Του Σίμου Ανδρονίδη
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, διεξήχθη στο Κοινοβούλιο η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας που υπέβαλλε το κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ).
Η καταψήφιση της πρότασης δεν προκάλεσε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη, από την στιγμή όπου στην Μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία δεν έχει υπάρξει πρόταση δυσπιστίας η οποία να αποτέλεσε προάγγελο ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων (βλέπε την πτώση της κυβέρνησης).
Η συζήτηση που έλαβε χώρα, δεν ξέφυγε από τα ειωθότα, όντας διάστικτη από συμβατικές και κοινότοπες αναφορές, από αντιδεξιές εγκλήσεις (ΣΥΡΙΖΑ), και από την λογική της άμεσης ‘σύγκρισης’ που διαπέρασε τις τοποθετήσεις στελεχών της Νέας Δημοκρατίας και του προέδρου του κόμματος και πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μία λογική η οποία, εμπεριέχει ‘φορτισμένες’ αναφορές σε όσα έλαβαν χώρα στη Μάνδρα και στο Μάτι, με πολιτικό διακύβευμα το να αναδειχθεί η διαφορά μεταξύ της τωρινής κυβέρνησης και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στο εγκάρσιο σημείο όπου ακόμη και αν η τωρινή κυβέρνηση κάνει λάθη, αυτά δεν συγκρίνονται με το άμεσο κυβερνητικό παρελθόν.[1] Η πρόταση μομφής που υπέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ, εντάσσεται σε μία λογική σκληρής αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης, και όχι δομικής.
Λαμβάνοντας αφορμή την πρόταση μομφής και την συζήτηση που ακολούθησε σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, θα τονίσουμε πως ζητούμενο για ένα κόμμα της αντιπολίτευσης (έχουμε κατά νου το Κίνημα Αλλαγής), δεν είναι η υιοθέτηση μίας σκληρής αντιπολιτευτικής στρατηγικής, αλλά, αντιθέτως μίας έξυπνης αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση.
Εδώ αντλούμε από την θεωρία περί των ‘μικρών κρατών’ (small states) στο διεθνές σύστημα και των τρόπων με τους οποίους αυτά τα κράτη, εφαρμόζοντας μία σειρά έξυπνων στρατηγικών, επιχειρούν να αντισταθμίσουν την έλλειψη επιρροής (συγκριτικά με μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις) στο διεθνο-πολιτικό γίγνεσθαι.
Οι βασικές κατευθύνσεις μίας στρατηγικής έξυπνης αντιπολίτευσης είναι οι παρακάτω: 1) Αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος και τοποθέτηση στις βασικές θέσεις λειτουργίας της, εκείνων των βουλευτών που είναι θεωρούνται ικανοί[2] να αναδεικνύουν ευδιάκριτα τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος και τα πολιτικοϊδεολογικά του προτάγματα.
Για το ΠΑΣΟΚ/Κίνημα Αλλαγής, καθίσταται επιτακτική ανάγκη ο καλός συντονισμός σε επίπεδο Κοινοβουλευτικής Ομάδας και η επαρκής πολιτική λειτουργία της, καθότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του κόμματος δεν είναι εν ενεργεία βουλευτής.
Οι επιλογές ήδη έχουν γίνει και μένει να φανεί πως θα λειτουργήσουν, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν το ό,τι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος Αλλαγής, επί προεδρίας Φώφης Γεννηματά, υπήρξε ιδιαίτερα δραστήρια και παραγωγική.
2) Η σαφήνεια στο επίπεδο του παραγόμενου και εκπεμπόμενου πολιτικού λόγου, κάτι που προϋποθέτει την ανάδειξη αιχμηρών σημείων, η επιμονή που μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση μία κυβέρνηση, η πρωτοτυπία (ή αλλιώς, η δημιουργικότητα), που μπορεί να θέσει τις βάσεις για την συγκέντρωση της προσοχής γύρω από τις προτάσεις του κόμματος, η επένδυση σε ό,τι ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης προσδιορίζει ως «καθαρό στόρι» (σ.σ: αφήγημα) και ως «κεντρική, ελκυστική ιδέα».[3]
3) Η συστηματική, πολιτική εργασία και με επιστημονική χροιά, με στόχο την ανάδειξη των αντιφάσεων σε επίπεδο κυβερνητικού λόγου και ασκούμενων κυβερνητικών πολιτικών, που πρέπει να συνοδευθεί από την διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων επί διαφόρων θεμάτων, ώστε να διαφαίνεται η εναλλακτική προοπτική. Και κατά την διάρκεια μίας κοινοβουλευτικής περιόδου, η διαμόρφωση εναλλακτικών προτάσεων αποτελεί διαδικασία εν εξελίξει.
4) Η επιδίωξη των πολιτικών συνθέσεων, και η καλλιέργεια του εδάφους για την επίτευξη πολιτικών συνθέσεων με την κυβέρνηση (το Κίνημα Αλλαγής δεν πρέπει να είναι φοβικό ως προς αυτό), η αποφυγή της λαϊκιστικής υποσχεσιολογίας, του κοινότοπου και αναγωγιστικού λόγου, της αδράνειας (η οποία επισωρεύει κόστος), του φόβου του πολιτικού κόστους. [4]
5) Η αποφυγή μετατροπής σε ένα πολιτικό κόμμα το οποίο έχει προκατασκευασμένες και έτοιμες λύσεις για όλα τα ζητήματα, ήτοι σε ένα κόμμα που θα υιοθετεί ένα διδακτικό-πατερναλιστικό ύφος, όπως επίσης και η απόκλιση από την παγίδα της ‘υπερ-πολιτικοποίησης’: Κάποιες φορές είναι απαραίτητο το κόμμα να ‘σωπαίνει,’[5] να αφουγκράζεται, επιτρέποντας το να αναδεικνύονται στην επιφάνεια κοινωνικά αιτήματα και αφηγήσεις.
Συνολικά, οφείλουμε να κινηθούμε πέραν της σχηματικής προσέγγισης τύπου ‘πόλωση-ύφεση.’
Αυτά είναι δείγματα άσκησης μίας ‘έξυπνης’ αντιπολίτευσης,[6] με βάση την οποία ένας πολιτικός φορέας μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στη συν-διαμόρφωση του πολιτικού περιβάλλοντος και δεν περιμένει την ‘ευκαιρία’ μίας κρίσης για να κινηθεί ενεργητικά, παράγοντας αυτό που θα αποκαλέσουμε ως ηθικοπολιτική.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Εστιάζοντας περαιτέρω στα της κοινοβουλευτικής συζήτησης, θα πούμε πως, ιδιαίτερη δημοσιότητα απέκτησε η από του βήματος της Βουλής τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, Δημήτρη Κουτσούμπα, που εν προκειμένω, έσπευσε να ειρωνευθεί τον ιστορικό και καθηγητή του πανεπιστημίου Johns Hopkins Σεργκέι Ρατσένκο, κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομα του (Ρατσένκο/’Παπαρατσένκο’), με τρόπο ώστε να φανούν τόσο η ενόχληση για την δημοσίευση, με πρωτοβουλία του ιστορικού, Σοβιετικών αρχείων τα οποία αναφέρονταν στις σχέσεις μεταξύ Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης και Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), εν καιρώ εμφυλίου πολέμου, όσο και η σαφή υποτίμηση του ονόματος και συνακόλουθα της επιστημονικής δουλειάς του ιστορικού. Στην δημόσια σφαίρα εμφανίσθηκαν χιουμοριστικά memes και αναφορές για αυτή την αποστροφή του λόγου του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ. Θεωρούμε όμως, πως ενσκήπτει μία ιδιαίτερη όσο και βαθύτερη διάσταση, διότι, η υποτιμητική στάση του Δημήτρη Κουτσούμπα, φανερώνει μία υποτιμητική αντιμετώπιση της ιστορικής έρευνας και επιστήμης, όπως εκφράζεται εδώ μέσω της δημοσίευσης των αρχείων από τον Σεργκέι Ρατσένκο, μία σαφή προτίμηση στην πολιτικοϊδεολογική ‘αλήθεια’ του κόμματος, εκεί όπου αυτή εμβαπτίζεται στα νάματα της ‘ηρωικής’ δράσης και των ‘θυσιών’ του ΚΚΕ και των μελών του, μία μανιχαϊστική και δογματική αντίληψη που αναπαριστά τον ιστορικό ως πρόσωπο μη άξιο αναφοράς, μη ικανό να φθάσει στο ύψος της κομμουνιστικής ‘ηρωικής δράσης.’ Ο δογματισμός αναμειγνύεται με μία δόση ηθικολογίας, με το παραγόμενο δείγμα να καθίσταται επικίνδυνο. Βλέπε και, Κανέλλης Ηλίας, ‘Τι είχε μέσα το κιβώτιο,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 01/02/2022, σελ. 17.
[2] Ας μην υποτιμούμε την παράμετρο της πολιτικής επάρκειας.
[3] Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Ένα μήνυμα για την Ελλάδα,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα…ό.π., σελ. 19.
[4] Θεωρητικώ τω τρόπω, υιοθετούμε την αντίληψη του ομότιμου καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Νίκου Αλιβιζάτου, περί «εντοπισμένων συναινέσεων» και δη, εντοπισμένων πολιτικών συναινέσεων. Βλέπε σχετικά, Αλιβιζάτος, Νίκος, ‘Δύο βήματα μπρος ένα πίσω. 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες,’ Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020, σελ. 511.
[5] Έχουμε κατά νου μία αντίληψη της ‘σιωπής’ και δη της πολιτικής σιωπής, ως ενός ιδιαίτερου στοιχείου άσκησης πολιτικής και συμμετοχής στον πολιτικοϊδεολογικό ανταγωνισμό.
[6] Ακόμη και η ευγένεια ως στοιχείο συμπεριφοράς και πολιτικού ύφους, ενίοτε υποτιμάται ως ένδειξη ‘αδυναμίας’ και ‘συμβιβασμού’ με τον ‘αντίπαλο.’