Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη *
Μια φορά, ψηλά σε έναν λόφο υπήρχε ένας αγρός. Όλες τις εποχές του χρόνου, ιδιαίτερα όμως τον χειμώνα και την άνοιξη, ο αγρός λαμποκοπούσε από ομορφιά. Στρωνόταν με ένα καταπράσινο χαλί, κεντημένο με πολύχρωμα άνθη,που με το απαλό φύσημα του ανέμου σάλευαν και έγνεφαν χαρμόσυνα.
Νωρίς με τα κρύα, φύτρωναν οι ευωδιαστοί νάρκισσοι. Έστρεφαν το στρογγυλό πρόσωπό τους στο φως και μοναδικός σκοπός της ζωής τους έμοιαζε να είναι ένα καθρέφτισμα. Ένα καθρέφτισμα στο νερό που λίμναζε μετά τη βροχή, ή ένα καθρέφτισμα στα μάτια κάποιου περαστικού. Συχνά οι διαβάτες μάζευαν αυτά τα άνθη, τα “μανουσάκια”, όπως τα έλεγαν, που είχαν ένα πολύ ωραίο και χαρακτηριστικό άρωμα. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, μάλιστα, κάποιοι έφτιαχναν ολοδρόσερες και μοσχοβολιστές μικρές ανθοδέσμες από μανουσάκια, τις οποίες πουλούσαν στην πόλη.
Από τα τέλη του Γενάρη και μετά, μάζευαν ανεμώνες άσπρες και μαβιές, που είχαν ένα διακριτικό, ανεπαίσθητο άρωμα και ήταν τόσο ευαίσθητες, ώστε άντεχαν μόνο για μια-δυο μέρες στο βάζο με το νερό. Μάζευαν, ακόμα, τα μενεξελιά άνθη της αγριολεβάντας, μέχρι και τις κοκκινόμπλαβες μαχαιρίδες. Την άνοιξη μάζευαν τις πρώτες παπαρούνες, που τα πέταλά τους ήταν σαν καρνάδο * κόκκινο βελούδο και τις μαργαρίτες, άσπρες και κίτρινες.
Δεν ήταν λίγοι και αυτοί που μάζευαν τα ταπεινά, αλλά πολύτιμα χαμομήλια. Τα άπλωναν στον ήλιο για να ξεραθούν και ύστερα τα έβραζαν στο νερό για να φτιάξουν βραστάρια ή, άλλοτε, κομπρέσες για τα βλέφαρα των παιδιών που τα μάτια τους είχαν κάποια φλόγωση ή “τσίμπλες”**.
Υπήρχε και ένα μικροσκοπικό λουλουδάκι που δεν το μάζευαν. Δεν το έκοβαν, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Θα υπέθετε κάποιος πως επρόκειτο για κάποιο ασήμαντο ανθάκι, όμως μόνο θαυμασμό και χαρούμενη συγκίνηση μπορούσε να προξενήσει εκείνο το σπάνιο λουλούδι, που έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του χειμώνα και το χρώμα του ήταν το πιο λαμπρό μπλε. Το όνομά του ήταν “Μυοσωτίς”, που σημαίνει “Αυτί του Ποντικού”. Είχε μια απερίγραπτη, μοναδική ομορφιά καθώς ξεπρόβαλλε μέσα από το πυκνό,καταπράσινο χορτάρι σαν μια ζωντανή και εμβληματική ύπαρξη της χειμερινής υπαίθρου. Το χρώμα του ήταν, όπως είπαμε, τόσο λαμπρό και ζωντανό, που θα το ζήλευε ακόμα και ένα παγώνι. Αυτή τη μινιατούρα της Φύσης κάποτε την ονόμασαν “Μη με Λησμόνει” και συμβόλιζε, στις ανθρώπινες σχέσεις, κάτι σημαντικό και πολύτιμο, κάτι που προορίζεται να μη λησμονηθεί.
Σε μιαν άκρη του ίδιου αγρού υπήρχε ένας σκουριασμένος φράκτης. Πάνω του σκαρφάλωνε ένας βάτος, πιο κει μια αγριοτριανταφυλλιά κι ακόμα πιο πέρα μια κληματσίδα***. Όλη μέρα παρατηρούσαν το κάθε τι γύρω και δεν έχαναν ευκαιρία να σχολιάσουν. Αν δεν φλυαρούσαν ακατάπαυστα, θα περνούσαν εντελώς απαρατήρητα, ακόμα και από τα καλόκαρδα χαμομήλια, που ξεφύτρωναν χαρούμενα φουρφουλιές-φουρφουλιές λίγα βήματα πιο πέρα. Όμως όχι, εκείνα τα φυτά που έδειχναν το μπόι τους απλά επειδή σκαρφάλωναν πάνω στον φράχτη, σχολίαζαν ασταμάτητα ό, τι υπήρχε γύρω τους, τάχα μου από ενδιαφέρον, τάχα μου από συμπόνια, μόνο και μόνο για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων:
-Για δες, όλοι μαζεύουν μανουσάκια! Μα, τι τους βρίσκουν; Βέβαια, δεν λέω, τα συμπαθώ, τα καημένα! Βλέπεις, μου αρέσει και μένα το καθρέφτισμα…Ευτυχώς που έχω τον παλιό φράχτη και μπορώ να στηρίζομαι και να καθρεφτίζομαι στα λασπόνερα, όταν βρέχει!
-Τα άμοιρα τα μανουσάκια κάθε λίγο και λιγάκι τσαλακώνονται από τις πατημασιές των απρόσεκτων περαστικών. Ευτυχώς, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί σε εμάς! Πάντως εγώ, προσωπικά, θα προτιμούσα, αντί για τη λασπουριά, να βρίσκομαι σε μια γλάστρα στη βεράντα κάποιου αρχοντικού και να καθρεφτίζομαι, έτσι όπως θα είμαι ανθισμένη, στα κρύσταλλα μιας μεγάλης μπαλκονόπορτας!
-Εσύ θα προτιμούσες να είσαι πρώτη θέση θεωρείο! Τότε εγώ, τι να πω; Αρκετά με είχαν υποτιμήσει κάποιοι στο παρελθόν. Ορισμένοι με είχαν του μπάτσου και του κλώτσου…Κι όμως, πολλοί δεν γνωρίζουν, ότι σπουδαίοι γεωπόνοι με έχουν σε μεγάλη υπόληψη, για τη μοναδική αντοχή μου. Το σύνθημά μου είναι: “Με κλαδεύεις; Με θεριεύεις!”. Ό, τι και να γίνει, εγώ, ο βάτος, θα στέκομαι εδώ! Σας το έχω πει αυτό; Για πείτε μου, εσείς εκεί πέρα, το έχετε ξανακούσει;
-Ουου, πολλές φορές! Απαντούσαν βαρυεστημένα κάποια αγριολούλουδα.
-Μη νομίζετε ότι, επειδή βρίσκομαι σε αυτή την άκρια Θεού, είμαι ταπεινής προέλευσης… Τα μανουσάκια θα μαραθούν, το ίδιο και οι ανεμώνες, εγώ όμως ασφαλώς προορίζομαι για κάτι πιο υψηλό… Εχω μετρήσει τις φορές που τραβώ την προσοχή των άλλων, οι οποίοι, όταν περνούν από μπροστά μου παραμερίζουν με σεβασμό, σας λέω λοιπόν ότι αυτές οι φορές αντιστοιχούν σε τριψήφιο αριθμό! Από την άποψη αυτή, έχω διακριθεί σε διακόσιες και βάλε περιπτώσεις, επαναλαμβάνω ότι τις μετρώ με απόλυτη ακρίβεια!
-Μάζευε κι ας είν’ και ρόγες! Είπε με ένα χασμουρητό μια μικρή μαχαιρίδα.
-Τι, δεν με πιστεύετε; Ρωτήσετε, αν θέλετε, τους φίλους μου εδώ!
-Σε πιστεύουμε, σε πιστεύουμε… Απάντησε βιαστικά η αγριολεβάντα, που συζητούσε με μια ανεμώνα απέναντι.
Τότε ακούστηκε η φωνή ενός κρόκου:
-Εσύ, κυρ-βάτε, θα έπρεπε να ευγνωμονείς τον παλιό φράχτη που σε στηρίζει, γιατί δίχως του θα ήσουνα πεσμένος στο χώμα! Σε συμβουλεύω να μην “ψωνίζεσαι” τόσο εύκολα. Όλοι μας έχουμε κάποιους λόγους να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, αλλά, καθώς βλέπεις, δεν υπάρχει κάποιος που να θέλει τόσο πολύ να ασχολούνται οι άλλοι μαζί του!
-Α, ελόγου σου είσαι που μίλησες; Πάντα πίστευα πως έχομε διαφορετικό μήκος κύματος! Τι να πω εγώ με έναν κρόκο; Με την ευκαιρία, “κρόκος” σημαίνει “κροκάδι αυγού”; Λίγο αστείο, αλλά όχι όσο το “Μυοσωτίς”, που σημαίνει “αυτί ποντικού”! Μάλλον ωτοασπίδα ποντικού, θα έλεγα εγώ! Α,χαχαααα!
Τότε μίλησε ένα αγριομάραθο:
-Ο κρόκος είναι τόσο πολύτιμος, που μόνο όσοι γνωρίζουν πραγματικά μπορεί να εκτιμήσουν την αξία του! Εσύ, μήπως ξέρεις πόσο αημαντικό θεωρείται το άνθος του και πόσοι κοπιάζουν για να το βρουν και να το μαζέψουν; Οσο για τη μυοσωτίδα, έχει μια απλή και αληθινή ομορφιά που, όποιος την αντικρίσει,δεν πρόκειται να τη λησμονήσει. Εσύ, όμως,κυρ-βάτε, έχεις ένα σωρό σουβλερά αγκάθια, που σκεπάζονται από άχαρα φύλλα και κάποια ξέθωρα άνθη. Νομίζεις, ίσως, πως μπορείς να κεντρώνεις με τα λόγια σου έτσι όπως κεντάς με τα αγκάθια σου. Δυστυχώς, δεν βλέπω να το κατορθώνεις, τουλάχιστον όχι πια. Ασχολήσου με την παρέα σου Εμείς έχουμε σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούμε…
Μια βουβή συναίνεση ακολούθησε τα λόγια αυτά. Ο βάτος πήρε πάλι τον λόγο και είχε μεγάλη φούρκα, αυτή τη φορά:
– Καλά, λοιπόν! Του χρόνου δεν θα είστε εδώ, ούτε και του παραχρόνου! Δεν θα με ενοχλείτε πια. Τώρα που ψεκάζουν με φυτοφάρμακα, όλοι εσείς θα ξεβγείτε!**** Ακόμα, άκουσα πως προγραμματίζουν έργα εδώ πάνω,οπότε θα μείνει αυτός που πραγματικά αξίζει και έχει τα κότσια! Έχω, λοιπόν, και εγώ σοβαρότερα θέματα να ασχοληθώ!
Λίγα χρόνια μετά, ο αγρός ήταν άδειος από άγρια χόρτα. Τώρα δούλευε εκεί κάποιο χωματουργικό μηχάνημα. Ένα φορτηγό ερχόταν κάθε τόσο και ξεφόρτωνε μεγάλες πέτρες. Ο βάτος, η αγριοτριανταφυλλιά και ο κισσός παρατηρούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον όλη αυτή τη δραστηριότητα:
– Ελάτε, ελάτε, καλώς τους… Θα ρίξετε και αυτόν τον σκουριασμένο φράχτη; Χρειάζεται επειγόντως αντικατάσταση! Μόνο προσοχή, σας παρακαλώ, έχετε να κάνετε με εξαιρετικά φυτά!
-Κάλλιο αργά παρά ποτέ! Ελπίζω να φτιάξετε για μας έναν ωραίο, πετρόχτιστο τοίχο!
-Κρίμα που έχουν ξεραθεί τα αγριολούλουδα , έπρεπε να είναι εδώ για να δουν τα μελλοντικά μεγαλεία μας!
Το χωματουργικό μηχάνημα άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος τους και, πριν προφτάσουν να καταλάβουν τι συμβαίνει, βρέθηκαν όλα καταγης, με τα τσακισμένα κλαδιά τους ένα σωρό πάνω στον τσαλακωμένο φράχτη.
Τον ίδιο καιρό μια νέα φυλλομετρούσε το αγαπημένο της βιβλίο. Ανάμεσα σε δυο σελίδες του συνάντησε ένα αποξηραμένο μπλε ανθάκι. Το κοίταξε με συγκίνηση και, πριν κλείσει πάλι το βιβλίο, το χάιδεψε με νοσταλγία και ευλαβική στοργή.
(*καρνάδο: το βαθυκόκκινο χρώμα του γαρύφαλλου
**τσίμπλες: πυώδη εκκρίματα που μένουν πάνω στα βλέφαρα, σε περίπτωση οφθαλμικών φλεγμονών.
***κληματσίδα: ;άγριο αμπέλι
****ξεβγαίνω: εκλείπω, αφανίζομαι)