11.8 C
Chania
Monday, November 25, 2024

“Ρεβιζιονιστικοί μύθοι”: Το βιβλίο – απάντηση του ιστορικού Καρλ Χάινς Ροθ στον Χάινς Ρίχτερ – Η δικτατορία του Μεταξά ως γνήσια έκφανση φασισμού (7ο μέρος)

Ημερομηνία:

Διαβάστε επίσης:

Το βιβλίο «Ρεβιζιονιστικοί μύθοι» του Karl Heinz Roth κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2018 και αποτελεί μια απάντηση στον ιστορικό Heinz A. Richter, το ερευνητικό πεδίο του οποίου εστιάζεται στην ιστορία της Ελλάδας.

Το βιβλίο μεταφράστηκε από τα μέλη της Εθελοντικής Ομάδας Δράσης ν. Πιερίας «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ» και θα δημοσιευτεί από τον “Αγώνα της Κρήτης” σε συνέχειες.

Ο παράλογος ισχυρισμός του τελευταίου ότι η Γερμανία δεν πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τις υποθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ, αντίθετα, η Ελλάδα είναι αυτή που οφείλει να αποπληρώσει μερικές χιλιάδες χρυσές λίρες στη Γερμανία, αντικρούεται από τον Karl Heinz Roth με το παρόν πόνημα.

Ο Ροτ εξετάζει συστηματικά τις απόψεις του Ρίχτερ για την ελληνική ιστορία και προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ο Ρίχτερ χαίρει −ακόμα και σήμερα− εκτίμησης στην Ελλάδα. Μέσα από τις σελίδες του γίνεται αντιληπτή η επικινδυνότητα των ρεβιζιονιστικών μύθων του Ρίχτερ και η αυθαίρετη σύνδεσή τους με την τρέχουσα σκληρή πολιτική της Γερμανίας προς την Ελλάδα: η αντίληψη της υποτιθέμενης ματαιότητας της σφοδρής ελληνικής αντίστασης στη γερμανική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδηγεί στην χωρίς αντίρρηση αποδοχή της αμείλικτης στάσης της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα όσον αφορά την ευρωπαϊκή της προοπτική και την οικονομική κρίση!

Στους «Ρεβιζιονιστικούς μύθους» ο συγγραφέας εστιάζει στις μεθοδικά ελλιπείς και τεχνικά ανεπαρκείς ιστορικές έρευνες του Ρίχτερ, που παρουσιάζουν μια μονομερώς αρνητική εικόνα των Ελλήνων, της ιστορίας τους και της κοινωνίας τους.

Προσεκτικά και σχολαστικά αποδομεί την ιστοριογραφική έρευνά του καταλογίζοντάς του επιστημονική ανεπάρκεια, ιδεοληψία, προκατάληψη, μονομέρεια και λανθασμένες μεθόδους (επιλογή των πηγών, εξέταση «βολικών» μαρτύρων κ.ά). Εντέλει, παρουσιάζει τον Ρίχτερ ως έναν «κατ’ επίφασιν» επιστήμονα, που με το έργο του σπέρνει διχόνοια και μίσος ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, κι αποτελεί ισχυρό ανάχωμα στην επίλυση του θέματος των γερμανικών αποζημιώσεων.

Διαβάστε το 6ο μέρος του βιβλίου:

Η δικτατορία του Μεταξά ως γνήσια έκφανση φασισμού

Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Έλληνας πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς κατήργησε την κοινοβουλευτική δημοκρατία και διορίστηκε με βασιλικό διάταγμα δικτάτορας, αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της βασιλικής οικογένειας, της ηγεσίας του στρατού και της χωροφυλακής. Έτσι, η Ελλάδα ήταν πλέον μια από τις πολλές χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης, των οποίων οι παραδοσιακά κυρίαρχες τάξεις είχαν εγκαταστήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 βασιλικές και στρατιωτικές δικτατορίες, με τον Μεταξά να ξεκινά μια δριμεία εκστρατεία καταστολής της Αριστεράς. Αναζητώντας μια ευρύτερη πολιτική βάση, ίδρυσε την «Εθνική Οργάνωση Νεολαίας» (EON) και εφάρμοσε αρκετά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, ώστε να κάμψει την αντίσταση των ασθενέστερων τάξεων. Παράλληλα, ενίσχυσε τον εξοπλισμό και έδωσε νέα ώθηση στις διμερείς εμπορικές συναλλαγές με τη ναζιστική Γερμανία, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει από το 1932. Ωστόσο, στην εξωτερική πολιτική στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου αποκλειστικά στη Μεγάλη Βρετανία, για να αποκρούσει τον επιθετικό επεκτατισμό της φασιστικής Ιταλίας. Γενικά, επρόκειτο για μια δικτατορία της παραδοσιακής ελίτ, η οποία παρόλο που εμπεριείχε στοιχεία των Ναζί και του ιταλικού φασισμού, δεν υπερέβη τα όρια των τότε τυπικών βασιλικών και στρατιωτικών δικτατοριών που κυριαρχούσαν στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη.

Ως προς την παραπάνω άποψη, επικρατεί ομοφωνία στην ιστορική έρευνα.[1] Από τη δικτατορία του Μεταξά έλειπαν ουσιαστικά στοιχεία, που είναι βασικά χαρακτηριστικά της τυπολογίας των διαφόρων μορφών του φασισμού. Ο Μεταξάς δεν ήταν στην κορυφή ενός μαζικού κοινωνικού κινήματος, πόσο μάλλον ενός μαζικού κόμματος, που θα τον ανέβαζε στο πολιτικό στερέωμα. Παράλληλα, οι προσπάθειές του να διορθώσει εκ των υστέρων αυτό το «έλλειμμα» απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Επίσης, δεν υπήρξε ισχυρή ρατσιστική ή φυλετική αντισημιτική ιδεολογία και πρόγραμμα. Η εξωτερική πολιτική ήταν κυρίως αμυντική και έχασε κάθε προσπάθεια να συνδεθεί με τη «Μεγάλη Ιδέα». Επίσης, η επιστράτευση δεν βρισκόταν υπό τη σκέπη ενός κρυφού ή φανερού πολέμου με σκοπό τη μεταρρύθμισηεναντίον της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923. Έτσι, μόνο λίγα χαρακτηριστικά απομένουν που απαρτίζουν την τυπολογία του φασισμού: ο μαχόμενος αντικομμουνισμός και εθνικισμός, η στοιχειώδης υποχρεωτική οργάνωση της νεολαίας και κάποιες προσεγγίσεις για την εξύμνηση του «Ελληνισμού», οι οποίες όμως δεν αποσκοπούσαν στην κυριαρχία μιας «ανώτερης φυλής».

Ο Ρίχτερ το βλέπει ωστόσο εντελώς διαφορετικά.Για περισσότερα από 40 χρόνια αντιτίθεται σε αυτήν την εκτίμηση και φέρνει στο προσκήνιο τα ίδια αντεπιχειρήματα. Στη διατριβή του, που δημοσιεύτηκε το 1973, διάλεξε ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό, δηλαδή την ύπαρξη ενός φασιστικού μαζικού κόμματος. Φυσικά έπρεπε να παραδεχτεί ότι τέτοιου είδους καταστάσεις δεν είχαν καν αρχίσει στην Ελλάδα. Έτσι λοιπόν δημιούργησε μια γνήσια ελληνική εκδοχή και συνέδεσε το καθεστώς των πελατειακών σχέσεων με την εικόνα που είχε για την Ελλάδα. «Οι υπάρχουσες ολιγαρχικές δομές επέτρεπαν την άμεση μετατροπή του συστήματος πατρωνίας σε φασισμό και όχι δια της τεθλασμένης οδού, παραδείγματος χάριν ενός μαζικού κόμματος».[2]Ως αποτέλεσμα, ο Μεταξάς κατάφερε να ενώσει όλους τους οργανισμούς που βασίζονταν στην πατρωνία και ήταν οργανωμένοι μέχρι τότε σε κόμματα και αυτοαναγορεύτηκε «αρχηγός» της Ελλάδας.

Αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να πείσει για διάφορους λόγους. Πρώτον, γειτνιάζει με εσφαλμένες αντιλήψεις πρακτικών του φασισμού, όπως για παράδειγμα με αυτήν της «ευθυγράμμισης» (Gleichschaltung)[3], διότι μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγεται πάντα την ενσωμάτωση των άλλων κομμάτων και θεσμών στο κυρίαρχο μαζικό κόμμα. Κάτι τέτοιο δεν υφίστατο όμως στην Ελλάδα. Δεύτερον, απουσιάζουν τα υπόλοιπα και τουλάχιστον εξίσου ουσιώδη χαρακτηριστικά της τυπολογίας. Τρίτον, η πομπώδης αναφορά στον παραλληλισμό του Έλληνα «αρχηγού» Μεταξά με τον «αρχηγό» Ντούτσε είναι παραπλανητική για τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, δεδομένου ότι αυτός ο προσδιορισμός ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα συνηθισμένος για τους αρχηγούς των κομμάτων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.

Στον πρώτο τόμο της ελληνικής τριλογίας του, ο Ρίχτερ, καταπιάνεται πάλι με το θέμα. Η συγκριτική έρευνα για τον φασισμό είχε εν τω μεταξύ σημειώσει σημαντική πρόοδο, αλλά μετά λύπης του, δεν κατάφερε να πείσει κανέναν γι’ αυτήν την εκδοχή ενός γνήσιου ελληνικού φασισμού.[4] Ο Ρίχτερ ωστόσο δεν εγκατέλειψε την προσπάθειά του. Όπως αναφέρει γραπτά σε μια μικρή τροποποίηση των υποθέσεων που είχε κάνει το 1973, ο Μεταξάς εδραίωσε στην Ελλάδα ένα συγκεκριμένο «πελατειακό φασισμό»: ο δικτάτορας αφαίρεσε την εξουσία από τους εκπροσώπους της ολιγαρχίας και έθεσε υπό τον έλεγχό του τους πάτρωνες που συνδέονταν με αυτήν.Παρεμπιπτόντως, αυτό συνέβη και στις άλλες βαλκανικές χώρες. Αλλά αυτή η επέκταση της έννοιας σε εθνικά κράτη, τα οποία στην παρούσα συζήτηση χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακές βασιλικές ή στρατιωτικές δικτατορίες, δεν τον βοήθησε τελικά καθόλου, διότι οι πελατειακές πυραμίδες με το ίδιο ιδεολογικό υπόβαθρο δεν εμφανίστηκαν πουθενά ως πολιτική της μάζας ούτε και έγιναν στόχος επευφημιών. Επιπλέον, ο Ρίχτερ αποποιήθηκε τώρα της αντίληψής του μέσα από σημαντικές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, σε κάποιο άλλο σημείο έγραψε ότι ο Μεταξάς δεν κατάφερε να εισχωρήσει στα παλιά «πελατειακά κόμματα» και γι’ αυτό πόνταρε στη δημιουργία της Οργάνωσης Νεολαίας, «για να την αναμορφώσει κατά το δυνατόν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του.»[5]

Αλλά ακόμη και αυτή η ενέργεια του Μεταξά τελικά απέτυχε παρά τις εντατικές προσπάθειές του, επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των νέων απέρριψε την προσχώρηση στην οργάνωση. Έτσι, τα ηγετικά στελέχη παρέμειναν μόνα τους, όπως και όνειρα παρέμειναν οι προσπάθειές τους για την ίδρυση «ταγμάτων εργασίας». Παρ’ όλα αυτά, τα στελέχη της EON θα παίξουν κάποιο ρόλο στη δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας το 1943-1944 στην τρίτη κυβέρνηση συνεργασίας του Ιωάννη Ράλλη. Ωστόσο, στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά δεν υπήρξε φασισμός με την ευρεία του έννοια.

H απονομιμοποίηση της αντίστασης στην Κρήτη και η τεκμηρίωση των γερμανικών αντιποίνων

Το 2011 ο Ρίχτερ εγκαινίασε μια σειρά εκδόσεων της ύστερης εργογραφίας του, με μια ειδική μελέτη που αφορούσε την αεροπορική απόβαση των Γερμανών στην Κρήτη, τον Μάιο του 1941.[6]

Στο κυρίως θέμα, που πραγματεύεται την αποκατάσταση των γερμανών αλεξιπτωτιστών και τα αερομεταφερόμενα στρατεύματα αναφέρθηκα ήδη σε προηγούμενο κεφάλαιο. Σε αυτό εδώ το σημείο, θα ήθελα να εξετάσω με περισσότερη λεπτομέρεια την άποψή του για την εξέγερση του κρητικού λαού ενάντια στην γερμανική απόβαση. Αυτό ήταν απροσδόκητο για τους Γερμανούς. Τους κόστισε σημαντικές απώλειες και οι ίδιοι απάντησαν με μαζικά αντίποινα. Πώς αντιμετωπίζει ο Ρίχτερ αυτό το φαινόμενο; Ανακατασκευάζει τα γεγονότα με την επιστημονική αντικειμενικότητα που απαιτείται να δείξει; Ή είναι επιθυμία του και σε αυτήν την προβληματική να απαλλάξει τους επιτιθέμενους και να απονομιμοποιήσει τη μαζική αντίσταση; Η απάντηση είναι δυστυχώς για μια ακόμη φορά σαφής. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ρίχτερ, από τη μια πλευρά υπήρξε η τελευταία «καθαρή» εκστρατεία του  Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ταυτόχρονα και «η αρχή του βρώμικου πολέμου, η οποία χαρακτηρίζεται από κομματικές επιθέσεις και αντίποινα».[7] Στις 2 Ιουνίου του 1941 ο γερμανικός στρατός (Βέρμαχτ) πραγματοποίησε την «πρώτη μαζική δολοφονία των αμάχων στο Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο» με την εκτέλεση 23 αντρών στο χωριό Κοντομαρί.[8]

Αυτό το μήνυμα υποδηλώνει πρώτον ότι η ευθύνη για τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου κατανέμεται εξίσου μεταξύ των επιτιθέμενων και των ατάκτων στρατευμάτων. Και δεύτερον, προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι ο γερμανικός στρατός είχε παραμείνει «καθαρός» μέχρι την εισβολή στην Κρήτη, ότι δηλαδή μέχρι τότε δεν είχε διαπράξει εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας[9] όπως στον «γενναίο» αγώνα με εκείνους που υπερασπίζονταν την Κρήτη.

Πριν να ασχοληθώ στη συνέχεια με τη θέση του Ρίχτερ περί «ισοδυναμίας», θέλω να αναφερθώ σύντομα στον ισχυρισμό του, ότι δηλαδή έως την επιχείρηση «Ερμής», ο γερμανικός στρατός έκανε μόνο «καθαρούς» επιθετικούς πολέμους. Ο ισχυρισμός αυτός αντιπαρέρχεται όλες τις συλλογικές μνήμες και τα ευρήματα της ιστορικής έρευνας. Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία συνοδεύτηκε από την πρώτη μέρα από ένα κύμα τρομοκρατίας εναντίον μαχητών και αμάχων,των πολωνικών στρατευμάτων και του άμαχου πληθυσμού.[10]

Οι μονάδες της Βέρμαχτ εκτελούσαν Πολωνούς αιχμαλώτους πολέμου αμέσως μετά τις μάχες. Σφαγίασαν χιλιάδες μέλη της εθελοντικής φρουράς που είχαν σχηματιστεί στις πόλεις και τα χωριά και πυρπόλησαν 55 πόλεις και 476 χωριά. Έπαιρναν ομήρους από παντού και τους πυροβολούσαν ως «εξιλέωση» για επιθέσεις εναντίον Γερμανών στρατιωτών. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού της εβραϊκής πρωτοχρονιάς στις 13 Σεπτεμβρίου του 1939, οδήγησαν εκατοντάδες μέλη εβραϊκών κοινοτήτων στις συναγωγές και τους έκαψαν ζωντανούς. Από την 1ηΣεπτεμβρίου 1939 δεν πέρασε μέρα χωρίς να γίνουν εκτελέσεις. Παράλληλα, 27.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν.[11] Μετά την ίδρυση της κατοχικής δύναμης, η οπισθοφυλακή του στρατού και της αεροπορίας, τα στρατοδικεία της Βέρμαχτ και η κρυφή Αγροφυλακή συμμετείχαν στη μαζική τρομοκρατία εναντίον του πολωνικού και του εβραϊκού πληθυσμού.

Για μένα είναι ακατανόητο γιατί ο Ρίχτερ απλώς αγνοεί αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Ήταν σκόπιμο; Ή μήπως ήταν «μόνο» η εμμονή του ιστορικού σε θέματα της Ελλάδας που δεν είχε επικεντρωθεί στη «βρόμικη» αρχή του γερμανικού επιθετικού πολέμου; Ή τον απέκλεισε από την αφήγησή του, επειδή ήθελε να μετατρέψει την ειδική μελέτη του σε ένα σημείο καμπής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Αυτό δεν το γνωρίζουμε. Αλλά πρέπει να του απευθύνουμε αυτά τα ερωτήματα, διότι το σημείο που αναφέρεται στη γερμανική Βέρμαχτ, η οποία έμεινε «καθαρή» μέχρι τη σύγκρουσή της με την κρητική αντίσταση, επαναλαμβάνεται στο έργο του ξανά και ξανά. Και αυτό συμβαίνει από τότε που δημοσίευσε την έκδοσή του που αναφέρεται στην επιχείρηση «Ερμής».

Αυτά με τις προσπάθειες του Ρίχτερ να συμψηφίσει τον τρόπο που αγωνίζονταν οι Κρητικοί με τα γερμανικά αντίποινα. Αναπτύσσει ουσιαστικά τέσσερα επιχειρήματα.[12] Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος αποδίδει μεγάλη σημασία στη διαπίστωση ότι η κρίσιμη εξέγερση εναντίον των εισβολέων δεν ήταν αυθόρμητη πράξη και -όπως υποστήριξε με συνέπεια στη βιβλιογραφία του- δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί από τη μακραίωνη παράδοση της αντίστασης του κρητικού λαού εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο ίδιος αποδίδει τη συστηματική προετοιμασία στους αξιωματικούς της βρετανικής παραστρατιωτικής υπηρεσίας Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών(Special Operations Executive-S.O.E.), με τη βοήθεια της οποίας ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ από το καλοκαίρι του 1940, «παρέδωσε στις φλόγες ολόκληρη την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη μέσω δολιοφθοράς και ανατροπής».[13]

Ως κύριο εκπρόσωπο της ομάδας (SOE) παρουσιάζει τον αρχαιολόγο Τζον Πεντλέμπουρι(John Pendlebury),του οποίου τις δράσεις και τη μοίρα σκιαγραφεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ο Πεντλέμπουρικαι η ομάδα του ονειρεύονταν να γίνουν διάδοχοι του «Λώρενς της Αραβίας» παραβιάζοντας συνειδητά τους νόμους του πολέμου «ενθαρρύνοντας ένοπλους πολίτες στον ανταρτοπόλεμο».[14]

Δεύτερον, τα κρητικά πολεμικά τάγματα δεν ήταν μαχητές κατά την έννοια της Συνθήκης της Χάγης: «Ο τρόπος που αγωνίζονταν παραβίαζε τους νόμους του πολέμου». Αλλά αυτό δεν ενδιέφερε τους βρετανούς εμπλεκόμενους κατά τη στρατολόγηση των «παλιών καπεταναίων και των ακολούθων τους», «εφόσον έβλαπτε τον αντίπαλο και ωφελούσε τη δική τους πλευρά».

Τρίτον, πώς παραβίαζαν οι αντάρτες τις διατάξεις του διεθνούς στρατιωτικού δικαίου; Εδώ ο Ρίχτερ αναφέρει σοβαρές παραβιάσεις.[15] Αγωνίζονταν στήνοντας ενέδρες και επιτίθεντο κυρίως σε διασκορπισμένους αλεξιπτωτιστές και ομάδες μάχης. Σκότωναν φυλακισμένους και βεβήλωναν νεκρούς, ακολουθώντας «την αρχαία παράδοση». Επίσης, δεν τηρούσαν τις ανακωχές που προβλέπονταν τις νυχτερινές ώρες και έτσι απέτρεπαν κάθε δυνατότητα παροχής βοήθειας και περισυλλογής των πεσόντων και των τραυματιών, τους άφηναν «χωρίς νερό, τρόφιμα και πολεμοφόδια».[16] Γενικά κυριαρχούσε ανάμεσα στον κρητικό λαό που διακρινόταν από «παραλογισμό» μια «εκ των αρχαιοτάτων χρόνων πηγάζουσα θέληση για καταστροφή». «Δεν έδειχναν έλεος, ακόμα κι αν ο αντίπαλος ήθελε να παραδοθεί».

Ύστερα από αυτές τις παρατηρήσεις για τους «παράλογους» Κρητικούς και τους βρετανούς υποκινητές τους, ο Ρίχτερ έρχεται να μιλήσει για τα γερμανικά αντίποινα.[17] Παράλληλα, δεν αποσιωπά το γεγονός ότι οι ενώσεις των αλεξιπτωτιστών είχαν παρασυρθεί σε εκδικητικές πράξεις και διέπρατταν σφαγές. Αλλά όλα αυτά έγιναν χωρίς την καθοδήγηση των γερμανικών αρχών, οι οποίες θα προτιμούσαν να κρατούν υπό έλεγχο τις εν λόγω επιθέσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι διοικητές είχαν εκδώσει εντολές, στις οποίες καθόριζαν τη φύση και την έκταση των αντιποίνων που έπρεπε να οριστούν. Εδώ ο Ρίχτερ παραπέμπει στην εντολή του Διοικητή της Πέμπτης Ορεινής Μεραρχίας,Γιούλιους Ρίνγκελ (JuliosRingel), που είχε ήδη εγκριθεί στις 23 Μαΐου. Σύμφωνα με αυτήν την εντολή, όσοι πιάνονται με όπλο θα πρέπει να συλλαμβάνονται ως όμηροι και να οδηγούνται στον τόπο των επιχειρήσεων, ενώ σε περίπτωση εχθρικών ενεργειών, για κάθε Γερμανό που δολοφονείται, να εκτελούνται δέκα Έλληνες πολίτες.[18]

Ωστόσο, τα «σκληρά αντίποινα» που εξέδωσε μια εβδομάδα αργότερα ο Γερμανός ανώτατος Διοικητής Κουρτ Στούντεντ (KurtStudent) τα παραθέτει ο Ρίχτερ αυτούσια.[19] Αναφέρει μεταξύ άλλων ότι κατόπιν της «άμυνας», στην οποία είχαν προβεί «από μόνα τους» τα στρατεύματα, είχε έρθει τώρα η ώρα «να προχωρήσουν όπως είχε προγραμματιστεί, να εκδικηθούν και να αποτρέψουν ποινικά δικαστήρια, τα οποία και θα πρέπει να λειτουργήσουν στο μέλλον ως αποτρεπτικοί μηχανισμοί». Για τον σκοπό αυτό εξέδωσε διαταγή, σύμφωνα με την οποία, οι ενδιαφερόμενοι θα έπρεπε, μετά την αποσαφήνιση των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών που θα γίνεται από κάποιον «κεντρικό υπεύθυνο σε θέματα αντιποίνων», να προβαίνουν σε εκτελέσεις, να καίνε τοποθεσίες «αφού λεηλατήσουν περιουσίες» και να προχωρούν «σε εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού ολόκληρων περιοχών».

Επιπλέον, ο Ρίχτερ μας επιτρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι το 11οΣώμα της Πολεμικής Αεροπορίας (Fliegerkorps) ανέφερε στην Αεροπορία στις 4 Ιουλίου ότι η αποστολή εκδίκησης «είχε εκτελεστεί με τις μονάδες στρατευμάτων που επλήγησαν σε μεγαλύτερο βαθμό και με την υποστήριξη της στρατιωτικής χωροφυλακής».[20]

Αυτό ήταν ένα ξεκάθαρο κείμενο, όχι όμως για τον Ρίχτερ. Ερμηνεύει αυτές τις βάρβαρες εντολές ως προσπάθεια να αποτραπούν ακόμα πιο βίαιες εκδικητικές πράξεις. Επιδιώκει να αποδείξει ότι το ένταλμα του Ρίνγκελ για δολοφονία δεν είχε καν τεθεί σε ισχύ. Ο Ρίνγκελ το εξέλαβε μονάχα ως απειλή. Ακόμα και η εντολή του, για κάθε πεσόντα Γερμανό στρατιώτη να εκτελούνται δέκα Έλληνες όμηροι, δεν εισακούστηκε, διότι για τους δεκάδες Γερμανούς που σκοτώθηκαν τουφεκίστηκαν το πολύ διακόσιοι Κρητικοί.[21] Α

λλά ο Ρίχτερ προστατεύει ακόμη και τον Γερμανό Διοικητή. Αναφέρει με υπεκφυγές ότι ο Student απευθύνθηκε στον ανώτερο Διοικητή του,Χέρμαν Γκαίρινγκ(HermannGöring), εξαιτίας της έκτασης των επιθέσεων από την πλευρά των «παράλογων» Κρητικών: «προκειμένου να αποτρέψουν σκληρότερα μέτρα, απαιτούσε ο ίδιος να εφαρμοστούν ακόμη σκληρότερα μέτρα», για να τα αποδυναμώσουν όμως «αμέσως και πάλι στη συνέχεια».[22] Με αυτό τον τρόπο ο Στούντεντ προσπάθησε να κρατήσει τα στρατεύματα μακριά από «περαιτέρω αυθαίρετες ενέργειες» και, μέσα από προσωπική διαδικασία έγκρισης που εκδόθηκε κατόπιν εντολής του, διακριτικά να αποτρέψει «δραστικότερα μέτρα».[23] Στην πραγματικότητα, είχαν κρατήσει τα αντίποινα μέσα σε στενά όρια. Επιπλέον, θα παραβίαζαν το «τότε διεθνές δίκαιο», μόνο επειδή οι πυροβολισμοί διεξήχθησαν χωρίς προηγούμενη δικαστική διαδικασία.

Η επιχειρηματολογία του  Ρίχτερ δεν είναι σε καμία περίπτωση βάσιμη. Καταρχάς, παραπαίει με τον ισχυρισμό του ότι η κρητική λαϊκή εξέγερση ήταν μια σχεδιασμένηαπό καιρό οργάνωση της SOE και του ήρωά της,Πεντλέμπουρι. Αναμφισβήτητα, οι αξιωματικοί της SOE δραστηριοποιούνταν στην Κρήτη και δημιουργούσαν οργανώσεις αντίστασης.Ωστόσο, εκείνη την εποχή ήταν μειοψηφία. Οι ομάδες αντίστασης της λαϊκής εξέγερσης ήταν κυρίως οργανωμένες και καθοδηγούμενες από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, της πολιτοφυλακής και της χωροφυλακής. Οι παραδοσιακά αυτοοργανωμένες τοπικές επιτροπές αγώνα, που βρίσκονταν υπό την εποπτεία των αρχηγών τους, υποχώρησαν, ενώ υπήρχαν στενές επαφές ανάμεσα σε όλες αυτές τις οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που καθοδηγούσαν οι αξιωματούχοι του SOE. Οι κοινωνικοπολιτισμικές δομές αυτών των φορέων της λαϊκής εξέγερσης διερευνώνται σήμερα εκτενώς και ανάγουν τους ισχυρισμούς του Ρίχτερ στη σφαίρα των θρύλων. Το γεγονός ότι βασίζεται κυρίως σε μια δημοσίευση προπαγάνδας, που δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών το 1942, αναφέρεται μόνο περιστασιακά.[24]

Δεύτερον, από αυτό το γεγονός προκύπτει ότι οι κρητικές επιτροπές αγώνα αναγνωρίζονταν ως μάχιμες.[25] Ήδη στη Σύμβαση της Γενεύης και στη Συνθήκη της Χάγης η μαζική λαϊκή εξέγερση εναντίον των εισβολέων κηρύχθηκε ρητά νόμιμη. Η μόνη προϋπόθεση ήταν ότι αυτοί οι φορείς θα έπρεπε να είναι οργανωμένοι στρατιωτικά και να οπλοφορούν. Ακόμη κι αυτό το κριτήριο το είχαν εκπληρώσει οι «παράλογοι»  Κρητικοί. Και φυσικά η κράτηση και η δολοφονία ομήρων και η λεηλασία αγροκτημάτων και χωριών απαγορεύτηκαν στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.

Αλλά τι γίνεται με το τρίτο σημείο της επιχειρηματολογίας του Ρίχτερ; Εδώ μεταφέρει ένα ψήγμα αλήθειας. Σε μερικές περιπτώσεις οι εξεγερμένοι σκότωναν κρατούμενους και τραυματίες και βεβήλωναν νεκρούς. Επρόκειτο σαφώς για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους ηγέτες ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ αυτές τις διατάξεις. Ωστόσο, ο Ρίχτερ μεγαλοποιεί υπερβολικά αυτά τα ευρήματα. Βασίζει την παρουσίασή τους μονομερώς στα αποτελέσματα δύο εξεταστικών επιτροπών, της Πολεμικής Αεροπορίας και του Στρατού και στις μαρτυρίες μερικών Γερμανών βετεράνων. Από την άλλη πλευρά, απορρίπτει όλες τις εκθέσεις της γερμανικής πλευράς, οι συγγραφείς των οποίων θεωρούσαν ότι η υποτιθέμενη έκταση της βεβήλωσης των πτωμάτων είναι υπερβολική.[26]

‘Όποιος έχει μελετήσει την ιστορία του ανταρτοπόλεμου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει επίγνωση του γεγονότος ότι οι εκτελέσεις κρατουμένων και οι βεβηλώσεις πτωμάτων ήταν πιο συχνές σε άλλες περιοχές όπου εκδηλώθηκε ένοπλη αντίσταση −για παράδειγμα στη Γιουγκοσλαβία και σε ζώνες ανταρτών πίσω από το γερμανοσοβιετικό μέτωπο−, από ό,τι κατά τη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης στην Κρήτη. Εξάλλου, ο Ρίχτερ πλανάται και σε αυτό το σημείο. Οι ομάδες των ανταρτών δεν πολέμησαν μόνο στήνοντας ενέδρες κατά των εισβολέων. Στράφηκαν και κατά των τμημάτων της εμπροσθοφυλακής και κατά των αλεξιπτωτιστών, που συχνά επιχειρούσαν σε μικρότερες ομάδες. Αυτό οδήγησε σε επιθετικούς αγώνες σώμα με σώμα, όπου οι «παράλογοι» Κρητικοί βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση, εφόσον γνώριζαν καλά τα μέρη, ενώ οι Γερμανοί είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες στα δύσκολα εδάφη της κρητικής γης.

Στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας της επιχειρηματολογίας του ο Ρίχτερ μπαίνει στο περιθώριο της απολογητικής. Μέχρι την αντικατάσταση του Στούντεντ, το καλοκαίρι του 1943, θύματα του κύματος της τρομοκρατίας δεν υπήρξαν 200, αλλά 1800-2000 Κρητικοί: έτσι πλησίασε τη μοιραία αναλογία 1:10 του Ρίνγκελ. Ακόμα και ο ισχυρισμός του Ρίχτερ ότι ο Ρίνγκελ ήθελε να απειλήσει με τη διαταγή του για τα αντίποινααντικρούεται από τη βιβλιογραφία. Για παράδειγμα, έγραφε ο Ρίνγκελ στις 4 Ιουνίου 1941 σε μια αναφορά μάχης: «έγινε επέμβαση με τον πιο σκληρό τρόπο». Για «κάθε Γερμανό τραυματία ή πεσόντα», εκτελέστηκαν 10 Κρητικοί. «Τα σπίτια και τα χωριάστα οποία πυροβολούσαν τα γερμανικά στρατεύματα» παραδόθηκαν στις φλόγες και επιπλέον ήρθε τώρα διαταγή «να πιάσουν ομήρους από όλα τα μέρη».[27]

Ακόμη και οι απέλπιδες προσπάθειες να ωραιοποιήσουν τη διαταγή του «Νέρωνα», του ανώτατου αξιωματικού Student, στις 31 Μαΐου 1941, είναι άκαρπες. Και όταν τελικά ο Ρίχτερ, επικαλούμενος τη δημοσίευση ενός διακεκριμένου συνηγόρου για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Γερμανοί, ισχυρίστηκε μπροστά σε δικαστήριο των συμμάχων ότι η εκτέλεση των ανταρτών υπήρχε επίσης και στην ημερήσια διάταξη των συμμαχικών στρατευμάτων,[28] διαπράττει δύο σοβαρά λάθη: Εκλαμβάνει τις μαρτυρίες αυτής της κομματικής πηγής πληροφοριών ως άμεσο παράθεμα και χωρίς να τις ελέγξει. Ως εκ τούτου, με τη σιωπή του καταργεί τη διάκριση μεταξύ της ένοπλης αντίστασης και του ανυπεράσπιστου άμαχου πληθυσμού.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]Σύγκρ. Robin Higham / ThanosVeremis (εκδ.), Aspects of Greece 1936–1940. The Metaxas Dictatorship, Αθήνα, 1993.

[2]Richter, Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution (όπωςστηνυποσημείωση 6), σ.61.

[3] (Σ.τ.Μ.) Gleichschaltung=ευθυγράμμιση, συγχρονισμός, είναι ηπροοδευτική υπαγωγή του γερμανικού κράτους και της γερμανικής κοινωνίας στην ιδεολογία και την πολιτική του κυρίαρχου Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.Πρόκειται για την εγκαθίδρυση ένα συστήματος απολυταρχικού ελέγχου του κάθε ατόμου, και τον περιοριστικό συντονισμό όλων των τομέων της κοινωνίας και του εμπορίου. Ένας από τους στόχους αυτής της πολιτικής ήταν η επιβολή ενός συγκεκριμένου προτύπου ιδεών και σκέψης σε όλα τα άτομα, συρρικνώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ατομικότητα.https://el.wikipedia.org/wiki/Gleichschaltung

[4]Richter, GriechenlandI (όπως στην υποσημείωση 17), σ.13 και σ.312 κ.ε.

[5]Richter, GriechenlandI (όπωςστηνυποσημείωση 17), σ.325.

[6]HeinzA. Richter, OperationMerkur (όπωςστηνυποσημείωση 18).

[7]Richter, GriechenlandII (όπωςστηνυποσημείωση 17), σ.69.

[8]Richter, OperationMerkur (όπωςστηνυποσημείωση 18), σ.269.

[9]Richter, GriechenlandII (όπωςστηνυποσημείωση 17), σ.69.

[10]Σύγκρ. τηνεπισκόπησητωνμαζικώνεγκλημάτωντηςWehrmachtκατάτουάμαχουπληθυσμούτηςΠολωνίαςκαιτωνπολωνώναιχμαλώτωνπολέμουστο: WernerRöhr (διασκευή), DiefaschistischeOkkupationspolitikinPolen 1939–1945 (EuropauntermHakenkreuz, Τόμος.2), Berlin 1989, σ.72κ.ε.

[11]Μαζικές εκτελέσεις Πολωνών πολιτών και αιχμαλώτων πολέμου από τη Βέρμαχτ ή τα Ες-Εςαπό την 1ηΣεπτεμβρίου έως την 1939 (σειρά), πίνακας 2 στο: Röhr (διασκευή), DiefaschistischeOkkupationspolitikinPolen 1939–1945 (όπως στην υποσημείωση 123), σ.346–353.

[12]Richter, OperationMerkur (όπως στην υποσημείωση 18), σ.254 κ.ε.,  Richter, GriechenlandII ( όπως στην υποσημείωση 17), σ.69Φ.

[13]Richter, OperationMerkur (όπως στην υποσημείωση 19), σ.255.

[14]Στο ίδιο, σ.259. Τα επόμενα παραθέματα στο ίδιο.

[15]Στο ίδιο, σ.263Φ.

[16]Στο ίδιο, σ.263. Τα επόμενα παραθέματα στο ίδιο.

[17]Στο ίδιο, σ. 264κ.ε.

[18]Στο ίδιο, σ. 186.

[19]Στο ίδιο, σ. 265Φ. Τα επόμενα παραθέματα στο ίδιο.

[20]Στο ίδιο, σ. 266.

[21]Στο ίδιο, σ. 268.

[22]Στο ίδιο, σ. 265.

[23]Στο ίδιο, σ. 266.

[24]ΥπουργείοΕξωτερικών (έκδ.),Völkerrechtsverletzungen der britischen Streitkräfte und der Zivilbevölkerung auf Kreta, Berlin 1942.

[25]Σύγκρ. εδώκαιπαρακάτωAdam Roberts / Richard Gueleff, Documents on the Laws of War, Oxford / New York 2000, Geoffrey Best, Humanity in Warfare. The Modern History of the International Law of Armed Conflict, New York 1980

[26]Μεροληπτική χαρακτηρίζει ο Richter την αναφορά του ιατρού, ανώτερου υπαλλήλου του τμήματος φυλετικής πολιτικής του NSDAP, που έγινε γνωστή από βρετανικές δημοσιεύσεις. Ο HelmuthUnger στην έκθεσή του θεωρείυπερβολικό τον αριθμό των νεκρών που βεβηλώθηκαν. Θα μπορούσε εδώ να ελέγξει την εγκυρότητά του. Σύγκρ.Richter, OperationMerkur (όπως στην υποσημείωση 18), σ.271.

[27]Ανατυπωμένοαποσπασματικάστο: Martin Seckendorf (διασκευή), Die Okkupationspolitik des deutschen Faschismus in Jugoslawien, Griechenland, Albanien, Italien και 1992, έγγρ. 21, σ.157.

[28]Richter, Operation Merkur (όπωςστηνυποσημείωση  18), σ.272. Εδώβασίζεταιστο Hans Laternser, Verteidigung deutscher Soldaten. Plädoyers vor alliierten Gerichten, Bonn 1950.

 

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ