαμε στο προάστιο των λεπρών. Οι μισοί κατοικούν σε υπόγειες τρύπες και άλλοι σε κάτι άθλιες καλύβες. Πολλών απ’ αυτούς έχει πάθει το μυαλό τους και φαίνονται σαν κοιμισμένοι, άλλοι πάλι είναι μοχθηροί και άλλοι επίβουλοι και κακοήθεις, καθώς ζουν χωρίς καμία τάξη και επιτήρηση και έχουν τελείως εγκαταλειφθεί, τους περιφρονεί όλος ο κόσμος και αυτοί ζουν μια αδιάντροπη ζωή».
Μετά την επίσκεψή του στο νησί ο καθηγητής γεωλογίας και βοτανολογίας Βίκτωρ Ρολέν έγραψε τα εξής: «Τους απαγορεύεται να κάνουν εμπόριο, ακόμη και να πωλούν τα αβγά των πουλερικών τους από φόβο μη μεταδοθεί η ασθένεια. Είναι υποχρεωμένοι να ζουν απ’ ό,τι παράγουν από τα κηπούλια τους και από ελεημοσύνες». Ο ίδιος σημείωνε ότι αν και το 1838 σε όλη την Κρήτη ζούσαν περίπου 300-400 λεπροί, δύο δεκαετίες μετά είχαν αυξηθεί σημαντικά και απέδιδε την εξάπλωση στο γεγονός ότι είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν μεταξύ τους.
Μια τραγική ιστορία έρχεται στο φως από το σύγγραμμα του πλοιάρχου του Αγγλικού Ναυτικού Σπρατ του 1865, την οποία συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ο πατήρ Ιωάννης. Εκεί γίνεται λόγος για τους λεπρούς στην Πύλη του Λαζαρέτου.
Ανάμεσά τους ήταν ένας πολύ άρρωστος άνδρας, ο οποίος ήταν ακόμη πιο δυστυχισμένος γιατί λίγες ημέρες νωρίτερα έμαθε πως η 18χρονη κόρη του ασθένησε. Δίπλα του είχε την κοπέλα, η οποία δεν έμοιαζε να έχει καμία αρρώστια και ήταν πολύ περιποιημένη. Κοντά τους ήταν κι ένα ζευγάρι με ένα μωρό. Οι δύο νέοι άνθρωποι, όπως και πολλοί άλλοι χανσενικοί, απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους και μεταφέρθηκαν στη Μεσκινιά. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Μετά απέκτησαν και ένα παιδί, που χωρίς και αυτό να το επιλέξει μεγάλωσε στον κόσμο των λεπρών, μέσα σε σκοτεινές και γεμάτες υγρασία σπηλιές, που υπάρχουν σήμερα κάτω από τα θεμέλια σπιτιών. Άλλες έχουν μπαζωθεί και κάποιες άλλες χάσκουν στην άκρη του δρόμου και φιλοξενούν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα. Κι όμως αποτελούν κομμάτι της ιστορίας και κρύβουν μέσα τους τον πόνο των ανθρώπων που πέρασαν εκεί τα χειρότερα χρόνια της ζωής τους.
Τα στοιχεία
119 άτομα ζούσαν στη Μεσκινιά το 1852 και τα εννέα απ’ αυτά δεν έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν
4 ήταν τα λεπροχώρια στην Κρήτη και συγκεκριμένα βρίσκονταν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά και στην Ιεράπετρα
187 χρόνια έζησαν λεπροί στην περιοχή της Μεσκινιάς. Το 1904 μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα
Η ίδρυση του οικισμού στη Σπιναλόγκα
Με την εγκαθίδρυση της Κρητικής Πολιτείας, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις της πρώτης Κρητικής Βουλής του 1901 ( αυτή που εξελέγη το 1899 ήταν συντακτική) τέθηκε και πάλι το θέμα.
Σε συνεδρίαση στα τέλη Μαΐου εκείνης της χρονιάς οι βουλευτές Ιωάννης Μυλωνογιαννάκης (Σφακίων) και Εμμανουήλ Αγγελάκης έθεσαν το θέμα της διαχείρισης του προβλήματος. Από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων διαβάζουμε ότι οι δύο πληρεξούσιοι κατέθεσαν κοινή πρόταση στην οποία ανέφεραν: «Προτείνομεν εις την Βουλήν, ίνα μεριμνήση περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών και απαλλάξη ούτω τον τόπον της φοβεράς αυτής μάστιγος αφʼ ενός και αφʼ ετέρου δια λόγους φιλανθρωπίας βελτιώση την θέσιν των δυστυχών αυτών, οίτινες διατελούσιν υπό βιωτικάς και υγιεινάς συνθήκας φρικώδεις».
Πράγματι λίγες ημέρες αργότερα το θέμα συζητήθηκε και για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα της δημιουργίας λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα, την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της. Παράλληλα συζητήθηκε η πρόταση για τις Διονυσάδες. Τελικά τον Ιούλιο ψηφίστηκε από τη βουλή ο νόμος «Περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών», και το 1903 αυτός που προέβλεπε την εγκατάστασή τους στη Σπιναλόγκα, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1904. Οι πρώτοι λεπροί εγκαταστάθηκαν στο νησί στις 13 Οκτωβρίου 1904, έγραφε ο αείμνηστος Μανώλης Δετοράκης στο κείμενό του «Φροντίδες της Κρητικής Πολιτείας για τη δημόσια υγεία», που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2007 στο ένθετο της «Π» για την Κρητική Πολιτεία. Ήταν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957 και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.
Οι πρωτοβουλίες Βενιζέλου
Αρκετά νωρίς, πάντως, είχε τεθεί το πρόβλημα των συνθηκών που ζούσαν οι ασθενείς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Σπιναλόγκα χωρίς να υπάρχει καμιά υποδομή. Τα παλιά και ερειπωμένα σπίτια των μουσουλμάνων έγιναν οι νέες, άθλιες επίσης, κατοικίες τους. Το 1917 τα παράπονά τους έφτασαν μέχρι τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που έκανε προσπάθειες να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και τη θεραπεία τους, ανακαλώντας ονομαστούς ειδικούς γιατρούς από το εξωτερικό. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό, τέθηκε και πάλι θέμα να κλείσει η Σπιναλόγκα και να λειτουργήσει νέο λεπροκομείο στις Διονυσάδες.
Στις προσπάθειες αυτές ενεργό ρόλο έπαιξε ο γιατρός και πολιτικός από τη Σητεία Μιχαήλ Καταπότης, ο οποίος εξέδωσε τη δεκαετία του 1930 το ιστορικό περιοδικό «Μύσων». Εκεί δημοσίευε συχνά θέματα για τους λεπρούς και κείμενα τόσο του Βενιζέλου όσο και ονομαστών συναδέλφων του για τις εξελίξεις στον τομέα της καταπολέμησης της ασθένειας. Με εντολή της κυβέρνησης, το 1919 επιτροπή ειδικών επισκέφτηκε, μάλιστα, τόσο τη Σπιναλόγκα όσο και τις Διονυσάδες ώστε, απʼ τη μια να διαπιστώσει τις συνθήκες που υπήρχαν στο λεπροκομείο και να εξετάσει την περίπτωση μετεγκατάστασής του στις Διονυσάδες.
Ο Βενιζέλος μετά το 1920, όταν πλέον δεν ήταν πρωθυπουργός, με δικά του έξοδα στήριξε την προσπάθεια για τη βελτίωση της θέσης των λεπρών, συνεργαζόμενος με τον Καταπότη, ενώ έστελνε γιατρούς στο εξωτερικό προκειμένου να ενημερωθούν για τις εξελίξεις στη θεραπεία της φοβερής ασθένειας. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου, είτε τις περιόδους που ήταν κυβερνήτης της Ελλάδας (μέχρι το 1920, αλλά και αργότερα, από το 1928) οδήγησε πολλούς επιφανείς γιατρούς της εποχής να επισκεφτούν τη Σπιναλόγκα και να καταθέσουν προτάσεις τους για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και θεραπείας ή ακόμη και τη μεταστέγαση του λεπροκομείου.