Με τον Αλέκο Παναγούλη γνωριστήκαμε το 1961 στο Πολυτεχνείο της Αθήνας…  Αυτός σπούδαζε Μηχανολόγος, εγώ σπούδαζα Πολιτικός Μηχανικός. Στο Πολυτεχνείο υπήρχαν τότε μόνο δυο τάσεις. Η αριστερά και η δεξιά. Μια μαρτυρία του Γιάννη Κλωνιζάκη για την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου του 1968, από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για την δικτατορία και την αντίσταση», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».

Στη σχολή Αρχιτεκτόνων κυριαρχούσε η ΕΔΑ, όλες οι άλλες σχολές ανήκαν στην τότε ΕΡΕ. Ξεκινήσαμε να κάνουμε τον πρώτο πυρήνα της ΕΔΗΝ, της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, για τις εκλογές στο Πολυτεχνείο.

Το 1964 με είχε επισκεφτεί στα Χανιά ο μακαρίτης ο Αλέκος και μου είπε ότι κάτι δεν πάει καλά. Διότι στην Αμερική δεν μπορούσαν να ανεχθούν την άνοδο του Παπανδρέου και επομένως θα έπρεπε να τον ρίξουν, και ο μόνος τρόπος ήταν μια δικτατορία. Και κάναμε κουβέντες, τι υλικά να μαζεύουμε για δυναμική αντίσταση. Ακόμη και νιτρική αμμωνία, το λίπασμα, που αν την επεξεργαστείς μπορεί να γίνει μια καλή εκρηκτική ύλη. Και επίσης να έχουμε πολυγράφους στη μπάντα.

Όταν έγινε η δικτατορία ήμουν στην Αθήνα, είχα γραφείο τεχνικό στο Μενίδι. Ο κόσμος ναι μεν ήταν εναντίον της επιβολής της στρατιωτικής δικτατορίας, πλην όμως δεν το εξεδήλωνε εύκολα. Ήθελε κάποια τσιγκλίσματα. Δεν ήταν δυνατόν να περιμένει δηλαδή κανείς από τον κόσμο να πάει να μπει μπροστά. Έπρεπε να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι για να ξεκινήσουν. Είναι στο χαρακτήρα του Έλληνα πιστεύω… ότι κάνει ηρωικές πράξεις αλλά θέλει κάποιο τσίγκλισμα.

Δεν μας πείραξαν εμάς τους κεντρώους στην αρχή. Στο αστυνομικό τμήμα του Μενιδίου, υπηρετούσαν άλλωστε πάρα πολλοί Κρητικοί. Ο Σπανάκης από το Λασίθι, ο Νικολακάκης από τα Χανιά, ήταν και από το Ρέθυμνο δυο-τρεις.  Οπότε ήταν αδύνατον να μην μάθω αν θα θέλανε να μας συλλάβουν. Και μάλιστα αυτοί αργότερα είχαν ενεργοποιηθεί στην οργάνωση «Ελληνική Αντίσταση» που φτιάξαμε με τον Αλέκο.

Το ερέθισμα ήρθε με την κάθοδο του Παναγούλη, που λιποτάκτησε από την μονάδα του στη Βόρειο Ελλάδα. Ήρθε κι έμεινε στο σπίτι μου στην Αθήνα και από εκεί έκανε επαφές και κάποια ταξίδια στην Κύπρο, στην Ιταλία, επανήλθε μετά πάλι στην Ελλάδα. Έτσι ξεκίνησε η δική μας οργάνωση. Ανάμεσα στα μέλη της ήταν ο Στάθης Γιώτας, ο Λευτέρης Βερυβάκης, ο Ανδρέας Σταυρουλάκης, ο Παναγιώτης Κρητικός και άλλοι. Το παρατσούκλι μου ήταν Ολύμπιος. Μου το είχε βγάλει ο Παναγούλης. Αυτός λεγόταν «ανίκητος». Ο αδελφός μου λεγόταν «γαύρος», επειδή όσες φορές είχε έρθει ο Αλέκος στο σπίτι έτυχε να του κάνουμε τραπέζι με γαύρο.

Η απόπειρα απέτυχε από ατυχία. Μας είχαν βοηθήσει άνθρωποι της φρουράς του Παπαδόπουλου οι οποίοι ήταν Κρήτες στην καταγωγή.  Αυτοί μας έδωσαν τη διαδρομή που κάνει κάθε πρωί, τι ώρα ξεκινάει, τι ώρα περνάει από τον τόπο που επιλέξαμε. Την προηγούμενη μέρα, στις 13 Αυγούστου του 1968, στις 11 το βράδυ είχανε πάει ο Αλέκος με τον Λεκανίδη στην περιοχή που είχαμε επιλέξει, για να τοποθετήσουν την μπαταρία προκειμένου να γίνει η πυροδότηση. Τα εκρηκτικά είχαν μπει δυο-τρεις μέρες πιο μπροστά. Αλλά πάνω στην γέφυρα υπήρχε ένα ζευγάρι. Και αυτό τους καθυστέρησε πάρα πολύ και τους ανάγκασε να βάλουν την μπαταρία σε μεγαλύτερη απόσταση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί καλώδιο παραπάνω από όσο θα έπρεπε.

Αν υπήρχε καμιά καθυστέρηση θα μας ειδοποιούσαν οι Χωροφύλακες της Φρουράς να μην ξεκινήσουμε. Εγώ είχα το καθήκον να πετάξω καρφιά σε ορισμένες περιοχές για να προκληθεί κυκλοφοριακή σύγχυση. Και άλλοι είχαν καθήκον να πυροδοτήσουν κάποιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σε ορισμένες περιοχές. Σε μέρη πάντα που να μην κινδυνεύουν άνθρωποι.

KLONIZAKIS2

Με τον Παπαδόπουλο ήταν διαφορετικά, ήταν μια τυραννοκτονία. Από την αρχαιότητα η Ελλάδα είναι μαθημένη στις τυραννοκτονίες και επαινεί τους τυραννοκτόνους.

Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που έγινε η πυροδότηση.  Επειδή το καλώδιο ήταν μεγαλύτερο, υπήρχε μια καθυστέρηση κάποιου δέκατου του δευτερολέπτου, η ταχύτητα όμως με την οποία έτρεχε ο Παπαδόπουλος ήταν πολύ μεγάλη και την γλίτωσε. Αν είχαμε πετύχει θα έπεφτε σύγχυση και φαγωμάρα στη χούντα και θα είχαμε αλλαγή της κατάστασης. Δεν είχανε ετοιμάσει διαδοχή, δεν φαντάζονταν ποτέ ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο εναντίον τους, διότι στηρίζονταν στα δρακόντεια μέτρα που έπαιρναν για κάθε μετακίνησή τους.

Μετά την έκρηξη ο Ζαμπέλης και ο Λεκανίδης έφυγαν με το αυτοκίνητο. Ο Αλέκος διέφυγε μέσω θαλάσσης, πήγε κάτω από ένα οχετό και είχε την ατυχία την ώρα που έφευγαν οι χωροφύλακες να πέσει το καπέλο του επικεφαλής μέσα στη θάλασσα. Πήγε ν ατο πάρει και τον είδε μέσα στον οχετό.  Αλλιώς θα είχε ξεφύγει κι αυτός.

Μετά από μερικές μέρες ο Λεκανίδης πήγε στην Κυπριακή πρεσβεία και πήρε νέα εκρηκτικά. Γιατί είχαμε πει ότι ακόμη και να συλληφθεί κάποιος, εμείς θα συνεχίσουμε. Αλλά στις 19 του μηνός, ημέρα Πέμπτη αν θυμάμαι καλά, με συνέλαβαν. Στην γιάφκα της Ερεσού είχε γίνει μια βροχή, μπήκαν κάποια νερά στο υπόγειο, βρήκαν ότι υπήρχε μια καταπακτή. Έψαξαν και εκεί μέσα βρήκαν το αρχείο με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μελών της οργάνωσης. Και ξεκίνησε αμέσως το ξήλωμα. Συλληφθήκαμε όλοι μας την ίδια περίπου ώρα.

Με πήγαν στη Μπουμπουλίνας και από εκεί μετά από ανακρίσεις στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου παρέμεινα εκεί μέχρι την ημέρα της δίκης. Φάλαγγα, χτυπήματα, στο κεφάλι. Αυτό που πείραζε περισσότερο από όλα ήταν τα ψυχολογικά βασανιστήρια.  Μου χορήγησε η ελληνική δημοκρατία σύνταξη ως παθών επί δικτατορίας, 50% ανάπηρος πολέμου.

Στην αρχή προορίζανε και τον Αλέκο και τον Λευτέρη Βερυβάκη για θάνατο. Εμάς μας πήγαιναν για ισόβια. Τελικά είπαν να μην ματώσουμε πολύ, να πάμε μόνο τον Αλέκο για θάνατο. Εγώ καταδικάστηκα σε 24 χρόνια. Την επόμενη από το δικαστήριο, με πήγαν στις φυλακές του Κορυδαλλού όπου κάτσαμε μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων, όταν  χωρίς καμιά ειδοποίηση προς τους δικούς μας μας πήγαν στην Αίγινα . Εκεί έγινε το 1971 η δραπέτευση του Ζαμπέλη, για την οποία έφαγα 20 μήνες οι οποίοι συγχωνεύθηκαν μετά στους 6.  Δηλαδή συνολικά, η ποινή την οποία είχα ήταν 24 χρόνια και 6 μήνες.

Μετά την δραπέτευση του Ζαμπέλη, τις ημέρες που γινόταν όλη αυτή η φασαρία με τον τελικό του Παναθηναϊκού στο Γουέμπλεϊ, μας πήγαν στον Κορυδαλλό για να ολοκληρωθούν οι ανακρίσεις και από εκεί και πέρα μας οδήγησαν στην Κέρκυρα. Ήμασταν στην ακτίνα των πολιτικών κρατουμένων, υπήρχε ένας σεβασμός από πλευράς των ποινικών κρατουμένων. Εγώ είχα καταφέρει να πάρω εργαλεία για να κάνω ξυλογλυπτική τα οποία χρησιμοποιήθηκαν όπως εκ των υστέρων έγινε γνωστό, για να κόψουμε κάποια σίδερα από το κελί του Σήφη Βαλυράκη και του μακαρίτη του Γεωργακάκη του Μπάμπη.  Είχα πάρει και  σιδεροπριονάκια μικρά τα οποία είχα βάλει μέσα σε μια οδοντόπαστα.  Και τα οποία φάνηκαν πάρα πολύ χρήσιμα στο κόψιμο των σίδερων. Κατάφερα και μάζεψα κάποια χρήματα και τους έδωσα.

Στην δραπέτευση, εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω, θα έπρεπε να πάρουν μέρος αυτοί οι οποίοι είχαν τη σωματική ικανότητα και τις κατάλληλες διαστάσεις. Μπορούσαν αυτοί οι 2 οι Κρητικοί. Ήταν άνθρωποι που ήθελαν να ζήσουν πάντα ελεύθεροι. Τι να κάνουμε, Κρητικοί είμαστε, κουζουλοί είμαστε.

Θεωρήσαμε καλό να ενημερώσουμε, εγώ, ο Σήφης και ο Μπάμπης, τους άλλους πολιτικούς κρατουμένους ότι απόψε το βράδυ θα γίνει η δραπέτευση, θα φύγουν αυτοί οι δύο. Βέβαια, πολλοί το θεώρησαν πάρα πολύ καλό, αλλά ήταν και αρκετοί οι οποίοι δυσανασχέτησαν. Οι φυλακισμένοι από την παραδοσιακή αριστερά υποστήριζαν ότι ούτε τα χρόνια τα δύσκολα του εμφυλίου ποτέ δεν κάναμε αποδράσεις. Γιατί αυτό είναι εις βάρος των άλλων που μένουν. Η δική μου παρέα είχε μια άλλη άποψη.  Ότι είναι μια πράξη που θα χτυπήσει τη δικτατορία και θα φανεί προς τα έξω, θα ανακινήσει την κοινή γνώμη. Και θα δείξει ότι εκεί μέσα δεν κάθονται.

Οπότε τους απείλησα ότι αν τυχόν σας φύγει καμιά κουβέντα, εγώ θα πω ότι εσείς με βάλατε να το οργανώσω αυτό και ότι εσείς μου βρήκατε αυτά τα λεφτά και άντε να καθαρίσετε. Πράγματι, με την απόδραση έγινε πολύ μεγάλος θόρυβος ο οποίος βοήθησε την αντίσταση τις ημέρες εκείνες. Θυμάμαι τότε τα ΝΕΑ που είχε μια γελοιογραφία που έλεγε πάμε στο Φαληράκι να βρούμε τον Βαλυράκη.

Βγήκα με την αμνηστία του Παπαδόπουλου το καλοκαίρι του 73, πήγα στα Χανιά και είδα τους δικούς μου. Μετά από λίγο καιρό κατέβηκε και ο Αλέκος με την Φαλάτσι. Από όπου περνούσαμε βλέπαμε τη διάθεση των παιδιών και των μεγάλων να έρθουν να μας χαιρετήσουν και να μας ευχηθούν τα καλύτερα πράγματα για την ζωή μας.

Ο Αλέκος ήταν άνθρωπος που εκτιμούσε τη φιλία. Και αν ακόμη ένας φίλος του του έκανε κάτι, δεν έλεγε τον κερατά αλλά κοίταζε πως θα τον δικαιολογήσει γιατί ήξερε τις δυσκολίες του αγώνα και λάμβανε υπόψη του τις συνθήκες κατά τις οποίες είπε ένας φίλος του έκανε κάτι. Δεν ήταν άνθρωπος που φοβόταν. Και έλεγε τότε, αφού βοηθήσαμε και ελευθερώθηκε η Ελλάδα, τώρα πρέπει να πάμε να βοηθήσουμε και αλλού.