Προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου κ. Ανδρέα, τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας, του Γιάννη Αριστομένους Συγγελάκη.
Ο δίκλιτος Ιερός Ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στην Άρβη, ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει τους συγγενείς και τους φίλους που ήρθαν για να αποτίσουν την οφειλόμενη τιμή σ’ σπουδαίο άνθρωπο…
Απλοί άνθρωποι της αιματοβαμμένης επαρχίας Βιάννου αλλά και πολλοί από το Ηράκλειο και τις άλλες περιοχές της Κρήτης βρέθηκαν στον παραλιακό οικισμό για να αποχαιρετίσουν έναν αγωνιστή της ζωής, που τίμησε και με το παραπάνω το ανθρώπινο είδος και που ολόκληρη η ζωή του είναι ένα μάθημα ιστορίας.
Ο Γιάννης Συγγελάκης, γεννήθηκε μέσα στη λάβα και τον όλεθρο της γερμανικής θηριωδίας.
Ήταν μόλις 7 ετών, όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα του και τέσσερα ακόμη μέλη της οικογένειάς του και κατόπιν έβαλαν φωτιά στο χωριό!
Μέσα στο πένθος και την αφόρητη φτώχεια, ο Γιάννης Συγγελάκης με την φροντίδα του μεγαλύτερου αδερφού του, του αείμνηστου Χρύσανθου, ανέβαινε ασταμάτητα τις βαθμίδες των επιστημών, ενώ ουδέποτε έπαψε να αγωνίζεται για την Ειρήνη. Ολόκληρη τη ζωή του συνέλεγε στοιχεία προκειμένου να τεκμηριωθούν με τρόπο αδιάψευστο οι ωμότητες των Γερμανών κατακτητών, ενώ ο αγώνας του για την ανάδειξη και διεθνοποίηση τόσο του Ολοκαυτώματος της Βιάννου, όσο και όλων των ολοκαυτωμάτων της χώρας ήταν διαρκής.
Δεν αρκέστηκε όμως μονάχα σ’ αυτά, αλλά αφιέρωσε κάθε ικμάδα της ύπαρξής του προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη, καθώς τα εγκλήματα πολέμου είναι απαράγραπτα.
Για τον άνθρωπο αυτόν, που (επαναλαμβάνουμε) ήταν πρότυπο θάρρους, καρτερίας, επιμονής και αγωνιστικότητας, μίλησαν ο εφημέριος της Άρβης-αιδεσιμολογιότατος πατέρας Στυλιανός Γεωργιανάκης, ο Δάσκαλος-συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής Γιώργος Καλογεράκης και ο γιος του, Δρ. Αριστομένης Συγγελάκης Συγγραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης Γερμανικών Οφειλών.
Στην εξόδιο ακολουθία παραβρέθηκαν ο Περιφερειάρχης Κρήτης κ. Σταύρος Αρναουτάκης, ο Αντιπεριφερειάρχης κ. Νίκος Συριγωνάκης, ο Πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου κ. Παύλος Μπαριτάκης, οι θεματικοί Αντιπερειάρχες κ.κ. Γιώργος Αλεξάκης και Κώστας Φασουλάκης, οι Δήμαρχοι Βιάννου κ.κ.Μηνάς Σταυρακάκης, Ηρακλείου Βασίλης Λαμπρινός και Χερσονήσου Ιωάννης Σέγκος, οι αντιδήμαρχοι Ηρακλείου κ.κ. Μαρία Καναβάκη, Κώστας Βαρδαβάς και Γιώργος Σισαμάκης, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Βιάννου κ. Μιχάλης Παπαδήμας, ο Αντιδήμαρχος Δήμου Βιάννου κ. Μανώλης Αγαπουλάκης, ο επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης του Δήμου Βιάννου και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κερατόκαμπου-Καψάλων «η Βίγλα» κ. Μπάμπης Κονδυλάκης, οι πρόεδρος και Γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου κ.κ. Στέλιος Βοριάς και Νεκτάριος Μωυσάκης, η πρόεδρος της Ένωσης Θυμάτων Δαμάστας κ. Πόπη Λιαδάκη, ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Δαμάστας κ. Γιώργος Σαρρής και ο τραγουδοποιός Μάνος Παπαδάκης.
Ψήφισμα εκδόθηκε από τον Βουλευτή Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτη Βαρδάκη, τον βουλευτή του ΚΚΕ Μανώλη Συντυχάκη, την Κοινότητα Αμιρά, τον Σύλλογο Βιαννιτών στην Αττική «ο Διαβάτης», τον Πολιτιστικό Σύλλογο Δαμάστας, τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Καλής Συκιάς «ο Τσιλίβδικας».
Η ταφή έγινε στο κοιμητήριο του Αμιρά. Ο Γιάννης Συγγελάκης, αναπαύεται στον οικογενειακό τάφο, σιμά της μητέρας του Δέσποινας, του αδερφού του Χρύσανθου και των άλλων μελών της οικογένειας…
Ο αποχαιρετισμός του γιου του
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΓΓΕΛΑΚΗΣ: 15.5.1936 – 25.1.2023: ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΣΤΟ ΦΩΣ!
Χάσαμε τον πατέρα μας, το στήριγμά μας, την πυξίδα μας στα δύσκολα! Χάσαμε το καθημερινό παράδειγμα θάρρους και γενναιοψυχίας, αυταπάρνησης, ηθικής ακεραιότητας, συνέπειας, ανθρωπιάς, φιλαλληλίας και γενναιοδωρίας. Και μείναμε ορφανοί, μόνοι κι έρημοι, πληγωμένοι, ακρωτηριασμένοι, να παλέψουμε με τις δυσκολίες της ζωής σε καιρούς σκληρούς κι αδυσώπητους!
Τι να πρωτοθυμηθώ από έναν αυθεντικό, ανυπότακτο μαχητή της ζωής; Την αγάπη του για τα παιδιά του, τη σοφία του, την εντιμότητα και τη συνέπειά του, το αίσθημα δικαιοσύνης, την προσήλωσή του στη μόρφωση, τη γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία του; Ένας αγωνιστής της ζωής που ποτέ του δεν φοβήθηκε, ούτε τη γερμανική ναζιστική μπότα, ούτε την πείνα, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, ούτε την σκληρότητα της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά ούτε και τα προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια, που τα αντιμετώπιζε με θάρρος, υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια!
Στις 15 Μάη του 1936 γεννιέται στα Αμιρά της επαρχίας Βιάννου ο δεύτερος, μετά τον Χρύσανθο, γιος της οικογένειας του Αριστομένη Συγγελάκη και της Δέσποινας Συγγελάκη (το γένος Ηλιάκη). Η ζωή δύσκολη, η Βιάννος η πιο φτωχή και απομονωμένη, τότε επαρχία της Κρήτης αλλά η εργατικότητα και η ευσυνειδησία των γονιών εγγυάται μία αξιοπρεπή και όμορφη ζωή για τα δύο μικρά αγόρια της οικογένειας, τον Χρύσανθο και τον Γιάννη (ο Αριστομένης θα γεννηθεί αργότερα, το 1944). Μέχρι που ο ολετήρας του ναζισμού σάρωσε τα πάντα…
Στις 14.9.1943, ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, τοπικής εορτής των Αμιρών, το ναζιστικό τέρας, ο γερμανικός τακτικός στρατός, ορμάει να κατασπαράξει τη Βιάννο χτυπώντας πισώπλατα, με τον πιο ύπουλο και επαίσχυντο τρόπο τον άμαχο πληθυσμό, παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις των γερμανών αξιωματικών ότι οι άμαχοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα!…
Έλα παιδί μου γιατί σκότωσαν τον πατέρα σου
Αμέσως οι ”ιδεαλιστές ιππότες” της Βέρμαχτ πιάνουν στην ναζιστική παγίδα πολλές δεκάδες Αμιριώτες και είναι έτοιμοι να τους εξοντώσουν. Ο εφτάχρονος Γιάννης, αν και δεν έχουν ακόμη αιχμαλωτίσει τον πατέρα του, που κρύβεται με τον ένα αδελφό του στο σπίτι τους, παίρνει ένα μικρό καλάθι με καλούδια που του δίνει η μάνα του και το δίνει στους Γερμανούς για να τους εξευμενίσει. Στα λίγα λεπτά που λείπει από το σπίτι ο μικρός Γιάννης γίνεται το κακό: ο γερμανικός στρατός κατοχής δολοφονεί εν ψυχρώ τον πατέρα του πατέρα μου και παππού μου και Αριστομένη και τον έναν αδελφό του, τον Παυλή, ενώ σε άλλο σημείο του χωριού ίδια είναι η μοίρα για δύο ακόμη αδέλφια του παππού μου, τον Γιάννη και τον Μαθιό και τον πατέρα τους Νικόλαο. Δύο ακόμη αδέλφια του παππού μου Αριστομένη στήνονται στον τοίχο από τους Γερμανούς αλλά γλιτώνουν με τραύματα: ο Γιώργος στα Αμιρά και ο Κωστής στον Άγιο Βασίλειο Ενώ δύο ακόμη, ο Μυρώνης έχει φύγει στη Μέση Ανατολή και η οικογένειά του τον θεωρεί νεκρό και του κάνει μνημόσυνα και ο Μιχάλης ήταν αντάρτης στα βουνά.
Η εν ψυχρώ δολοφονία του παππού μου Αριστομένη και του αδελφού του γίνεται έξω από το σπίτι τους, μπροστά στα μάτια της γιαγιάς μου Δέσποινας, που είναι ήδη έγκυος στον μικρό Αριστομένη, το θείο μου, ο οποίος θα γεννηθεί οκτώ μήνες μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Η γιαγιά μου ουρλιάζει, προσπαθεί να βγει από το σπίτι και οι Γερμανοί ρίχνουν μία ριπή στο παράθυρό της, όπου ακόμη υπάρχει το εντύπωμα της σφαίρας.
Αμέσως μετά, η γιαγιά μου η Δέσποινα, βγαίνει έξω να θρηνήσει τον άντρα της και τον αδελφό της. Αλλά ξαφνικά επικρατεί το ένστικτο της μάνας: θυμάται ότι ο μικρός της γιος, ο Γιάννης, έχει πάει να δώσει ένα καλαθάκι με τα καλούδια στους Γερμανούς, όπως του είχε ζητήσει για να αφήσουν τους ανθρώπους που είχαν αιχμαλωτίσει. Αλαφιασμένη τρέχει να βρει το παιδί της. Ευτυχώς τον βρίσκει γρήγορα και του λέει: «Έλα παιδί μου γιατί σκότωσαν τον πατέρα σου». Μια φράση που το σκληρό της νόημα ένιωσε ο πατέρας μου αργότερα και σημάδεψε τη ζωή του με την ορφάνια, την φτώχεια και την ακραία πείνα, τη σκληρότητα, που έζησε στα πιο τρυφερά του χρόνια. Όταν ο πατέρας μου όπως και τ’ άλλα ορφανά της Βιάννου, από καλότυχος, που όλοι ήθελαν να τους κάνει το ποδαρικό για τη νέα χρονιά έγινε μέσα σε μια μέρα κακορίζικος, που έφερνε κακή τύχη και κανείς δεν ήθελε την Πρωτοχρονιά στο σπίτι του.
«Μαμά, γιατί αυτές οι γυναίκες δεν φορούν μαύρα;»
Πέντε χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα της Βιάννου, τον Σεπτέμβριο του 1948, ο πατέρας μου, συνοδευόμενος από τη μητέρα του Δέσποινα, βγαίνει για πρώτη φορά από το χωριό του τον Αμιρά για να πάει να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στο Γυμνάσιο της στην Άνω Βιάννου. Στην Άνω Βιάννο οι νεκροί την περίοδο της Κατοχής δεν ήταν τόσο πολλοί, όπως στα Αμιρά και τα μέσα χωριά, γιατί το χωριό ήταν έδρα γερμανικής δύναμης.
Το προαύλιο του Γυμνασίου της Βιάννου είναι γεμάτο από τα πρωτάκια και τις μητέρες τους. Και τότε γυρίζει ο πατέρας μου στη μητέρα του Δέσποινα και τη ρωτάει: «Μαμά, γιατί αυτές οι γυναίκες δεν φορούν μαύρα;». Μέσα σε μία φράση, όλη η ναζιστική θηριωδία και το αποτύπωμά της στις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών. Γιατί το μαύρο είχε εγγραφεί στη συνείδηση και την ψυχή του μικρού Γιάννη ως το χρώμα των ρούχων των γυναικών. Το μαύρο ήταν το χρώμα του σκληρού παρόντος και, για τα περισσότερα παιδιά της μαρτυρικής μας επαρχίας, που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη σκληρή τους μοίρα ήταν, δυστυχώς, και το χρώμα του μέλλοντός τους!
«Ο βρεγμένος τη βροχή δεν φοβάται!»
Ο πατέρας μου είχε έφεση στα γράμματα από μικρός. Η φλόγα της γνώσης και της προόδου έκαιγε μέσα του, όσες κι αν ήταν οι δυσκολίες. Σύμμαχος και συμπαραστάτης των τριών ορφανών, του Χρύσανθου, του Γιάννη και του Αριστομένη η ηρωίδα μητέρα τους Δέσποινα. Που με το θάνατο του άνδρα της, όπως έγραφε ο πατέρας μου στο τελευταίο και αδημοσίευτο ακόμη κείμενό του, αφοσιώθηκε στην οικογένειά της και «ξέχασε αυτομάτως τις δικές της ανάγκες (σωματικές, πνευματικές και ψυχικές). Με το μαύρο τσεμπέρι έκρυψε τη νεανική δροσιά και την ομορφιά της και πέθανε φορώντας το. Και προσηλώθηκε ολοκληρωτικά στο μεγάλωμα των παιδιών της. Γιατί στόχος και σκοπός της ήταν να τα μεγαλώσει με αρχές και αξίες, ώστε να γίνουν άνθρωποι χρήσιμοι στην κοινωνία. Και το Γυμνάσιο ήταν η πιο ασφαλής πορεία για την απόκτηση των υψηλών αυτών στόχων. Βοηθός και συμπαραστάτης, βέβαια, ο Χρύσανθος. Αλλά η φτώχεια, η γύμνια και η ξυπολυσιά δεν έδειχναν να υποχωρούν. Αντιθέτως εγιγάντωναν. Η γύμνια, ειδικά, ανακυκλωνόταν. Έτσι το κοντό και φθαρμένο πια πανταλονάκι των παιδιών γινόταν βρακί της μάνας και το βρακί στο τέλος γινόταν πατσάβρι (=πετσέτα προσώπου)». Αυτή ήταν η ζωή των τριών ορφανών και της μητέρας τους αλλά και όλων των θυμάτων της Κατοχής στη Βιάννο.
Ο πατέρας μου περπατούσε αγόγγυστα 12 χιλιόμετρα καθημερινά για να πάει στο Γυμνάσιο της Βιάννου και να επιστρέψει στο σπίτι του. 12 χιλιόμετρα στο βουνό, χωρίς παπούτσια (που πρωτοφόρεσε σε ηλικία 15 χρονών) και χωρίς παλτό που φόρεσε στα 19 του όταν πήγε στον στρατό. Μία μέρα με δυνατή βροχή, κρύο και αέρα σε όλη τη διαδρομή για το σχολείο ο μικρός Γιάννης, ο πατέρας μου, φτάνει στο Γυμνάσιο της Βιάννου κυριολεκτικά μούσκεμα, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο. Το Γυμνάσιο της Βιάννου ήταν μεν μεικτό αλλά τα αγόρια δεν έπρεπε να πλησιάζουν τα σημεία όπου βρίσκονταν τα κορίτσια. Κοντά στη σόμπα βρίσκονται μερικές συμμαθήτριές του για να ζεσταθούν. Ο πατέρας μου προκειμένου να πλησιάσει τη σόμπα ζητά άδεια από τον Καθηγητή του. Κι εκείνος, εκφράζοντας το πνεύμα της σκληρότητας της μετεμφυλιακής Ελλάδας του το απαγορεύει λέγοντας: «Ο βρεγμένος τη βροχή δεν φοβάται!». Και τα ρούχα του έφηβου Γιάννη στεγνώνουν μέσα στην τάξη από την ανάσα των συμμαθητών του.
Αυτά τα τεράστια εμπόδια έπρεπε να υπερνικήσουν τα ορφανά της Κατοχής για να αλλάξουν τη μοίρα τους. Πόσα τα κατάφεραν; Δυστυχώς πολύ λίγα. Γενιές ολόκληρες παιδιών στα ματωμένα χώματα της Βιάννου, των Καλαβρύτων, του Διστόμου, του Κομμένου, της Μουσιωτίτσας, της Υπάτης, των χωριών του Κέντρους, της Δαμάστας, της Καλής Συκιάς, των Ανωγείων και εκατοντάδων μαρτυρικών τόπων της χώρας μας ήταν για όλη τους τη ζωή τα αφανή αλλά μεγάλα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Χωρίς να αποδοθεί, μέχρι τώρα, Δικαιοσύνη κι Αποζημίωση, χωρίς ποτέ να υπάρξει έμπρακτη μεταμέλεια από τους σφαγείς προς τα θύματα.
«Εσύ ή τρελός είσαι ή μεγάλος άνθρωπος θα γίνεις!»
Όπως έγραφε ο πατέρας μου στο τελευταίο και αδημοσίευτο κείμενό του, «όλα εμείς τα ορφανά της κατοχής, αντιμετωπίσαμε πρόσωπο με πρόσωπο την κοινωνική απομόνωση και αποξένωση. Είμεθα οι κοινωνικοί παρίες και η πρόσβασή μας στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις ήταν από πολύ δύσκολη έως αδύνατη». Ο δρόμος που επέλεξε για ν’ αλλάξει τη μοίρα του ο πατέρας μου ήταν η μόρφωση με συμπαραστάτες τη μητέρα του Δέσποινα, μία σπουδαία γυναίκα, πραγματική ηρωίδα και τον αδελφό του – και πατέρα του, όπως δικαίως τον αποκαλούσε – Χρύσανθου, ο οποίος αναγκάστηκε να διακόψει το Γυμνάσιο από την τετάρτη τάξη και να ασχοληθεί ενεργά με το εμπόριο, το οποίο και έφερε την οικονομική οικογενειακή ανάκαμψη.
Ο πατέρας μου τέλειωσε το Γυμνάσιο της Βιάννου με τεράστιες δυσκολίες όντας πρακτικά σχεδόν αγράμματος. Για να περάσει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Ιωαννίνων χρειάστηκε να καταβάλει τιτάνια προσπάθεια και να δώσει εξετάσεις τέσσερις φορές. Μέσα στο στρατό, που εκείνη την εποχή ήταν ένα κοινωνικό κάτεργο, έβρισκε τους πιο ευφάνταστους τρόπους για να διαβάσει: για παράδειγμα, κλεινόταν μέσα στην τουαλέτα και διάβαζε όρθιος επί ώρες πάνω από τις αναθυμιάσεις. Κι όποτε χτυπούσε η πόρτα έλεγε «άλλος» και συνέχιζε να διαβάζει.
Άλλες φορές δεν δίσταζε να βγει στην αναφορά, μπροστά στον διοικητή του και όλους τους φαντάρους και αξιωματικούς του στρατοπέδου, ζητώντας να του επιτραπεί το βράδυ αντί να πάει για ύπνο, να παραμείνει μερικές ώρες κάτω από τον στύλο ώστε να έχει φως για να διαβάσει. Ήταν τόσες πολλές οι ευφάνταστες μέθοδοι που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για να μπορέσει να διαβάσει, ρισκάροντας βαριές τιμωρίες, που ένας διοικητής του, του είπε το εξής: «Εσύ ή τρελός είσαι ή μεγάλος άνθρωπος θα γίνεις!».
Και, πράγματι, έγινε μεγάλος άνθρωπος, φτάνοντας στην κορυφή του Ολύμπου της μόρφωσης και της κοινωνικής καταξίωσης. Απέκτησε επτά πανεπιστημιακά πτυχία, κατά σειρά: Παιδαγωγικής Ακαδημίας, Μετεκπαίδευσης Δασκάλων, Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο, Δημόσιας Διοίκησης στο Πάντειο, Θεολογίας, Νομικής και, τέλος, Μετεκπαίδευσης Καθηγητών, πέτυχε την οικογενειακή του αποκατάσταση και την κοινωνική του καταξίωση! Ξεκίνησε την επαγγελματική του διαδρομή ως δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο του Πατσίδερου και στη συνέχεια διορίσθηκε στα Δαμάνια Μονοφατσίου, ένα χωριό με πρόσφυγες από τη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας, που ήρθαν στην Κρήτη το 1923-1924 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Εκεί γνώρισε τη μητέρα μου την Κρυσταλλία, νεοδιορισθείσα νηπιαγωγό από τη Λαμία, δίδαξε πολλά χρόνια, με αφοσίωση και μεράκι και κατάφερε να αλλάξει προς το καλύτερο το μέλλον των παιδιών της περιοχής. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως δάσκαλος στα Δημοτικά Σχολεία της Αμφιάλης Κερατσινίου και των Σεπολίων και μετά τη μετάταξη στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, υπηρέτησε ως Καθηγητής και Λυκειάρχης στο 30ο Λύκειο της Κυψέλης, ως Προϊστάμενος του Γραφείου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Ίλιον και στη συνέχεια στην Αθήνα, και, τέλος, ως Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά.
Συνταξιοδοτήθηκε το 2000 και έλαβε τον σημαντικό τίτλο του Επίτιμου Προϊσταμένου Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Αλλά, κυρίως, κέρδισε την αναγνώριση, την αγάπη και το σεβασμό της εκπαιδευτικής κοινότητας, των συναδέλφων του δασκάλων και καθηγητών, των θεσμικών συνδικαλιστικών τους οργάνων, των τοπικών κοινωνιών. Αλλά, πάνω απ’ όλα, των μαθητών του, που από χθες μας κατακλύζουν με μηνύματα για τον «αγαπημένο τους δάσκαλο» και τον «αγαπημένο τους καθηγητή» όπως τον αποκαλούν οι μαθητές του στην Αθήνα και την Κρήτη που υπηρέτησε επί 36 συναπτά χρόνια.
Ένας διαρκής αγώνας από το σκοτάδι στο φως
Μία διαδρομή ακανθώδης, επίμονη, επίπονη, ανηφορική, ασκητική, έως την κορυφή της κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης, με πολλές θυσίες αλλά και χαρές. Ένας διαρκής αγώνας από το σκοτάδι στο φως. Χωρίς ποτέ ο πατέρας μας να ξεχάσει από πού ξεκίνησε. Χωρίς ποτέ να χάσει την ανθρωπιά του, χωρίς ποτέ να σταματήσει να υπερασπίζεται ενεργά και με κόστος τους αδύναμους: είτε επρόκειτο για μαθητές, είτε για καθηγητές και συνδικαλιστές διωκόμενους από την κρατική – κυβερνητική αυθαιρεσία, είτε απλώς για φτωχούς ανθρώπους που πάλευαν για την επιβίωση και την πρόοδο των παιδιών τους.
Η αυταπάρνησή του τα τελευταία χρόνια για να στηρίξει την άρρωστη μητέρα μας
Παρά τα πολλαπλά προβλήματα υγείας που τον απασχολούσαν τα τελευταία χρόνια – απότοκα μίας σκληρής, στερημένης ζωής, με πολλές θυσίες, τα τελευταία χρόνια που η μητέρα μου αρρώστησε ο πατέρας μου έσφιξε τα δόντια και της στάθηκε με συγκινητική αφοσίωση και αυταπάρνηση. Φρόντιζε να την ξυπνήσει κάθε πρωί, να της δώσει τα φάρμακά της, να περπατήσουν χιλιόμετρα δίπλα στη θάλασσα στην Άρβη ή όπου αλλού βρίσκονταν, να την ταΐσει, να την πλύνει, να τη βάλει για ύπνο. Και, παράλληλα, να έχει την έγνοια του για μας, να μας στηρίξει ηθικά, πνευματικά αλλά και οικονομικά, να μας καθοδηγήσει, όποτε του το ζητούσαμε, να μας απαλύνει τον πόνο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε. Χωρίς δισταγμό θυσίασε τον εαυτό του για την οικογένειά του.
Χωρίς όμως ποτέ να σταματήσει ν’ αγωνίζεται για Δικαιοσύνη κι Αποζημίωση απέναντι στην αναλγησία και υπεροψία του “δημοκρατικού” γερμανικού κράτους: πάλεψε ως συγγραφέας κι ερευνητής της Ιστορίας του τόπου του, ως ομιλητής σε τελετές μνήμης, όπου ανέδειξε ιδιαιτέρως τη συμβολή των χωριών της Δυτικής Ιεράπετρας στη θυσία του Ολοκαυτώματος της Βιάννου και τον Γολγοθά που είχαν να ανέβουν τα θύματα, ως εκπρόσωπος της Ένωσης Θυμάτων Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου και Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Θυμάτων Ναζιστικής Κατοχής, ως απλό μέλος του Εθνικού Συμβουλίου που αγωνιούσε και συμμετείχε, με σεμνότητα, στον αγώνα για Δικαιοσύνη όσο ελάχιστοι.
Πατέρα θα μας λείψεις!
Μας έδωσες τα πάντα – και ακόμα περισσότερα – και σου δώσαμε ελάχιστα. Έφυγες πριν μπορέσω να σου δώσω απλές χαρές της ζωής που τόσο πολύ προσδοκούσες. Αλλά και πριν προλάβεις να γευθείς τη χαρά της απόδοσης Δικαιοσύνης για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου. Όμως πρόλαβες κι έκανες πράξη ζωής τον ανυποχώρητο ΑΓΩΝΑ για ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΠΡΟΟΔΟ, ΑΓΩΝΑ με ΗΘΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΑ κι ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ. Και μας μία τεράστια παρακαταθήκη που πρέπει να τιμήσουμε. Εμείς τα παιδιά σου, ελπίζουμε, να σ’ έχουμε κάνει υπερήφανο. Τουλάχιστον, να ξέρεις, ότι το προσπαθήσαμε και θα συνεχίσουμε να το προσπαθούμε!
Κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή συνέχιζες να μας ενθαρρύνεις να αγωνιστούμε για τα σπουδαία και τα μεγάλα. Την παραμονή του θανάτου σου, όταν οι εργαστηριακοί δείκτες έδειχναν ότι πάμε πολύ καλά και σκεφτόμασταν ότι πλησιάζει η έξοδος από το νοσοκομείο και έπρεπε να προετοιμαστούμε για την επόμενη μέρα, βρήκα το κουράγιο να δώσω μία ραδιοφωνική συνέντευξη μιλώντας από το μπαλκόνι του Βενιζελείου, ακριβώς έξω από το δωμάτιό σου. Θυμάμαι τη χαρά με την οποία άκουσες, μαζί με τον αδελφό σου Αριστομένη, το ηχητικό της συνέντευξης το απόγευμα από το κινητό μου και τα θερμά σχόλια που έκανες για το περιεχόμενό της με την παρότρυνση να συνεχίσουμε τον αγώνα!
Καλό ταξίδι πατέρα!
Θα φροντίσουμε τη μητέρα μας, με την οποία έζησες μία ολόκληρη ζωή και με τόση αυταπάρνηση στήριξες τα τελευταία χρόνια. Και θα μείνουμε ενωμένοι, όλη η οικογένεια, τα παιδιά σου, η αχώριστη σύντροφος της ζωής σου και μητέρα μας Κρυσταλλία, ο πολυαγαπημένος αδελφός σου Αριστομένης, που σου συμπαραστάθηκε με αυταπάρνηση μέχρι την τελευταία στιγμή, ο γαμπρός σου Νίκος, οι θείες μας Μαρία (χήρα του Χρύσανθου, αδελφού και πατέρα σου – όπως τον αποκαλούσες) και Καίτη, οι θείοι μας Τάκης και Ζωζώ, Κική και Θανάσης, Βαγγέλης και Χριστίνα, τα εγγόνια σου Λεωνίδας και Κρυσταλλία, τα ανήψια σου Δέσποινα και Μάριος, Ρενάτα κι Αποστόλης, Χρύσανθος, Σήφης και Ροδούλα, Χρυσάνθη και Κωνσταντίνος, Μυρτώ και Μπάμπης, Ηρακλής και Δέσποινα, Κορτέσσα, Χρήστος και Κατερίνα, Ηρακλής και Έλενα, Ουρανία -Ελοντί και Ηρακλής – Λουδοβίκος, τα παιδιά των ανηψιών σου, αλλά και η ευρύτερη οικογένεια.
Θα μείνουμε ενωμένοι, όπως ήθελες και προσπάθησες όλη σου τη ζωή, πορευόμενοι στον δρόμο της αρετής και του αγώνα! Παλεύοντας για πρόοδο κι υπηρετώντας την κοινωνία. Και θα παραμείνουμε ανυποχώρητοι στον αγώνα για Δικαιοσύνη κι Αποζημίωση! Μέχρι τη νίκη!
Δύναμή μας η ευχή σου, πολύτιμο φυλακτό τα λόγια σου και τα έργα σου, πυξίδα μας οι αρχές και οι αξίες σου, το παράδειγμά σου.
Πολυαγαπημένε μας πατέρα, γλυκιέ μας Γιαννάκη, καλό σου ταξίδι στο φως της Αιωνιότητας και στον κόσμο των Δικαίων!
Καλό ταξίδι πατέρα! Σ’ ευχαριστούμε για όλα! Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ!