Με μια «δυνατή» ομιλία, που άγγιξε όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, αλλά και την Ελλάδα, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κάλεσε τον Πάπα Φραγκίσκο σε συνεργασία για την επίλυσή τους.
Για παράδειγμα, αναφερόμενος στην πανδημία του κορωνοϊού, ο κ. Ιερώνυμος επισήμανε ότι έχει προκαλέσει ανασφάλεια, απογοήτευση και βία στους ανθρώπους και τόνισε ότι η συνεργασία της Εκκλησίας με την επιστήμη συμβάλλει στη μάχη κατά της πανδημίας, υπενθυμίζοντας ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε στείλει το μήνυμα ότι από τον ιό δεν απειλείται η ψυχή, αλλά η ζωή των ανθρώπων.
Όσον αφορά στο προσφυγικό, αφού ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξήρε την ευαισθησία του Ποντίφικα και υπενθύμισε την ιστορική επίσκεψή του, μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον ίδιο στη Λέσβο το 2016, αναφέρθηκε στις ελληνίδες μάνες που περιέθαλψαν και συνεχίζουν να περιθάλπουν πρόσφυγες. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι αν οι ισχυροί του κόσμου δεν λάβουν τολμηρές αποφάσεις, τότε το προσφυγικό και μεταναστευτικό θα συνεχίσουν να αυξάνονται, ενώ επέστησε ιδιαίτερα τον κίνδυνο εργαλειοποίησης των προσφύγων από το Αφγανιστάν από την Τουρκία. «Αρκετά με τα όμορφα λόγια», υπογράμμισε ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδας, λέγοντας ότι είναι χρέος όλων να σταματήσουν οι ροές τώρα.
Ο κ. Ιερώνυμος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο περιβάλλον και την κλιματική κρίση, λέγοντας, μάλιστα, ότι πολλοί απογοητεύτηκαν από τη συμφωνία της Γλάσκώβης για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, και έθεσε το δίλλημα τόλμη ή ζοφερό μέλλον. Κατά τα λοιπά, είπε ότι τρέφει σεβασμό και αγάπη για το πρόσωπο του Πάπα Φραγκίσκου, τον οποίο χαρακτήρισε ως ικανό και ταπεινό εργάτη του ευαγγελίου, και τον υποδέχθηκε με «αδελφοσύνη και τιμή» στον τόπο όπου ο απόστολος Παύλος μίλησε για τον «άγνωστο Θεό», τον «Ιησού Χριστό».
Στην αντιφώνησή του, ο ποντίφικας αφού και αυτός υπενθύμισε την ιστορική συνάντηση του 2016, επισήμανε ότι «τώρα ξαναβρισκόμαστε για να μοιραστούμε τη χαρά της αδελφοσύνης και να κοιτάξουμε τη Μεσόγειο, όχι μόνο ως τόπο που μας ανησυχεί και μας χωρίζει, αλλά και ως θάλασσα που ενώνει».
Ο Πάπας σε μια μείζονα συμβολική κίνηση, μιλώντας για τη σχέση των δύο εκκλησιών σημείωσε ότι «κοσμικά δηλητήρια μας μόλυναν, το ζιζάνιο της υποψίας μεγάλωσε την απόσταση και παύσαμε να καλλιεργούμε την μεταξύ μας κοινωνία. […] Με ντροπή, το αναγνωρίζω για την Καθολική Εκκλησία, πράξεις και επιλογές που λίγο ή τίποτα δεν έχουν να κάνουν με τον Ιησού και το Ευαγγέλιο, προερχόμενες μάλλον από δίψα για κέρδος και ισχύ, μάραναν τη μεταξύ μας κοινωνία. […] Η ιστορία έχει το δικό της βάρος και σήμερα εδώ αισθάνομαι την ανάγκη να ανανεώσω την αίτηση συγγνώμης από το Θεό και τους αδελφούς μας για τα σφάλματα που διέπραξαν τόσοι καθολικοί».
Πάντως, ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μίλησε εκ νέου για «συνάντηση», διερωτώμενος «πώς μπορούμε να μαρτυρήσουμε στον κόσμο τη συμφωνία με το Ευαγγέλιο, αν εμείς οι χριστιανοί είμαστε ακόμα χωρισμένοι; Πώς μπορούμε να αναγγείλουμε την αγάπη του Χριστού που ενοποιεί τα έθνη, αν δεν είμαστε ενωμένοι μεταξύ μας;» και συμπλήρωσε ότι «μόλις αρχίσαμε, ως Καθολικοί, μια οδοιπορία για να εμβαθύνουμε την έννοια της συνοδικότητας και αισθανόμαστε ότι έχουμε τόσα να μάθουμε από εσάς. Το επιθυμούμε με ειλικρίνεια, βέβαιοι ότι όταν οι αδελφοί εν τη πίστει πλησιάζουν μεταξύ τους, κατέρχεται στις καρδιές τους η παρηγορία του Αγίου Πνεύματος».