Τα μέτρα αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού ωθούν τις βιομηχανικές χώρες να αυξήσουν υπέρμετρα τον νέο δανεισμό, όπως γίνεται μόνο σε καιρό πολέμου. Περισσότερο ωστόσο πλήττεται ο ευρωπαϊκός νότος, σημειώνει η Handelsblatt σε άρθρο με τίτλο «Δραματική διόγκωση του χρέους διεθνώς».
Η οικονομική εφημερίδα παρατηρεί, όπως μεταδίδει η DW: «Καμία άλλη βιομηχανική χώρα δεν θα στηρίξει την οικονομία της με τόσα χρήματα όσο η Γερμανία. Παρά όμως τη μεγάλη άνοδο του δημοσίου χρέους, που ανακοίνωσε φέτος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας ο υπ. Οικονομικών Όλαφ Σολτς, σε αντίθεση με τις άλλες βιομηχανικές χώρες τα δημοσιονομικά της Γερμανίας παραμένουν υγιή. Στην υπόλοιπη ευρωζώνη ωστόσο το χρέος εκτοξεύεται. Στην Ελλάδα για παράδειγμα: Σύμφωνα με τους ειδικούς του ΔΝΤ το χρέος θα αυξηθεί το 2020 από 179% του ΑΕΠ στο 200%.
Ας σημειωθεί ότι όταν η χώρα διολίσθησε στην κρίση χρέους το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκονταν περίπου στο 130%. Στην Ιταλία, όπου το χρέος ήταν ήδη υψηλό πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, αναμένεται να φθάσει φέτος από το 135% στο 155% του ΑΕΠ, ενώ σε Γαλλία και Ισπανία το χρέος αναμένεται να ξεπεράσει το φράγμα του 100%. Κατά συνέπεια και αυτές οι χώρες θα έχουν υψηλότερο χρέος από ότι στο ξεκίνημα της ευρωκρίσης.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχουν αλλάξει πολλά. Η ευρωζώνη το 2020 δεν έχει και πολλά κοινά με την ευρωζώνη του 2010. Σήμερα υπάρχει ο ΕΜΣ, το πρόγραμμα μαζικής αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που συμβάλλει στην αναχρηματοδότηση κρατών, αλλά και τα μηδενικά επιτόκια στις χρηματαγορές, με τα οποία ο νέος δανεισμός καθίσταται υπερβολικά φθηνός παρά το υψηλό χρέος. Η διόγκωση του χρέους προκαλεί ωστόσο ανησυχία στους ειδικούς. Πριν από αρκετά χρόνια ένα δημόσιο χρέος υψηλότερο του 90% του ΑΕΠ θεωρούνταν προβληματικό. Πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν πλέον ότι για να διαπιστωθεί η βιωσιμότητα του χρέους είναι πιο αξιόπιστο το κριτήριο των πραγματικών επιτοκίων που καταβάλλονται».