Παγιώνεται στον επιχειρηματικό κόσμο και στα νοικοκυριά η αντίληψη ότι η χώρα έχει υπερβεί οριστικά τη δυσκολότερη περίοδο της πρόσφατης οικονομικής της ιστορίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την 8η ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών με έτος αναφοράς το 2019, η 10ετής οικονομική κρίση διατηρεί το αποτύπωμά της στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, τα οποία συνεχίζουν να βρίσκονται στο κατώφλι σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων(υπερχρέωση και φτώχεια).
Όπως σημειώνεται στην έρευνα, είναι προφανές ότι η αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας, η οποία αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη διαμόρφωση ενός ενάρετου κύκλου της ελληνικής οικονομίας, που θα παράξει περισσότερες θέσεις εργασίας και θα αυξήσει τις επενδύσεις, δεν μπορεί να υλοποιηθεί αποτελεσματικά αν δε συνδυαστεί με ένα μίγμα σύγχρονων παρεμβάσεων στην κοινωνική πολιτική και την εισοδηματική επάρκεια των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, τούτο σημαίνει ότι η μείωση των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος είναι καταλυτική για την απόσπαση περισσότερων βαθμών ελευθερίας στην οικονομική πολιτική.
«Σε επίπεδο διαχείρισης της καθημερινότητας, υφίστανται σημαντικοί κίνδυνοι που αφορούν το ενδεχόμενο πλήρους έκθεσης των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων σε μια κατάσταση υπερχρέωσης και μαζικών πλειστηριασμών (συμπεριλαμβανομένης και της α’ κατοικίας) και συνεπώς διάρρηξης της κοινωνικής σταθερότητας, που φαίνεται να έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ δείχνουν ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα ο όγκος των ληξιπρόθεσμων οφειλών (105,6 δισ. ευρώ)» όπως σημειώνεται.
Παράλληλα, υπογραμμίζεται η ανάγκη αναδιάρθρωσης της εισοδηματικής βάσης ώστε να συμβάλλουν οικονομικά, δυναμικά στρώματα της κοινωνίας τα οποία βρίσκονται εκτός αγοράς, σε αδράνεια ή έχουν αναζητήσει το μέλλον τους στο εξωτερικό. Άλλωστε, όπως αναφέρεται, για να υπάρξει προσανατολισμός σε μια παραγωγική και εξωστρεφή οικονομία, πρέπει η μισθωτή εργασία και τα επιχειρηματικά κέρδη να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο συνεισφοράς στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Τέλος, όλες οι παρεμβάσεις της οικονομικής πολιτικής εκτιμάται ότι πρέπει σταδιακά να προσαρμόζονται στους στόχους της δίκαιης μετάβασης σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς σημαντικοί κλάδοι αναμένεται να αναδιαρθρωθούν για να αντιμετωπίσουν σύγχρονα ζητήματα όπως η κλιματική προσαρμογή, η απώλεια θέσεων εργασίας παραδοσιακών κλάδων, η οικονομία των δικτύων και διαμοιρασμού.
Συνεπώς, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και η μετάβαση σε ένα νέο πλαίσιο οικονομικής πραγματικότητας, και παρά τις πολυετείς δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα, αφήνει περιθώρια ανάπτυξης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών και της εγχώριας οικονομίας.
Τα κυριότερα συμπεράσματα
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 800 νοικοκυριών, στο διάστημα 19 έως 20 Δεκεμβρίου 2019 και 3 ως 7 Ιανουαρίου έχουν ως εξής:
ΕΙΣΟΔΗΜΑ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
1. Είναι σαφές ότι έχει εμπεδωθεί ένα ευρύ αίσθημα αισιοδοξίας και θετικών προβλέψεων για την οικονομική κατάσταση της χώρας και συνακόλουθα της κατάστασης των νοικοκυριών. Παγιώνεται η άποψη ότι έχουμε υπερβεί πλήρως την οικονομική κρίση. Για πρώτη φορά το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών προβλέψεων για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού είναι θετική (27,7% έναντι 21,9%).
2. Η παραπάνω τάση εκφράζεται τόσο στο σκέλος των εισοδηματικών ροών προς τα νοικοκυριά, αλλά και μέσω της βελτίωσης των δεικτών υπερχρέωσης, δεν αποτυπώνεται όμως στους δείκτες εγχώριας ζήτησης.
3. Η έρευνα καταγράφει για πρώτη φορά διψήφια αύξηση στο ποσοστό των νοικοκυριών που σημείωσε ετήσια αύξηση εισοδημάτων (11,1%). Ως επί το πλείστον, η αύξηση αυτή οφείλεται στην αύξηση ονομαστικών μισθών, στην επανένταξη ανέργων και την αύξηση κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Το 68% των νοικοκυριών διατήρησε σταθερή την εισοδηματική του βάση.
4. Θετικοί είναι οι δείκτες και οι ροές ως προς τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της αποταμίευσης, σήμα εξυγίανσης της δυνητικής εγχώριας ζήτησης.
5. Ένα δομικό χαρακτηριστικό που σχετίζεται με το δημογραφικό, και την διαγενεακή ανισορροπία εισοδημάτων είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη (49,4%). Παρά τη διαφαινόμενη υπέρβαση της κρίσης, την αποκλιμάκωση της ανεργίας, την αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά και τις σημαντικές προσαρμογές που έγιναν στο κόστος του συνταξιοδοτικού, η σχέση μισθών- συντάξεων- εσόδων από άσκηση επιτηδεύματος παραμένει ανεπηρέαστη. Από την άλλη, είναι σαφές ότι οποιαδήποτε μονομερής αρνητική προσαρμογή των συντάξεων θα ανατροφοδοτήσει τη μείωση των εισοδημάτων και θα διαμορφώσει νέους όρους έκθεσης σε φτώχεια και ανισότητα.
6. Ανησυχία προκαλεί η οικονομική βιωσιμότητα του μέσου νοικοκυριού, καθώς εκτιμάται ότι το εισόδημα των νοικοκυριών εξαντλείται στις 19 ημέρες μεσοσταθμικά. Για τα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα, ο αριθμός αυτός μειώνεται τουλάχιστον κατά 3 ημέρες.
7. Το 12,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα μας. Αυτό το ποσοστό παραμένει στα επίπεδα που μετρήθηκε στην προηγούμενη έρευνα. Στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται και το ποσοστό της εισοδηματικής επισφάλειας (12,1%) για την έκτακτη ανάγκη κάλυψης δαπάνης 500 ευρώ. Άλλωστε, σχεδόν το 80% δηλώνει ότι δεν καταφέρνει να αποταμιεύσει, γεγονός που σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ επιτείνει τον κίνδυνο φτώχειας και αποκλεισμού.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΑΝΕΡΓΙΑ
1. Περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά (29,5%) έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας (άνω του έτους) ανέρχεται στο 68,2% του συνολικού αριθμού των ανέργων.
2. Ένα στα 10 νοικοκυριά δηλώνει ότι ένα τουλάχιστο μέλος της οικογένειας έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό για την εύρεση εργασίας. Για πρώτη φορά καταγράφεται σε έρευνα ότι ένα ποσοστό περί το 30% των αποδημούντων έχει επιστρέψει στη χώρα μας κάποια προηγούμενη χρονική περίοδο.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
1. Το 16,1% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Τα πολυμελή νοικοκυριά, καθώς και όσα έχουν τουλάχιστον 1 άνεργο σημειώνουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά (άνω του 20%). Το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών(ΑΑΔΕ 2020) ανέρχεται στα 105,6 δισ. ευρώ, και ο συνολικός αριθμός οφειλετών υπερβαίνει τα 4 εκατ.
2. Οι ρυθμίσεις οφειλών από την άλλη φαίνεται να έχουν ευεργετικές συνέπειες για τα νοικοκυριά, καθώς το 70,8% των οφειλετών δηλώνει ότι έχει αξιοποιήσει τουλάχιστον κάποια διάταξη αναδιάρθρωσης οφειλής στις φορολογικές αρχές. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των φορολογουμένων που εκτιμά ότι το επόμενο έτος δεν θα ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις (10,8% έναντι 20,8% στην προηγούμενη έρευνα). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό πλήθος ρυθμίσεων ανέρχεται σε 576,445 για φυσικά πρόσωπα και 39,939 για νομικά πρόσωπα. Η συνολική αξία των ρυθμίσεων πλησιάζει τα 5,9 δισ. ευρώ.
3. Το 35,5% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες (κάρτες δανείων, καταναλωτικά, στεγαστικά δάνεια). Από αυτά τα νοικοκυριά περισσότερα από 1 στα 5(22%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές (ποσοστό μειούμενο σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα).
4. Αντίστοιχα 1 στα 5 (18,4%) νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του προς τις τράπεζες. Το συνολικό ύψος των δανείων των νοικοκυριών (στεγαστικά και καταναλωτικά) ανέρχεται, με βάση στοιχεία της ΤτΕ σε 71,5 δισ. (Σεπτέμβριος 2019, εξέλιξη δανείων και καθυστερήσεων). Τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών ανέρχονται στο 44,4%. Αντίστοιχα, τα ΜΕΔ των επιχειρήσεων ανέρχονται στο 40,4%. Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ρύθμιση ήταν τον Ιούνιο του 2019, 27,2 δισ.
5. Παρατηρείται ότι τα αποτελέσματα δεν είναι σε γραμμική ακολουθία για το σύνολο των νοικοκυριών. Σε παγίδα χρέους και μη βιώσιμης οικονομικής κατάστασης παραμένει το 19% των νοικοκυριών, το οποίο δυνητικά αποτελεί το σύνολο των συμπολιτών που διαβιούν σε καθεστώς πραγματικής φτώχειας. Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης επομένως δε διαχέεται στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, και ιδιαίτερα τα πιο ευπαθή (άνεργοι, πολυμελή νοικοκυριά). Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2018 ήταν δικαιούχοι του κοινωνικού μερίσματος, το 16,5% του πληθυσμού, ποσοστό που πλησιάζει τις τιμές της ακραίας φτώχειας.
6. Το 89,8% των νοικοκυριών διαμένει σε ιδιόκτητο σπίτι. Από αυτά 1 στα 5 νοικοκυριά (20,1%)έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο.
7. Σχετικά άκαμπτες είναι οι τιμές αναφοράς ως προς την έκθεση των νοικοκυριών σε τραπεζικό δανεισμό, ιδιαίτερα ως προς την ύπαρξη στεγαστικού δανείου και τη διατήρηση καθυστερημένων οφειλών. Περισσότερο από 1 στα 10 (14,7%) νοικοκυριά έχει καθυστερημένες οφειλές προς τις τράπεζες για το στεγαστικό του δάνειο, ενώ το 14,3% καταβάλλει τις δόσεις του με κάποια καθυστέρηση.
8. 1 στα 9 νοικοκυριά εκφράζει φόβο (δείκτης ανησυχίας απώλειας ακινήτου) ότι μπορεί να απολέσει το σπίτι, εξαιτίας οφειλών. Το 5% δηλώνει ότι έχει υποστεί κατάσχεση ή δέσμευση λογαριασμών. Το σχέδιο Ηρακλής και η πλήρης απελευθέρωση των πλειστηριασμών ενδέχεται να επιτείνουν το πρόβλημα, αν δεν υπάρξουν σημαντικές ρήτρες κοινωνικού χαρακτήρα στην υλοποίηση του.
ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ – ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
1. Οι ενδείξεις για τις επιδόσεις στους δείκτες κατανάλωσης τροφοδοτούν τις επιφυλάξεις διεθνών και εγχώριων αναλύσεων για σταθεροποίηση της οικονομίας μεν, αλλά με ασθενική ανάκαμψη της ζήτησης. Τα ευρήματα σχετικά με την κατανάλωση συγκεκριμένων ειδών (ένδυση- υπόδηση, οικιακά είδη) συνάδουν με τα πορίσματα του εμπορικού κόσμου για διατήρηση ενός ασθενούς επιπέδου εγχώριας κατανάλωσης.
2. Αντίθετα, αύξηση κατανάλωσης παρατηρείται για βασικές ανάγκες (είδη διατροφής, λογαριασμούς σπιτιού και φάρμακα), γεγονός που ενδεχόμενα εξηγείται από τις αυξητικές τάσεις των τιμών σε τρόφιμα (φρούτα, κρέας), ενέργεια- μετακινήσεις, φαρμακευτικά είδη, ύλες (ΔΤΚ, ΕΛΣΤΑΤ, σύγκριση Δεκεμβρίου 2019 με Δεκέμβριο του 2018 όπου οι αυξήσεις σε ορισμένα είδη υπερβαίνουν το 3%).
3. Βελτιούμενοι, αλλά σημαντικά υψηλοί παραμένουν οι δείκτες που αφορούν την καθυστέρηση κάλυψης κάποιας ανάγκης, εξαιτίας οικονομικής αδυναμίας (3 στους 10 καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποια ιατρικό πρόβλημα, ενώ 2 στους 10 καθυστέρησαν να πληρώσουν το ρεύμα). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 26,3% αύξησε τη δαπάνη για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, γεγονός που επαληθεύει την υπόθεση ότι η ιδιωτική δαπάνη υγείας παραμένει υψηλή στη χώρα μας. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη χώρα μας το «61% των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη προέρχεται από δημόσιες πηγές, ενώ το 35% χρηματοδοτείται απευθείας από τα νοικοκυριά», γεγονός που συνιστά την 4η υψηλότερη ιδιωτική συμμετοχή στην ΕΕ-28.
4. Αξιοσημείωτο εύρημα είναι η πλήρης υποκατάσταση των μετρητών ως μέσο συναλλαγής. Το 2016, το 46% του πληθυσμού συναλλασσόταν μόνο με μετρητά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σήμερα κατέρχεται στο 12,8%. Αυτή η διαρθρωτική μεταβολή στην κουλτούρα συναλλαγών, η οποία ωφελεί την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί μέσα από τη μείωση και απαλοιφή κάθε ενδιάμεσου κόστους συναλλαγής, συνδρομών, τελών επιβάρυνσης που έχουν επιβάλλει πρόσφατα τα τραπεζικά ιδρύματα.
5. Τα νοικοκυριά θεωρούν ότι το ελάχιστο μέσο μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα για την κάλυψη των βασικών αναγκών υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Το ποσό αυτό φαίνεται να είναι μεσοσταθμικά το κατώφλι εισοδήματος, ώστε να θεωρείται ότι ανήκει κανείς στη μεσαία τάξη. Σε ερώτηση αυτοπροσδιορισμού το 43,4% των νοικοκυριών θεωρεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη.
6. Ως προς τις προσδοκίες από την άσκηση οικονομικής πολιτικής, η πλειονότητα των νοικοκυριών (ιδιαίτερα εκείνων με τα χαμηλότερα εισοδήματα) θεωρεί ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων εν γένει πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής.