του Θεμιστοκλή Πανταζάκου
Ακόμα και οι πιο παλιοκαραβαναίοι Αριστεροί πρέπει να το παραδεχθούν(/με) πια· ακόμα και όσοι δηλώναμε ότι στο Ίντερνετ δεν θα διεξαχθούν ποτέ πραγματικοί κοινωνικοί αγώνες πρέπει να δούμε το λάθος μας: οι σημαντικότερες αλλαγές που εκκινούν από τα κάτω αφορούν, ολοένα και πιο συχνά πια, διαδικτυακές πλατφόρμες. Το φαινόμενο ήταν ήδη εν εξελίξει, η παγκόσμια πανδημία το επιτάχυνε σημαντικά, καμία ύφεση δεν αναμένεται στο μέλλον.
Ανατρέχοντας μόνο στα δύο τελευταία χρόνια, δεν ξέρει κανείς να τι να πρωτοθυμηθεί, όχι μόνο από τον ντόρο που ξεσήκωσαν τα ποστς και τα τουίτς, αλλά και από την αντίδραση στην οποία εξανάγκασαν την επίσημη Πολιτεία: την κατάργηση των voucher, την ακύρωση του συνεδρίου γονιμότητας, τη μετωπική σύγκρουση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης με φόντο το ελληνικό #MeToo. Στην τελευταία περίπτωση με hashtag #cancelefood, μια χιονοστιβάδα από 20.000 και πλέον σχόλια παρακινεί τους χρήστες να διαγράψουν την γνωστή εφαρμογή ντελίβερι, ως απάντηση στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (μετατροπή των εργαζόμενων σε εικονικά αυτοαπασχολούμενους) που επιχείρησε να επιβάλλει η εταιρία σε συμβασιούχους εργαζόμενους με χαμηλή αξιολόγηση. Δεν γνωρίζουμε αν η κινητοποίηση ξεκίνησε από τους ίδιους τους εργαζόμενους, αλλά σίγουρα θύμισε σε αδρές γραμμές την απεργία των εργαζόμενων στον κολοσσό Deliveroo τον Αύγουστο του 2016 στην Αγγλία, η οποία οργανώθηκε και διαδόθηκε μέσω κοινωνικών δικτύων.
Τα καλά νέα είναι ότι τα διαδικτυακά κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης έδειξαν ότι διαθέτουν και ταξικά αντανακλαστικά. Αυτό δεν ήταν και δεν είναι δεδομένο, ούτε στον ελλαδικό, ούτε στον παγκόσμιο (δηλαδή κυρίως στον αμερικάνικο) ψηφιακό χώρο, αφού το κατεξοχήν πεδίο δόξας των κοινωνικών δικτύων ήταν μέχρι στιγμής ταυτοτικοί αγώνες όπως αυτοί που αφορούν το φύλο και τη φυλή (#MeToo, Black Lives Matter, κ.λπ.). Αυτό, εννοείται, δεν είναι κάτι κακό· απλώς ήταν αμφίβολο αν, δεδομένης της φιλελεύθερης (liberal) δεξαμενής των χρηστών τους, τα online κινήματα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν με ουσιαστικό τρόπο συσπείρωση γύρω από ζητήματα που αφορούν ευθέως την τάξη. Φυσικά, τα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να έπαιξαν τον επικουρικό τους ρόλο σε κινήματα όπως το Occupy Wall Street, αλλά στην περίπτωση του efood μιλάμε για ένα χειροπιαστό ζήτημα εργατικών διεκδικήσεων και όχι για μια γενική και αόριστη εναντίωση στις ελίτ (η οποία, ξέρουμε καλά πια, δεν είναι και τόσο δύσκολο να γυρίσει μπούμερανγκ από τα άκρα δεξιά). Το σημαντικότερο, φυσικά, είναι ότι η διεκδίκηση αυτή πέτυχε, αφού, με δικαιολογίες του τύπου «έγινε παρεξήγηση» ή χωρίς, η εταιρία φαίνεται να τα μαζεύει, αποσύροντας τους εργοδοτικούς της εκβιασμούς.
Αυτά τα παραπάνω είναι σημαντικά, και δεν ακυρώνονται από το επιχείρημα ότι οι αγώνες γίνονται στην παραγωγή και όχι στην κατανάλωση – ότι δεν υπάρχει ηθική κατανάλωση σε ένα ανήθικο οικονομικό σύστημα. Παραγωγή χωρίς κατανάλωση δεν νοείται. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην χρησιμοποιείται, παράλληλα με τους αγώνες στην παραγωγή, και η δύναμη των καταναλωτών ως μοχλός άσκησης πίεσης στους εργοδότες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε ένα εμπορικό περιβάλλον (παροχή υπηρεσιών) όπου το ψηφιακό brand name της εταιρίας είναι το Α και το Ω της κερδοφορίας της – και άρα η δύναμη των shares, των likes, των αξιολογήσεων των καταναλωτών είναι τεράστια.
Τα θετικά αυτής της αντίδρασης δεν αντιμετωπίζονται ούτε και με το επιχείρημα ότι όλοι οι εργοδότες στον καπιταλισμό είναι δομικά υποχρεωμένοι να είναι εκμεταλλευτές της εργατικής δύναμης, ή με το επιχείρημα ότι ούτως ή άλλως κάθε ντελιβεράδικο είναι κάτεργο, άρα κανένα νόημα δεν έχει το μποϊκοτάζ ενός και μόνο εργοδότη. Όχι γιατί όλα αυτά δεν αληθεύουν αλλά γιατί, όπως και τα προηγούμενα, δεν είναι άμεσα σχετικά με τη συζήτηση. Το ότι ζούμε σε καπιταλιστικές κοινωνίες δεν σημαίνει ότι οι εργατικές διεκδικήσεις στερούνται νόηματος. Τουναντίον είναι ακριβώς μέσα από τις εργατικούς αγώνες που η αντικαπιταλιστική προοπτική αποκτά νόημα. Πιο χειροπιαστά, το ότι οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι εμμενείς και διάχυτες δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ενίοτε χώρος για να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι μέρος των υπερκερδών των εργοδοτών τους, ή να υπογραμμίσουν σημεία που οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης αναβαθμίζονται και γίνονται ακόμα πυκνότερες. Τα αυτονόητα λέμε εδώ, τα οποία μαρτυρά η μακρά ιστορία της Αριστεράς μέσα από αγώνες που αφορούν ανακλήσεις απολύσεων, αυξήσεις μισθών, μείωση εξαντλητικών ωραρίων, καταγγελίες εργασιακών καθεστώτων τρόμου. Αν θυμόμαστε ότι όλα είναι μάταια όταν οι αγώνες μεταφέρονται στο Ίντερνετ, τότε μάλλον δεν έχουμε πρόβλημα με τους ίδιους τους αγώνες, αλλά με το Ίντερνετ.
Τούτων δοθέντων, πολύ καλώς δεν έχουμε πρόβλημα με τους αγώνες, και καλώς είμαστε καχύποπτοι, και με τους καταναλωτικούς αγώνες, και με το Ίντερνετ. Αρκεί η καχυποψία μας αυτή να μπαίνει στη σωστή βάση, που δεν αφορά ούτε την εμπλοκή των καταναλωτών καθαυτή, ούτε τα ψηφιακά μέσα καθαυτά· αφορά την εποπτεία του πεδίου της εργασίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα συνδικαλιστικά τους όργανα, και την υπαγωγή των δράσεων των καταναλωτών στις πραγματικές ανάγκες των εργαζόμενων (και όχι στην ψηφιακή οργή). Πιο απλά: όταν μια μάζα ανθρώπων εν πολλοίς άσχετων με ένα αντικείμενο εξοργίζεται με κάτι στο Ίντερνετ, είναι αναμενόμενο να αντιδρά κάπως στα τυφλά. Αυτή τη στιγμή, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι γνωρίζουν τι προσπάθησε να κάνει η efood και έχουν βαλθεί να εκμηδενίσουν την εταιρία, αλλά συγκριτικά ελάχιστοι γνωρίζουν ότι αυτό που αποπειράθηκε να κάνει είναι ήδη καθεστώς στις περισσότερες μεγάλες εταιρίες διανομής φαγητού. Αυτό όχι για να μην αντιδρά κανείς απέναντι σε κανέναν εργοδότη, αλλά για να αντιδρά απέναντι σε όλους – για να αποφευχθεί η απομείωση του ζητήματος της εργοδοτικής τρομοκρατίας μέσω της προσωποποίησής του σε έναν Μεγάλο Κακό που το Καλό Ίντερνετ θα νικήσει. Τα κοινωνικά δίκτυα και το θέαμα γενικότερα λατρεύουν τέτοιου είδους απλουστεύσεις, όμως η καπιταλιστική πραγματικότητα τους αντιστέκεται σθεναρά. Το πώς πιθανά θα συντονιστούν οι καταναλωτικές αντιδράσεις για να εναντιωθούν σε τόσο ευρείες συνθήκες εκμετάλλευσης δεν είναι κάτι που θα το πούμε εδώ. Θα πούμε όμως ότι αφενός αυτό έχει γίνει στο παρελθόν (το #MeToo δεν αφορά μόνο μια περίπτωση παρενόχλησης, παρότι είχε τους παγκόσμιους κακούς του, π.χ. Harvey Weinstein), αφετέρου, πριν οι συνθήκες εργασίας των διανομέων γίνουν της ψηφιακής μόδας, το γενικό του προβλήματος έχει υπογραμμιστεί ξανά και ξανά από το ίδιο το κίνημα των εργαζόμενων – και ένα καταναλωτικό κίνημα δεν μπορεί να ελπίζει να είναι τίποτα αν δεν αφουγκράζεται το κίνημα των εργαζόμενων.
Έπειτα, και ατυχώς, τα κινήματα κοινωνικής δικαιοσύνης (άρα και οργής) στο Ίντερνετ επιδιώκουν συνήθως τον εκμηδενισμό των αντιπάλων τους. Η συζήτηση για το αν η εξόντωση μπορεί να είναι ριζοσπαστικό αίτημα και υπό ποιους όρους δεν θα γίνει φυσικά εδώ, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι είναι ιδιαιτέρως λεπτό το ζήτημα όταν αφορά πια όχι πρόσωπα, αλλά επιχειρήσεις. Μας είναι βέβαια εξαιρετικά οικείο το ότι οι αγώνες των εργαζόμενων δεν διεκδικούν ποτέ το κλείσιμο των επιχειρήσεων στις οποίες δουλεύουν, αλλά αυτό είναι κάτι που φαίνεται να ξεχνάμε εύκολα σε περιπτώσεις σαν του efood. Δηλαδή: έγινε μια προσπάθεια ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, με σκληρές πιθανές συνέπειες για μερίδα εργαζόμενων. Με την πολύτιμη βοήθεια των κοινωνικών δικτύων, αυτή η προσπάθεια απέτυχε και γύρισε πίσω με δύναμη σαν γροθιά στους εργοδότες. Οι τελευταίοι ανασκεύασαν και, κατά την πλειοψηφία των δημοσιευμάτων, ακύρωσαν την κίνηση αυτή. Ταυτόχρονα, το μένος των αξιολογήσεων του ενός αστερακίου, των ακυρώσεων των λογαριασμών, των angry reactions, δεν φαίνεται να υποχωρεί. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι, εφόσον το εργατικό αίτημα ικανοποιήθηκε, αυτές οι κινήσεις πια ικανοποιούν μόνο την ανάγκη της εκτόνωσης της οργής μιας μάζας που μέχρι εδώ έχει υπηρετήσει έναν ουσιαστικό σκοπό. Αν όμως η οργή δεν μπορεί να υποχωρήσει την κατάλληλη στιγμή, αν συνεχίζει πέρα από το σημείο υποχώρησης των εργοδοτών και φτάσει να σημαίνει την συρρίκνωση ή το κλείσιμο της επιχείρησης, τότε θα σημαίνει και χιλιάδες απολύσεις. Δεδομένου και του ότι οι διαδικτυακές παραγγελίες είναι μάλλον απίθανο να σταματήσουν στην Ελλάδα, τότε από ‘δω και πέρα η πίεση θα σημαίνει απλά την μεταφορά των πελατών στους έτερους μεγαλοδιανομείς φαγητού, του ίδιου εργοδοτικού καθεστώτος, κατά κανόνα με αυτό που έγινε προσπάθεια να αποφευχθεί στο efood! Το παράδοξο αυτό θυμίζει την περίπτωση των εργαζόμενων στη Μανωλάδα, που αναρωτιόντουσαν κάποτε αν είναι τρελοί όλοι αυτοί οι αλληλέγγυοι που δήλωναν ότι θα σταματήσουν δια παντός να αγοράζουν φράουλες του τόπου.
Κλείνοντας, είναι βέβαιο ότι οι διαδικτυακοί αγώνες θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στην πολιτική του αύριο (ήδη και του σήμερα). Το στάτους τους είναι πια αποφασισμένο – είναι έτσι και δεν γίνεται να είναι αλλιώς, είτε μας αρέσει είτε όχι. Επιπρόσθετα φαίνεται, στην χώρα μας τουλάχιστον, αυτή η δυναμική να μην είναι τελικά ούτε τόσο μικρή, ούτε τόσο ξεδοντιασμένοι όσο φανταζόμασταν (ή αρεσκόμασταν να φανταζόμαστε) κάποτε στην Αριστερά. Είναι επομένως στο χέρι και των καταναλωτικών-ψηφιακών κινημάτων, και στο χέρι των φυσικών κινημάτων, να γίνει μια ουσιαστική εναρμόνηση των δύο. Όπως φαίνεται, οι εργαζόμενοι χωρίς τους καταναλωτές θα είναι σε πολλές περιπτώσεις ανίσχυροι, ενώ οι καταναλωτές χωρίς τους εργαζόμενους κινδυνεύουν να είναι τυφλοί.