-Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε μέγιστη υπηρεσία στην πολιτική της Ουάσιγκτον στα Βαλκάνια χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα.

-Με τη συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. κάλυψαν τις αμερικανικές ανάγκες αναδίπλωσης δυνάμεων (από την Τουρκία) με στόχο το «στενό μαρκάρισμα» της Ρωσίας.

-Με την ελληνογαλλική συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας η κυβέρνηση της Ν.Δ. ικανοποιεί την αναζωπύρωση των γαλλικών «αυτοκρατορικών» φιλοδοξιών στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, πληρώνοντας πανάκριβα μια υπόσχεση προστασίας (άρθρο 2 της συμφωνίας που προβλέπει γαλλική ένοπλη ανάμειξη σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη υπό τον όρο της «κοινής διαπίστωσης» του κινδύνου).

Πανάκριβα θα πληρώσει η Ελλάδα και για την αγορά των φρεγατών Belharra, καθώς στο οπλοστάσιό τους η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε να μην περιλαμβάνεται (ούτε στο μέλλον, καθώς οι φρεγάτες που θα ναυπηγηθούν για την Ελλάδα δεν θα διαθέτουν την αναγκαία υποδομή) το «υποστρατηγικό» όπλο Scalp Naval, δηλαδή ο πύραυλος ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς (πάνω από 500 χιλιόμετρα) με τον οποίο τα χρήματα θα έπιαναν πράγματι τόπο, καθώς η απόκτηση του εν λόγω όπλου θα δημιουργούσε πραγματικές δυνατότητες αποτροπής.

Αντιμέτωπες με την αδυναμία/ανικανότητά τους να διαμορφώσουν μια εθνική στρατηγική, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση καταφεύγουν σε ευτελή πολιτική αντιπαράθεση με μόνο στόχο να κρύψουν την πραγματικότητα, δηλαδή την ευθύνη τους για την υποτελή θέση της χώρας και την αδιαφορία τους για κάθε προσπάθεια που θα συνέβαλλε να αλλάξει αυτή η κατάσταση.

-Είναι χαρακτηριστική η αμηχανία της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία δεν τολμά να καταγγείλει, καθώς αυτό θα της δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα με την Ουάσιγκτον.

-Χαρακτηριστική επίσης είναι η στάση των δύο κομμάτων εξουσίας και για την ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, καθώς, αν και προσπαθούν να επιδείξουν μεταξύ τους διαφορές, δεν το κατορθώνουν, μια και συμφωνούν στην ουσία της (η Ελλάδα προσφέρει έδαφος για στρατιωτικές βάσεις οπουδήποτε και όποτε το απαιτήσει η Ουάσιγκτον), αφού ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματεύτηκε την εν λόγω συμφωνία και η Ν.Δ. ως κυβέρνηση την υπέγραψε.

Ανάλογη είναι η αμηχανία των κομμάτων εξουσίας και απέναντι στην ελληνογαλλική συμφωνία, η οποία «ξεκλειδώνει» και το εξοπλιστικό πρόγραμμα του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.

Είναι πράγματι αλήθεια, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι συζητήσεις με τους Γάλλους για το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού ξεκίνησαν επί των ημερών του. Αυτό ωστόσο που δεν λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν τολμά να θίξει η Ν.Δ. είναι ότι το εν λόγω εξοπλιστικό πρόγραμμα δεν προχωρούσε όσο δεν έδινε το «πράσινο φως» η Ουάσιγκτον, στην οποία αναφέρονται και τα δύο κόμματα εξουσίας.

Στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας γνωρίζουν ακόμη και οι… διάδρομοι ότι το θέμα με την προμήθεια των γαλλικών Belharra ήταν τελειωμένο μέχρι την αλλαγή των δεδομένων που δημιούργησε η ξαφνική ανακοίνωση της στρατηγικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας (AUKUS).

Για να επιτρέψουν οι Αμερικανοί την εμβάθυνση των ελληνογαλλικών σχέσεων σε στρατιωτικό επίπεδο έθεσαν έναν τουλάχιστον σαφέστατο όρο: Η Ελλάδα δεν θα αποκτήσει στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Με πιο απλά λόγια, οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν ότι οι ελληνικές Belharra δεν θα είναι εξοπλισμένες με τους Scalp Naval.

Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι για μια ελληνική κυβέρνηση να αρνηθεί την ικανοποίηση επιθυμιών που εκφράζονται από την Ουάσιγκτον. Άλλωστε ως κυβέρνηση αντιμετώπισε και ικανοποίησε αυτές τις επιθυμίες (Συμφωνία Πρεσπών, ελληνοαμερικανική συμφωνία για βάσεις, υπονόμευση των ελληνογαλλικών συνομιλιών για τα εξοπλιστικά του Πολεμικού Ναυτικού) σε τέτοιον βαθμό, που ο Αλέξης Τσίπρας κλήθηκε στην Ουάσιγκτον για να εκφράσει και δημόσια τον θαυμασμό του («διαβολικά καλός ο Τραμπ») στην αμερικανική ηγεσία.

Τις αμερικανικές επιθυμίες είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ακόμη καλύτερα και η κυβέρνηση της Ν.Δ. με αφορμή την αμερικανική εμπλοκή (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες για τον μηχανισμό «αποσυμπίεσης» που συμφωνήθηκε μετά την παρατεταμένη κρίση με τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές της Ρόδου, του Καστελλόριζου κ.λπ. το καλοκαίρι του 2020. Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων, άλλωστε, άρχισε να οικοδομείται με συστηματικό τρόπο το τουρκικό «αίτημα» για την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών που βρίσκονται δίπλα στις τουρκικές ακτές, με την «άτυπη» ή σιωπηρή συμπαράσταση των Αμερικανών, οι οποίοι έχουν αντιρρήσεις για τον εξοπλισμό των εν λόγω νησιών με όπλα συγκεκριμένων δυνατοτήτων…

Αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα από όλα αυτά, είναι ότι οι «προστάτες» – και όχι οι κυβερνήσεις της χώρας – είναι αυτοί που τελικά αποφασίζουν για το όριο των δυνατοτήτων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και των αποτρεπτικών τους δυνατοτήτων.

pontiki.gr