Ποιος το περίμενε πως της χαράς το δάκρυ
Που κύλησε στα μάγουλα της μάνας, του πατέρα
Και το χαμόγελο που άνθησε σε μι’ άκρη
Στα παιδικά τα χείλη τούτη τη μέρα
Πως θα γινόντουσαν με μιας της παγωνιάς σημάδι.
Ποιος το περίμενε πως κείνοι που υψώσαν
Ανάστημα ψυχής στο ζόφο, στο σκοτάδι
Κι αντίσταση με πάθος στη δουλοσύνη ορθώσαν
Ότι θα ‘ρχόταν ώρα ζοφερή και αποφράδα
Τα χέρια του λαού σφιχτά να ξαναδέσει
Με μια μοντέρνα τυραννία στην Ελλάδα.
Και τους αετούς της λευτεριάς χωρίς φτερά και δίχως μέση
Κάποιοι τους θέλουν τη μέρα τη λυτρωτική, τη θεία
Να συνωστίζονται στους κήπους της Ηρώδου σαν στρουθία.
Παναγιώτης Ν. Κρητικός
Υ.Γ. Λυπάμαι, Κε Πρόεδρε, αλλά δεν θα προσέλθω.