Η Μάρθα Καραγιάννη, μία από τις τελευταίες και πιο αγαπημένες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, δεν είναι πια μαζί μας. “Έφυγε” από τη ζωή στα 82 της χρόνια το μεσημέρι της 18ης Σεπτεμβρίου βυθίζοντας σε θλίψη όχι μόνο τον καλλιτεχνικό, αλλά και τον υπόλοιπο, τον πιο απλό κόσμο, που μεγάλωσε με τις ταινίες της.
Υπήρξε ιδιαίτερη περίπτωση Ελληνίδας ηθοποιού. Σπούδασε χορό, αλλά έγινε ηθοποιός, Αν και σπούδασε χορό, έγινε ηθοποιός και μολονότι ήταν μία ιδιαίτερα όμορφη και ελκυστική γυναίκα, δε δίστασε να τσαλακώσει την εικόνα της για να προσφέρει γέλιο στις αμέτρητες ταινίες της.
Αίσθηση πάντα έκανε το γεγονός πως ποτέ δεν πήρε τον απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο. Ωστόσο, ξεχώριζε τόσο πολύ στις ταινίες που συμμετείχε έχοντας δεύτερους ρόλους που καταγράφηκε στη συνείδηση του κόσμου, όχι απλώς ως πρωταγωνίστρια, αλλά ως σταρ.
Είχε μπει με το σπαθί της στην αφρόκρεμα των ονομάτων του χρυσού ελληνικού σινεμά μαζί με τους: Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνο Ηλιόπουλο, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Ζωή Λάσκαρη, Χλόη Λιάσκου, Έλενα Ναθαναήλ, Γιάννη Βογιατζή, Φαίδωνα Γεωργίτση, Αλέκο Τζανετάκο και βέβαια με τον Κώστα Βουτσά.
Τα ακαταμάχητα μπικίνι της
Το στιλ της ήταν τόσο ακαταμάχητο που σαγήνευε απίστευτα τον ανδρικό πληθυσμό και κέρδιζε τον θαυμασμό από τον γυναικείο.
“Όταν ήμουν παιδί, προσπαθούσα να μοιάσω στη Σμαρούλα Γιούλη Έβαζα, λοιπόν, στο πρόσωπό μου γόμες και τις πίεζα με μολύβια. Ήθελα να σχηματιστούν στα μάγουλά μου τα λακκάκια της. Κι όλο πίεζα τα μολύβια… αλλά Σμαρούλα δεν γινόμουν» έλεγε στις συνεντεύξεις της.
Οι θαυμαστές της ήταν άπειροι, μαγνήτιζε πάνω της όλα τα βλέμματα με τα αποκαλυπτικά της μπικίνι και το γεμάτο καμπύλες κορμί της. “Ήταν η πιο όμορφη!“ λένε ότι είχε πει ο Νίκος Κούρκουλος– οι δυο τους δεν φλέρταραν ποτέ, ενώ ο Γιάννης Δαλιανίδης έλεγε συχνά: «Οι Έλληνες τη Μάρθα ποθούσαν, ήταν πιο κοντά στα πρότυπά τους από οποιαδήποτε άλλη ηθοποιό του ελληνικού κινηματογράφου».
Η ίδια ωστόσο δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο όμορφη και θελκτική ήταν και εξομολογούταν πως «δεν μου άρεσαν οι καμπύλες μου. Ήθελα να έχω το αδύνατο σώμα της Έλενας Ναθαναήλ. Κατά καιρούς έκανα δίαιτες για να το αποκτήσω, μια εβδομάδα μου χρειαζόταν τότε για να χάσω τρία κιλά. Τόσο εύκολα. Όπως είναι όλα όταν είσαι 25 χρόνων».
Ποτέ δεν πήγε σε δραματική σχολή
Γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1939 στην Αθήνα από γονείς ποντιακής Μεγάλωσε στο Κερατσίνι και ξεκίνησε από πολύ μικρή χορό στη σχολή Μοριανόφ. Μάλιστα, έπεισε τους γονείς της να μετακομίσουν στην Αθήνα, ώστε να μη χρειάζεται να παίρνει δύο λεωφορεία για να φτάνει στη σχολή της. Από τα οκτώ της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου (μαζί με την Ελένη Προκοπίου). Αυτά τα 10 χρόνια σπουδών στο κλασικό μπαλέτο θα αποδεικνυόνταν πολύτιμα στην καριέρα της στο θέατρο και στη μεγάλη οθόνη.
Ποτέ δεν πήγε σε δραματική σχολή. Το 1956, μαθήτρια ακόμα, απέκτησε άδεια ηθοποιού ως “εξαιρετικό ταλέντο” δίνοντας εξετάσεις στην Ειδική Επιτροπή, μετά την πρώτη της εμφάνιση στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Η Άγνωστος» του Ορέστη Λάσκου στο πλευρό της Κυβέλης, του Λάμπρου Κωνσταντάρα και του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Πώς προέκυψε η ταινία αυτή; Την πρόσεξε ο σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος, καλεσμένος του καθηγητή της Θάνου Τράγκα σε μια σχολική παράσταση.
Ένα χρόνο μετά και καθώς χόρευε στο Σε Λα Πεν της Κυψέλης για τα προς το ζην, την ξεχώρισε ο Κώστας Χατζηχρήστος. Της πρότεινε να συμμετάσχει στην καλοκαιρινή επιθεώρηση του Περοκέ «Ελέφαντες και Ψύλλοι». Εκείνο το καλοκαίρι έκανε και το πρώτο της εξώφυλλο για τη «Γυναίκα». Ήταν πλέον σίγουρο. Η κοπέλα αυτή είχε μέσα της ένα αστέρι.
Ο δικός της κινηματογραφικός μύθος
Η Μάρθα Καραγιάννη έχτισε τον δικό της κινηματογραφικό μύθο τη χρυσή δεκαετία του ΄60. Η πορεία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Φίνος Φιλμ και τον Γιάννη Δαλιανίδη. Η συνεργασία τους άρχισε το 1961, κερδίζοντας σημαντικό ρόλο στην ταινία «Ζητείται Ψεύτης». Την επόμενη σεζόν, Φίνος και Δαλιανίδης παρουσιάζουν το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», στο οποίο η Καραγιάννη σημειώνει μεγάλη επιτυχία στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς του Ντίνου Ηλιόπουλου. Αυτό ήταν το μοναδικό μιούζικαλ στο οποίο η σπουδαία ηθοποιός δεν χόρεψε, γιατί αρχικά στον ρόλο της επρόκειτο να εμφανιστεί η Άννα Φόνσου – μάλιστα είχε γίνει και δεύτερη πρόταση στην Πόπη Λάζου.
Έκτοτε, δε σταμάτησε κυριολεκτικά να χορεύει. Αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι όλων των μιούζικαλ του Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ, με την οποία γύρισε 20 ταινίες από τις 42 που έχει παίξει συνολικά στον κινηματογράφο: «Ένα κορίτσι για δύο», «Αυτό το κάτι άλλο», «Κάτι να καίει», «Κορίτσια για φίλημα», «Ραντεβού στον αέρα», «Ξυπόλητος πρίγκηψ», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Γοργόνες και μάγκες», «Μαριχουάνα στοπ».
Η “κόντρα με τη Ζωή Λάσκαρη
Στις “Οι θαλασσιές οι χάντρες”, 1967 εμφανίζεται ως καθαρά κωμική ηθοποιός κάτι στο οποίο επέμεινε πολύ ο Γιάννης Δαλιανίδης. Η ίδια δεν ήθελε, γιατί πίστευε πως σκοπός του ήταν να προβάλλει τη Ζωή Λάσκαρη. Αντίθετα εκείνος της είπε ότι έτσι της δίνει ψωμί για μέχρι τα γεράματά της. Και βέβαια ο Δαλιανίδης είχε απόλυτο δίκιο γιατί εννοούσε ότι μπορούσε να ξεχωρίσει και να σταθεροποιηθεί στην κωμωδία και να απαγκιστρωθεί από την εικόνα της λαμπερής σουμπρέτας-χορεύτριας που έχει όριο λήξης.
Είχε εξαιρετική φωνή. Και μάλιστα πολύ χαρακτηριστική. Ποιος δε θυμάται τη μεγάλη της επιτυχία στην ταινία “Γοργόνες και μάγκες” (1968) στο “Ο άνδρας που θα παντρευτώ”.
Το 1969, θα παίξει έναν δραματικό ρόλο στην ταινία του Νίκου Φώσκολου, “Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα”, και ένα ρόλο κωμικό στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, “Η ωραία του κουρέα”. Τελευταία ταινία εκείνη την περίοδο είναι Ο Μάγκας με το τρίκυκλο, 1972 ενώ θα επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα με την ταινία του Γιώργου Λαζαρίδη, “Ο Ποδόγυρος”, 1980. Τελευταίες της ταινίες ήταν το “Πεθαίνω για σένα”, 2009 και το “Από έρωτα”, 2014.
Ο “καλλιτεχνικός” έρωτας με τον Κώστα Βουτσά
Με τον Κώστα Βουτσά “κόλλησαν” απίστευτα. Η χημεία τους ήταν μοναδική, γι αυτό και σταδιακά εξελίχθηκαν σε ένα από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά ζευγάρια. Μαζί μας χάρισαν μερικές από τις πιο απολαυστικές ταινίες της εποχής, όπως τη «Νύχτα γάμου», αλλά και το “Το ανθρωπάκι” (1969). Αλλά και στη ζωή, οι δυο τους υπήρξαν αχώριστοι φίλοι και το περίεργο είναι πως δε συνδέθηκαν ποτέ ερωτικά. Μάλιστα η Μάρθα Καραγιάννη είναι αυτή που πάντρεψε τον Βουτσά με την τελευταία του γυναίκα, την Αλίκη Κατσαβού.
Το θέατρο
Η Μάρθα Καραγιάννη διέγραψε μία πολύ σημαντικη πορεία και στο θέατρο, καθώς συμμετείχε από πολύ νωρίς σε μεγάλες επιθεωρήσεις δίπλα σε ονόματα-θρύλους όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Νίκος Σταυρίδης, η Ρένα Ντορ, η Γεωργία Βασιλειάδου, η Καίτη Μπελίντα, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Μαρίκα Νέζερ, ο Νίκος Ρίζος, ο Γιάννης Γκιωνάκης, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Σωτήρης Μουστάκας κ.ά
Παράλληλα με τη Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου έπαιζε αδιαλείπτως και στο θέατρο. Το 1962 έλαβε μέρος στην παράσταση των Θεοδωράκη, Κακογιάννη και Μποστ, “Όμορφη πόλη” με σπουδαίους ηθοποιούς και τραγουδιστές, όπως οι Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Βογιατζής, Μαίρη Λίντα και ο Μανώλης Χιώτης.
Το 1972, ήταν η πρώτη που ανέβασε στο θέατρο Καλούτά και μάλιστα με δικό της θίασο το μιούζικαλ «Καμπαρέ», με σκηνοθέτη τον Αλέξη Σολομό και τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Πρέκα και Κατερίνα Γιουλάκη στο καστ.
Το καλοκαίρι του 1983 μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη πρωταγωνιστούν στο «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές», σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, ενώ δέκα χρόνια σχεδόν αργότερα κάνει το “άλμα” και συμμετέχει στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο, μία παράσταση/μουσική εκδοχή του Σταμάτη Κραουνάκη σε σκηνοθεσία Μηνά Κωνσταντόπουλου. Ανάμεσα στις τελευταίες παραστάσεις που πρωταγωνίστησε είναι οι Εκκλησιάζουσες το 2004 σε σκηνοθεσία Νανάς Νικολάου-Βασίλη Μυριανθόπουλου (ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης) και το 2014 στο έργο των Στέλιου Παπαδόπουλου και Γιώργου Βάλαρη, σε σκηνοθεσία του δεύτερου, με τίτλο “Η μαμά είπε μη…!
Ο δικός της απολογισμός
“Αισθάνομαι άνετα με το νυχτικό και τις παντόφλες μου, πίνω νερωμένο καφέ, καπνίζω, δεν πάω σε δεξιώσεις με ένα ποτήρι νερό στο χέρι και να λέω ανοησίες, δεν έχω Φιλιππινέζα, ρόλεξ και BMW. Αγαπώ τους φίλους μου, τους σκύλους μου, τις αναμνήσεις μου, τις ρυτίδες μου, τους θεατρίνους και τα ταξίδια. Θέλω να γεράσω, γιατί σημαίνει ότι θα έχω ζήσει (δεν γερνάνε όσοι πεθαίνουν νέοι). Για το θάνατο αδιαφορώ, γιατί δεν θα είμαι εκεί”. αναφέρει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία της «Ο έρωτας, μωρό μου, είναι γλέντι» (εκδ. Άγκυρα).
Και όντως ήταν ένας άνθρωπος που απασχόλησε τον Τύπο μόνο με τις καλλιτεχνικές της δραστηριότητες, ποτέ με την προσωπική της ζωή. Και “έφυγε” από τη ζωή στα 82 της έχοντας ζήσει όλα όσα ήθελε.