Της Νεφέλης Ευαγγέλου
Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο, αποχαιρετήσαμε τον παιδόκοσμο, που μας συντρόφευε για χρόνια. Άλλαζαν κάποιες συνήθειες, κάποιες προτεραιότητες στην καθημερινότητά μας, μπαίνοντας πιο βαθιά στην ουσία της ζωής. Ακόμα και συνήθειες της αποκριάτικης ενδυματολογίας, πήραν άλλη μορφή. Όχι, πως δεν μας άρεσαν οι στολές των παραμυθιών και η «ταύτιση» με τις φιγούρες που θαυμάσαμε και αγαπήσαμε. Όχι, πως δεν μας γοήτευαν ήρωες με υπερφυσικά γνωρίσματα ή δεν μας σαγήνευαν οι πλούσιες στολές που αποσπούσαν, συστηματικά, διακρίσεις. Όμως, διαπιστώναμε πως η αλήθεια των παραμυθιών, δεν ταίριαζε με την ηλικία που υποδεχόμασταν την εφηβεία και ανακαλύπταμε τη ζωή, γύρω και παραπέρα. Νιώθαμε πως – αληθινά- τα σημαντικά, τα ωραία πράγματα, οι αυθεντικοί χαρακτήρες, των ανθρώπων βρίσκονταν δίπλα μας. Νοιώθαμε την ανάγκη να υποδυθούμε ρόλους, τιμώντας ανθρώπους που, αντικειμενικά, σήμαιναν πολλά, για όλους αυτούς, που είχαν τη χαρά να τους γνωρίζουν. Πιστεύαμε πως, έτσι, υπήρχε μία αναγνώριση στο πρόσωπο, την προσφορά, τους ή τη φυσική τους αθωότητα. Νομίζω, πως ένας ακόμη λόγος της απομίμησης τους, ή της εξομοίωσης με την προσωπικότητά τους, ήταν και η πεποίθηση κάποιου καλλιτεχνικού ταλέντου, που γύρευε τρόπο να εκδηλωθεί. Δύο κορίτσια, υπερείχαν πολύ στην ανάπλαση ρόλων. Ήταν γεννημένες να αυτοσχεδιάζουν και να δημιουργούν, μπροστά σε κοινό. Η μία, από τις δύο, ήταν Φιλένια. Ζωντανή, εκρηκτική, μικρόσωμη και ευλύγιστη, με τη δροσιά των 22 χρόνων, ήταν ιδανική τσιγγάνα, χαριτωμένο μωρό, ασυναγώνιστη γιαγιά. Το εγνώριζε!
Τελευταίο Σαββατοκύριακο αποκριάς, με την Καθαρά Δευτέρα μαζί, βρέθηκε σε χωριό με συγγενική οικογένεια. Δεν ήθελε να ντυθεί «μασκαράς», για το καλό. Να μεταμφιεστεί ήθελε και να παίξει ρόλο, τιμώντας ένα θείο -χαρούμενο και ευχάριστο- όπως εκείνη, που αγαπούσε πολύ και δεν υπήρχε πολλά χρόνια στη ζωή. Αποφάσισε να μασκαρευτεί τη Δευτέρα, για να «πείσει» πως δεν ήταν μάσκαρας. Την βοήθησε μία ηλικιωμένη, μερακλού, που τρελαινόταν για χωρατά.
Μικρόσωμη, όπως ήταν, δυσκολεύτηκε να σουλουπωθεί με την κιλότα και το ζωνάρι του συζύγου της γειτόνισσας. Χρειάστηκε να το στρίψει τρεις φορές στη μέση της. Αν πεις για το σακάκι, περίσσευαν τα μισά μανίκια και έπεφταν οι ώμοι στη μέση των μπράτσων. Τους παραγέμισαν όπως-όπως μέσα από το φανελένιο πουκάμισο του παππού και έμενε να φορέσει στιβάνια και μαύρο σαρίκι, με κρόσσι μπιρμπιλάτο. Τα στιβάνια – χοντρά, μεγάλα και βαριά – ήταν δύσκολο να τα κουμαντάρει. Ένα βήμα γινόταν μέσα και ένα απέξω. Το καλντερίμι, μέχρι τη βρύση – που θα γινόταν η στάση- ήταν μικρό, με πέτρες μητέρες κάπως μα, πανέμορφο. Δεξιά και αριστερά, υπήρχαν δέντρα μυρωμένα από άρωμα κυπαρισσιού και, σε μικρό ύψωμα, δύο πλατάνια άπλωναν πελώρια κλαδιά για ίσκιο. Οι «περατάρηδες» και στο λιοπύρι, δεν υπέφεραν από τη ζέστη.
Της φόρεσαν το σαρίκι με τα κρόσια, στο τέλος, μα κάτι έλειπε. Το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν λεπτό, μελαχρινό και φαινόταν πως ήταν νεανικό. Δεν θα μπορούσε να ξεγελάσει τους χωρικούς, που συνάχτηκαν στη γειτονιά της βρύσης, για να υποδεχτούν τον μουσαφίρη, που ήρθε απρόσκλητος, καθαροδευτεριάτικα – από άλλο χωριό. Ένα μουστάκι, έπρεπε να τις κολλήσουν, πάνω από τα χείλη μα, πού να βρεθεί! Μπογιάντισαν το πάνω χείλος με κάρβουνο. Ζωγράφισαν μία μουστάκα που έδειχνε – από μακριά – αληθινή. Εκανε και μερικές πρόβες, η Φιλένια, με τη φωνή και βγήκε μία φωνή, που τρόμαξε την ίδια. «Μωρέ, Αντώνενα, πε του άντρα σου να βγει όξω. Ήμασταν μαζί στο στρατό. Πε του, είμαι ο φίλος από τα Κεραμειά»… Δεν καλοβλέπει, μάλλον, η γυναίκα και δεν διέκρινε το μασκάρεμα της κοπελιάς… «Αμέτε μέσα, εσείς, παρότρυνε τις κόρες της, άμα είδε πως ετούτο το κακαντράκι, δεν αστειευόταν! Βγαίνει ακούγοντας τις φωνές της Φιλένιας, ο κυρ-Αντώνης και μένει μάρμαρο. Αναγνώρισε τη Φιλένια, που έμοιαζε με καρικατούρα άντρα. Προσποιήθηκε πως αναγνώρισε τον παλιό φίλο του στρατού, για να μη χαλάσει τη μικρή γιορτή, εκεί, στη βρύση της γειτονιάς, που ήταν κανονική, με δίκτυο. Οι γυναίκες γελούσαν, μα, δεν μαρτυρούσαν. Τους άρεσε αυτό το μικρό πανηγύρι, που γινόταν ανέλπιστα και απροειδοποίητα, για να σπάσει την κάπως μονότονη ζωή της Ρούγας, που σπάνια ταραζόταν, πια. «Φέρε, γυναίκα, μία τσικουδιά, με κανένα σύκο, για τον άνθρωπο,» παράγγειλε ο νοικοκύρης. «Και να του κάμουμε και το τραπέζι. Εμείς δεν τρώμε, σήμερα, πασχαλινό», συμπληρώνει και στρέφεται στον «στρατιώτη» που άρχισε να τα βρίσκει σκούρα. Δεν έπινε τσικουδιά. Πνιγόταν, μόλις, την έβαζε στο στόμα του. Μα, τι να κάνει; Τι άντρας θα ήταν, αν δεν έπινε…
Τρώει δύο σύκα και σηκώνει το τσικουδοπότηρο. «Στην υγεία σας!…» Ώπα, μία και πάει κάτω. Φωτιές έβγαλε από το στόμα η κοπέλα. Κτυπούσε το ένα πόδι, με το στιβάνι, και την κατσούνα – από το ζόρι και τότε μόνο… Τότε, που έλυσε το μαύρο μαντήλι με τα κρόσια και έπεσε στους παραφουσκωμένους ώμους, αναφώνησε η Αντώνενα. «Εσύ ‘σαι μπρέ;» Ε, βέβαια. Τα κορακίσια μαλλιά της Φιλένιας, πυκνά και γυαλιστερά, άστραφταν νιότη, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού. Γελούσε και εκείνη και τα ολόασπρα, συμμετρικά, δόντια της φάνταζαν σαν μαργαριτάρια, έστω και κάτω από την μπογιά των μουστακιών, που είχαν πάρει την κάτω βόλτα. Παρούσα και η πολύ αγαπητή γυναίκα, που της έδωσε τα ρούχα για να μασκαρευτεί. Βλέποντας την, με τραυματισμένο μασκαραλίκι, βάζοντας τα χέρια στην τσέπη της ποδιάς, την αποπαίρνει: «Α μωρέ, ανεμάθρωπε! Ειδέτε ένα κακαντράκι…» Γελούσε και ανέβαινε το ανηφόρι για το σπίτι της, ενώ η Φιλένια ένοιωθε ευτυχισμένη. Το έδειχνε το κελαριστό γέλιο της, πως χάρηκε, γιατί έδωσε πάλι χαρά, Αυτό έκανε από μικρό παιδί και σαν νεαρή και σαν κοπέλα, που το επεδίωκε συνειδητά και συστηματικά. Ακόμη, της αρέσει να ανοίγει το σπιτικό της, την καρδιά της, για εκείνους που θέλουν την εγκάρδια συντροφιά και τη φιλοξενία της, το γέλιο και την κουβέντα της. Όσα προβλήματα, όσες δυσκολίες και αν αντιμετωπίζει, παραμένει ίδια. Και τώρα, στην ηλικία της καλοστεκούμενης γιαγιάς. Μπορεί η ίδια να το επιβεβαιώσει.