Παρασκευή 7 Ιουλίου, στις 21:00, θα προβληθεί και θα παρουσιαστεί στην Κατάληψη ROSA NERA, η αυτο\οργανωμένη ταινία “Κεραμίδι” που γυρίστηκε από το κινηματογραφικό συνεργείο της Κοινότητας Κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ και φίλες, φίλους την άνοιξη του 2022.
Μια ταινία για την Υφανέτ και την μνήμη/τους ανθρώπους και τα ντουβάρια…
Θα ακολουθήσει συζήτηση και το αντιεμπορευματικό καφενείο στην αυλή της Ρόζας.
Ακολουθεί ένα κείμενο που συζητήθηκε και γράφτηκε από το Κινηματογραφικό συνεργείο της Κοινότητας Κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ, από τον σύνδεσμο για την ταινία: https://keramidithemovie.
Για την αυτοοργανωμένη – αντιεμπορευματική ταινία ΚΕΡΑΜΙΔΙ
Η ταινία ΚΕΡΑΜΙΔΙ γυρίστηκε τον Απρίλη του 2022, εντός και εκτός της κατάληψης Υφανέτ, ως μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε μέσα από μια ιστορία μυθοπλασίας τις δαιδαλώδεις διαδρομές μιας χαμένης μνήμης. Λίγους μήνες πριν, η συνέλευση της Υφανέτ προχώρησε στην έκδοση της μπροσούρας «Μικρές ιστορίες για την διάσωση της μνήμης», με θέματα την κρατική διαχείριση των μνημείων από τις απαρχές του ελληνικού κράτους, το κτήριο της Υφανέτ ως μνημείο βιομηχανικού πολιτισμού, την υπεράσπιση της κατάληψης ως κομμάτι της δικής μας αντιμνήμης, αλλά και στην αναδημοσίευση παλιών συνεντεύξεων από εργάτες της περιόδου λειτουργίας του εργοστασίου.
Παράλληλα και για περίπου 11 μήνες, διεξάγονταν εντατικές εργασίες συντήρησης του κτηρίου, με στόχο τόσο την ασφάλεια και τη λειτουργικότητα των χώρων που χρησιμοποιούνται, όσο και την προστασία του εργοστασίου ως υλικό κατάλοιπο αυτής της μνήμης. Τέλος, το ίδιο περίπου διάστημα που οργανώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας, η Κοινότητα Κατάληψης Φάμπρικα Υφανέτ διοργανώσε ένα φεστιβάλ υπεράσπισης της κατάληψης κόντρα στο συνέδριο «τα κάστρα της βιομηχανίας» και στα σχέδια αξιοποίησης. Το φεστιβάλ κορυφώθηκε με την διεξαγωγή του πρώτου street parade μετά από αρκετά χρόνια, το οποίο και συνοδεύτηκε από την έκδοση «Ένα γέλιο θα τους θάψει». Στην έκδοση αυτή επιχειρήθηκε μια αναδρομή τόσο σε προηγούμενα street parade/ reclaim the streets από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όσο και σε διάφορες στιγμές των κινημάτων ανά τα χρόνια, όπου η πολιτική και το παιχνίδι υπήρξαν πράγματα αδιαχώριστα. Με δυο λόγια θα λέγαμε ότι το 2022 ήταν μια χρονιά όπου το ζήτημα της μνήμης απασχόλησε έντονα τον κόσμο γύρω από την κατάληψη της Υφανέτ.
Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί «μα καλά, τι κόλλημα έχετε φάει με τη μνήμη τέλος πάντων;» ή «πού ακριβώς σας χρησιμεύουν όλες αυτές οι ιστορικές αναδρομές;». Είναι συνηθισμένο άλλωστε το ζήτημα της μνήμης να συγχέεται συχνά, με τη ακατάσχετη παρελθοντολαγνεία και το διάχυτο αίσθημα νοσταλγίας που κατακλύζουν διάφορες πτυχές της καθημερινότητάς μας. Η μνήμη για την οποία μιλάμε εμείς όμως είναι κάτι πέρα από αυτό, είναι ο τρόπος με τον οποίο προκαλούμε το μέλλον. Με άλλα λόγια, δεν αφορά αποκλειστικά το παρελθόν και τα όσα έχουν ήδη συμβεί, αλλά αποτελεί μια δυναμική διαδικασία μετασχηματισμού, μέσα από την οποία γίνεται αντιληπτό το παρόν και τίθεται οι βάσεις για τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Η μνημονική διαδικασία είναι μια διαδικασία όπου τα άτομα συγκροτούν ατομικές και συλλογικές ταυτότητες, προκειμένου να μπορέσουν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους μέσα στον ρου της ιστορίας. Σε μια περίοδο λοιπόν, όπου τα κινήματα πασχίζουν να ανασυγκροτηθούν, το ζήτημα της μνήμης οφείλει να απασχολεί όλους όσοι δεσμεύονται στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, όλες όσες επιθυμούν να στέκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι το ζήτημα της μνήμης δεν απασχολεί μόνο τα κινήματα, αλλά και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Σε περιόδους κρίσης και αστάθειας, όπως αυτή η παρατεταμένη περίοδος που διανύουμε, δημιουργείται συχνά μια κοινωνική τάση που αναζητά σταθερότητα και θαλπωρή στην παράδοση, στο οικείο και στην νοσταλγία, κόντρα στις επιταγές της σύγχρονης καθημερινότητας για επιτάχυνση και συνεχή καινοτομία. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να αντιληφθούμε την αναθέρμανση του ενδιαφεροντος γύρω από τη λαογραφία, την αρχαιολογία και την εθνολογία, την έλξη των βίνταζ και έθνικ αντικειμένων και αισθητικής, το ενδιαφέρον για τα μουσεία και τα μνημεία και την τάση στο θέατρο και το σινεμά για ενασχόληση με την μνήμη και την ιστορία.
Ο καπιταλισμός λοιπόν επιχειρεί να εμπορευματοποιήσει αυρή την κοινωνική τάση και να τη μετατρέψει σε άλλο ένα πεδίο κερδοφορίας. Θα προσπαθήσει να μετατρέψει την ιστορία σε καρτ ποστάλ, θα αντικειμενοποιήσει την μνήμη προκειμένου να την εκθέσει σε μουσεία, θα αποσιωπήσει ό,τι δεν χωράει στην επίσημη εθνική αφήγηση και θα δομήσει μια ολόκληρη βιομηχανία τουρισμού και πολιτισμού, προκειμένου να εκμεταλλευτεί το διάχυτο αίσθημα της νοσταλγίας. Αυτή η μνήμη όμως, δεν είναι ζωντανή, δεν είναι αυτή που υπερασπιζόμαστε. Είναι μια μνήμη απονεκρωμένη, που μοιάζει ζωντανή επειδή κινείται από το χρήμα.
Αυτός είναι και ο λόγος που επιλέξαμε να φτιάξουμε την ταινία με αυτοοργανωμένους και αντιεμπορευματικούς όρους: χωρίς χρηματοδότες και χορηγούς, χωρίς προσδοκίες για κέρδος, μέσα από σχέσεις ισοτιμίας και μοιράσματος της γνώσης. Το πρότζεκτ Κεραμίδι ξεκίνησε από την ομάδα Cine Yfanet, ανοίχτηκε στην κοινότητα της κατάληψης και τελικά εμπλουτίστηκε από την συμετοχή δεκάδων νέων και παλιών φίλων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι πολλές από μας δεν είμαστε απλά σινεφίλ ή ερασιτέχνες (με την κυριολεκτική έννοια του όρου), αλλά βρισκόμαστε ήδη μέσα στην πολιτιστική βιομηχανία. Και όπως βροντοφώναξε το πρόσφατο, δυναμικό «κίνημα των καλλιτεχνών» (Δεκέμβρης ’22 – Μάρτης ’23), οι άνθρωποι μέσα σε αυτή την βιομηχανία δεν είναι χομπίστες, αλλά κανονικοί εργαζόμενοι. Και όπως όλες οι εργασίες, έτσι και αυτή στο πεδίο των τεχνών, μας αλλοτριώνει. Έχουμε κουραστεί λοιπόν να πρέπει συνεχώς να προωθούμε τον εαυτό μας και τις κοινωνικές μας δεξιότητες για να βρούμε δουλειά, να πρέπει συνεχώς να κάνουμε κονέ και γνωριμίες για την προώθηση των παραστάσεων μας, να αναγκαζόμαστε να προσαρμοστούμε στις μόδες και τις τάσεις γύρω από το «καλλιτεχνικό γούστο» της κάθε εποχής, να βρισκόμαστε ανάμεσα σε κλίκες και ισχυρούς εγωισμούς, να παρακαλάμε και να μας περιφρονούν. Στο χώρο του σινεμά, έχουμε δει τη σαπίλα αυτή να ξεκινάει από τον εθελοντισμό της σχολής κινηματογράφου στο τοπικό φεστιβάλ, να περνάει μέσα από την εμπειρία του «Χόλιγουντ στη Θεσσαλονίκη» και να καταλήγει σε διαφημιστικά για τράπεζες και γιαούρτια, έτσι ώστε να γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον, πώς είναι να έχεις χάσει κάθε ενδιαφέρον για αυτό που δημιουργείς.
Αν λοιπόν η μία πτυχή της δράσης μας είναι να σταθούμε μαζί με όσους και όσες διεκδικούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και περισσότερες δημιουργικές ελευθερίες μέσα σε αυτήν τη βιομηχανία, η άλλη πτυχή της, είναι να δημιουργούμε πέρα και ενάντια σε αυτήν την βιομηχανία, χωρίς τον εκβιασμό της λογικής του κέρδους. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο. Η κινηματογραφική βιομηχανία έχει συστηματοποιήσει τη γνώση γύρω από το πώς φτιάχνεται μια ταινία και την έχει κατανείμει σε ρόλους με αυστηρή ιεραρχία. Από την πλευρά μας χρησιμοποιήσαμε κάποιες από αυτές τις συμβάσεις μιας κινηματογραφικής παραγωγής που μας φάνηκαν χρήσιμες και προσπαθήσαμε να αμφισβητήσουμε κάποιες που θεωρήσαμε περιττές. Σίγουρα δεν γυρίσαμε τον κόσμο ανάποδα: είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ταινία χωρίς αλλεπάλληλα deadline και την έγνοια του να ρίξεις το κόστος και είναι ακόμα πιο δύσκολο να σκηνοθετήσουν τέσσερα άτομα μια σκηνή ή να μοντάρουμε σε τρεις διαφορετικούς υπολογιστές. Παρ’ όλα αυτά, κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, στην προσπάθεια μας να ανιχνεύσουμε τις δυνατότητες για ένα πιο συλλογικό σινεμά.
Μνήμη, ιστορία, κινήματα, καπιταλισμός, βιομηχανία του θεάματος, εργασία, αυτοοργάνωση. Διαβάζοντας κανείς αυτό το κείμενο μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι αυτό που θέλαμε να κάνουμε εν τέλει ήταν μια στρατευμένη ταινία. Κι όμως, ήμασταν αρκετά μακριά από τον όρο αυτό, τουλάχιστον έτσι όπως είθισται να γίνεται αντιληπτός σήμερα (ξύλινος λόγος, προπαγάνδα, διδακτισμός). Αναμφίβολα, ξέραμε πως κάναμε μια ταινία πολιτική. Γιατί όσοι λένε ότι οι ταινίες τους δεν έχουν μέσα πολιτική, λένε απλά ψέματα στον εαυτό τους. Κυρίως όμως αυτό που θέλαμε ήταν να βρούμε μια γλώσσα για όλα αυτά που δεν χωράνε. Γιατί καλώς ή κακώς, δεν μπορούν να χωρέσουν όλα τα άγχη μας σε μια προκήρυξη. Γιατί υπάρχουν συναισθήματα που δεν αποτυπώνονται σε μια αφίσα. Γιατί υπάρχουν φόβοι που δεν μπορούν να ξεδιπλωθούν σε μια συνέλευση. Κάποια πράγματα απλώς πρέπει να γίνουν ταινίες, τραγούδια, θέατρο κ.ο.κ.. Με άλλα λόγια, αν μας ενδιαφέρει η ανάπτυξη ενός «πολύμορφου» κινήματος, θα πρέπει να μεριμνήσουμε για την απελευθέρωση όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας και του εκφραστικού πλούτου, που μοιάζουν παραδομένα στον καπιταλισμό.