Ο πρόεδρος της ΕΛΜΕ Χανίων κ. Γιάννης Κυριακάκης με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του συνδικαλιστή Λούη Τίκα στη σφαγή των απεργών του Λάντλοου στο Κολοράντο από τους μισθοφόρους του Ροκφέλερ αναφέρει τα εξής σε σχετική ανάρτηση του στον λογαριασμό του στο facebook:
Ο Λούης Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης) δολοφονήθηκε στη μεγάλη σφαγή των απεργών του Λάντλοου (Κολοράντο), στις 20 Απριλίου του 1914, από αστυνομικούς και μπράβους του ιδιοκτήτη των ορυχείων Ροκφέλερ.
Γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Λούτρα του Ρεθύμνου, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1906 όπου εργάστηκε ως ανθρακωρύχος στο Ντένβερ του Κολοράντο.
Είναι η εποχή που κατέφταναν μαζικά Έλληνες στις ΗΠΑ. Μόνο την περίοδο 1901-1910 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ 170 χιλιάδες όταν ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 2,5 εκατομμύρια. Οι μετανάστες, Έλληνες, Ιταλοί, Βαλκάνιοι κλπ χρησιμοποιούνταν συχνά από τα αφεντικά για να αντικαταστήσουν παλιούς ακριβότερους εργάτες ή για να σπάσουν απεργίες. Οι περισσότεροι προέρχονταν από αγροτικές χώρες, δεν είχαν εμπειρίες εργατικών αγώνων και ορισμένοι ούτε είχαν ξανακούσει τις λέξεις συνδικάτο, απεργία κλπ Γι’ αυτό συχνά γίνονταν απεργοσπάστες αλλά πολύ γρήγορα επιδίωκαν να απεμπλακούν. Αρκετές συγκλονιστικές μαρτυρίες απεργοσπαστών που προσπάθησαν να δραπετεύσουν από το καθεστώς ομηρίας που τους επέβαλαν οι εταιρείες περιέχει το βιβλίο του Z. Papanikolas: Ο αμοιρολόιτος.
Όμως οι συνθήκες δουλειάς των μεταναστών, η άθλια ζωή τους, η δουλειά χωρίς ωράριο, τα ακαθόριστα μεροκάματα, τα συνεχή ατυχήματα και η βαναυσότητα των καπιταλιστών, τους υποχρέωσαν να οργανωθούν και συχνά να συγκρουστούν με το κεφάλαιο. Ειδικά στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ που δούλευαν πολλοί Κρητικοί, οι εργάτες ήταν ολοκληρωτικά εξαρτημένοι μιας και τα σπίτια που έμεναν, τα μαγαζιά που ψώνιζαν, οι ταβέρνες που διασκέδαζαν, ο φωτισμός, το νερό και το ταχυδρομείο ανήκαν στην εταιρεία. Όταν γινόταν ο λογαριασμός το μεροκάματο εξαφανίζονταν κι οι εταιρείες έβγαζαν κι από τη μύγα ξύγκι.
Τη μεγαλύτερη όμως αγανάκτηση προκαλούσαν οι θάνατοι εργατών στα ορυχεία. Νεκροί αλλά και ακρωτηριασμένοι, καμένοι , και σακατεμένοι έβγαιναν συνέχεια από τις στοές. Στο ίδιο βιβλίο του Papanikolas υπάρχει μια φράση ενός διευθυντή ορυχείου που λέει ότι αυτοί «οι ντάγκος κοστίζουν λιγότερο από τα δοκάρια υποστύλωσης» (ντάγκος: μετανάστες λατινοαμερικανικής καταγωγής)
Ο Τίκας ήταν ο εκπρόσωπος μιας γενιάς συμπατριωτών μας που οι ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή ποδοπατήθηκαν από τον άγριο καπιταλισμό των ΗΠΑ. Ήταν μια γενιά ανθρώπων που ξενιτεύτηκαν, έζησαν τη φτώχεια και την καταπίεση, άνθρωποι αναλώσιμοι που με τον ιδρώτα και το αίμα τους έχτισαν το περίφημο «αμερικάνικο θαύμα». Όπως χαρακτηριστική είναι η αφήγηση ενός Ιταλού μετανάστη που πριν πάει στην Αμερική άκουγε ότι οι δρόμοι εκεί ήταν στρωμένοι με χρυσάφι. Δυστυχώς όταν πήγε διαπίστωσε ότι ήταν στρωμένοι με χώμα και μερικούς απ’ αυτούς τους έστρωσε ο ίδιος με άσφαλτο.
Η αγωνιστική δράση του Λούη Τίκα οδήγησε σε μια απόπειρα δολοφονίας του στις 13 Ιανουαρίου 1913. Στις 23 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ξεκίνησε μεγάλη απεργία χιλιάδων ανθρακωρύχων. Το Νοέμβριο συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Θ’ απελευθερωθεί στις 15 Δεκέμβρη. Στο μεταξύ οι ανθρακωρύχοι διώχνονται από τα σπίτια της εταιρείας και ζουν σε σκηνές στο Λάντλοου. Ο καταυλισμός περικυκλώνεται από την Εθνοφρουρά και πότε ποτε δέχεται πυροβολισμούς ιδιαίτερα τη νύχτα. Στη μεγαλύτερη σκηνή οι απεργοί σκάβουν ένα μεγάλο λάκκο και βάζουν μέσα για προστασία 11 παιδιά και μια έγκυο.
Στις 19 του Απρίλη οι Έλληνες γιόρτασαν το Πάσχα και στο γλέντι συμμετέχουν απεργοί από όλες τις εθνικότητες. Το επόμενο πρωί οι μπράβοι καταβρέχουν με πετρέλαιο τις σκηνές και βάζουν φωτιά στους ανθρακωρύχους και στις οικογένειές τους. Μόλις έβγαιναν από τις σκηνές τους γάζωναν με πολυβόλα. Ο απολογισμός ήταν 25 νεκροί (οι 3 εθνοφύλακες) ενώ σύμφωνα με άλλα στοιχεία οι νεκροί ήταν 50, οι 17 Έλληνες.
Να πως περιγράφει την επόμενη μέρα ο Τζον Ρήντ, που αργότερα θα γίνει γνωστός από το βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο»: «Ο καταυλισμός ή μάλλον το σημείο όπου βρισκόταν ο καταυλισμός, ήταν μια μεγάλη τετράγωνη έκταση- φάντασμα με χαλάσματα. Σόμπες, τσαγιέρες και κατσαρόλια ακόμη μισογεμάτα με το φαγητό που μαγείρευαν εκείνο το τρομερό πρωινό, καροτσάκια μωρών, σωροί μισοκαμένα ρούχα, παιδικά παιχνίδια, όλα κόσκινο από τις σφαίρες… αυτά είχαν απομείνει μόνο από ολόκληρη την επίγεια περιουσία χιλίων διακοσίων φτωχών ανθρώπων».
Στη σφαγή του Λάντλοου έχασαν τη ζωή τους ο Τίκας και οι σύντροφοί του αγωνιζόμενοι για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και καλύτερη ζωή. Μετά τη σφαγή λέγεται ότι έφτασαν στην περιοχή 300 ένοπλοι Κρητικοί επιζητώντας εκδίκηση. Επίσης έφτασαν και 100 Ιταλοί για τον ίδιο λόγο αφού ο Τίκας δεν ήταν ηγέτης μόνο των Ελλήνων αλλά όλων των μεταναστών-εργατών.
Όμως η επίσημη ιστορία δεν τα γράφει αυτά. Ούτε καν οι στατιστικές που καταγράφουν λεπτομερώς δολάρια, κάρβουνα , ιπποδύναμη μηχανών κ.α. αλλά όχι τα θύματα του ταξικού αγώνα. Η ιστορία των κάτω, η ιστορία του εργατικού κινήματος πρέπει να έχει μια ξεχωριστή σελίδα για αυτό τον ατίθασο και ανυπόταχτο Ρεθεμνιώτη.