Του Δημήτρη Χρυσικόπουλου
Οι ειδήσεις από τη χθεσινή συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της UEFA Αλεξάντερ Τσέφεριν για το θέμα της βίας στο ποδόσφαιρο ήταν:
● το κλείσιμο των συνδέσμων οπαδών και η διατήρηση ενός μόνο συνδέσμου ανά σύλλογο με έδρα τα γραφεία του,
● η ανάθεση του ελέγχου των θυρών των οργανωμένων οπαδών στην ΕΛ.ΑΣ.,
● και η απειλή του πρωθυπουργού ότι, ως έσχατο μέτρο, ενδέχεται να αποκλειστούν οι ελληνικές ομάδες από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Αξίζει βεβαίως να θυμηθούμε ότι το πρώτο μέτρο ίσχυε νομικά, αλλά δεν εφαρμοζόταν, ότι το ίδιο το κράτος είχε αποφασίσει να μειώσει η αστυνομία τον έλεγχο στα γήπεδα για να αποφύγει το κόστος, το
οποίο είχε πασάρει στις ΠΑΕ, αλλά και ότι οι απειλές είτε αποκλεισμού από την Ευρώπη είτε μη έναρξης του πρωταθλήματος είναι από τις πλέον τετριμμένες και μηδέποτε εφαρμοσθείσες.
Το πολιτικό σύστημα μοιάζει – (και) στο θέμα του χουλιγκανισμού – να κυνηγάει την ουρά του.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι Μητσοτάκης και Τσέφεριν τα έχουν ξαναπεί για την κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο και έχουν υπογράψει συμφωνίες χωρίς να προκύψει σπουδαία πρόοδος.
Τριάμισι χαμένα χρόνια
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρεμβαίνει στο θέμα του ποδοσφαίρου.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, τον Φεβρουάριο του 2020, ο Μητσοτάκης και ο τότε υπουργός Επικρατείας (και νυν ΥΠΕΞ) Γιώργος Γεραπετρίτης συνυπέγραψαν με τους επικεφαλής της FIFA Γκρεγκ Κλαρκ και της UEFA Αλεξάντερ Τσέφεριν συνυποσχετικά (ως μνημόνιο έμειναν γνωστά) με στόχο την αναμόρφωση του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η βασική υποχρέωση των δύο διεθνών οργανισμών ήταν να παραδώσουν στην Ελλάδα εντός τριών μηνών μια «ολιστική μελέτη» «για τη βελτίωση και αναβάθμιση του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου», η οποία θα ενίσχυε τη βούληση της τότε (και νυν) κυβέρνησης «να “καθαρίσουμε” το ελληνικό ποδόσφαιρο μια και καλή» και «να πετύχουμε εκεί όπου οι άλλοι απέτυχαν» επειδή «το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αξίζει τίποτα λιγότερο από αυτό». Μάλιστα…
Τριάμισι χρόνια αργότερα τα αποτελέσματα είναι οικτρά:
● Το περίφημο μνημόνιο για την εξυγίανση – και κυρίως η ολιστική μελέτη – παραμένει κατ’ ουσίαν ανεφάρμοστο.
● Η ΕΠΟ είναι στα μαχαίρια με τη διοργανώτρια του πρωταθλήματος Super League.
● Ιδιοκτήτες μεγάλων ομάδων αλλάζουν διαρκώς συμμαχίες, φίλους και αντιπάλους με στόχο την εκπλήρωση πρόσκαιρων στόχων. Ο καθένας κοιτάει το μαγαζάκι του και όλοι μαζί αφήνουν το προϊόν και τις επενδύσεις τους να απαξιώνονται από τη δράση συμμοριών που αυτοαποκαλούνται οπαδοί.
● Οι σχεδόν καθημερινοί καυγάδες μεταξύ παραγόντων του ποδοσφαίρου, συχνά με ανεπίτρεπτα ακραίους χαρακτηρισμούς, και η διάχυτη αναξιοπιστία διευκολύνουν τη στρατολόγηση πιτσιρικάδων από οργανωμένες μαφίες στο όνομα της «ομαδάρας» του καθενός.
Εάν, λοιπόν, μια κυβέρνηση – οποιαδήποτε κυβέρνηση – θέλει να βάλει φρένο στη βία, θα πρέπει να πάει ένα βήμα παραπέρα από τα επικοινωνιακά ημίμετρα που επί δεκαετίες δεν απέδωσαν σχεδόν τίποτα. Άλλωστε τα τελευταία 25 χρόνια, οπότε η βία μεταξύ οπαδών έχει εκτροχιαστεί, όλα τα θεωρούμενα ως κόμματα εξουσίας έχουν κυβερνήσει, όλα έχουν επικεντρωθεί στις ποινές και στο μοντέλο λειτουργίας των συνδέσμων οπαδών, αλλά όλα έχουν αποτύχει.
Το ερώτημα είναι αν η σημερινή κυβέρνηση έχει αποφασίσει να λερώσει τα χέρια της όσο χρειάζεται παίρνοντας ακόμη και αντιδημοφιλή μέτρα. Θα δείξει.
Μύθος και αλήθεια
Πάντως όλοι οι στοιχειωδώς σχετικοί με το ποδόσφαιρο γνωρίζουν ότι η βία στο άθλημα αυτό – και όχι μόνο σε αυτό – είναι ένα φαινόμενο πολύ σύνθετο. Τόσο σύνθετο ώστε πολύ συχνά να εκτίθενται όλοι όσοι προσπαθούν να την ερμηνεύσουν με απλοϊκές μεθόδους και αφορισμούς.
Ένας εξ αυτών, για παράδειγμα, είναι ότι οι ιδιοκτήτες των ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιρειών, ιδιαίτερα των μεγάλων με τους εκατομμύρια οπαδούς, διαχειρίζονται σαν πιόνια τους φανατικούς
των ομάδων τους, ώστε να τους χρησιμοποιούν ως μοχλούς πίεσης για την εξυπηρέτηση συμφερόντων τους. Ότι οι οπαδοί δεν είναι παρά ανεγκέφαλοι, καθοδηγούμενοι από τις μιντιακές προεκτάσεις των αφεντικών των ομάδων.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι αυτό ισχύει σε έναν βαθμό, τότε πώς μπορεί να εξηγηθεί η ήττα σχεδόν του συνόλου των ιδιοκτητών ομάδων που τα έβαλαν με τους οργανωμένους οπαδούς; Και δεν μιλάμε μόνο για ηγεσίες μικρών ΠΑΕ, αλλά και για καταξιωμένες προσωπικότητες, προερχόμενες από το ποδόσφαιρο, ή για κορυφαίους επιχειρηματίες της χώρας, οι οποίοι είτε εγκατέλειψαν τη μάταιη προσπάθειά τους είτε, εκβιαζόμενοι, συμβιβάστηκαν σε ανεπίτρεπτες παραχωρήσεις.
Μπορούμε επίσης να θυμηθούμε κραυγαλέες περιπτώσεις στις οποίες πολύ ισχυροί επιχειρηματίες, με μεγάλες επενδύσεις και με κορυφαίες ομάδες στα χέρια τους, υποχρεώθηκαν σε άτακτες υποχωρήσεις και συντριπτικές ήττες όταν κυβερνήσεις έλαβαν κρίσιμες αποφάσεις εναντίον τους.
Συνεπώς η ανωτέρω θεωρία μάλλον πάσχει σε αρκετά σημεία.
Οι ευθύνες των επιχειρηματιών
Σημαίνει όμως αυτό ότι οι επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου είναι αθώοι του αίματος; Σε καμιά περίπτωση. Άλλωστε πολλοί εξ αυτών, εφόσον με κάποιον τρόπο (δηλαδή με το αζημίωτο) βρίσκουν το modus vivendi (τι ωραία που τα λέμε, ε;) με τους οπαδούς των ομάδων τους, είναι σε θέση να αγοράζουν από αυτούς και κάποιες «υπηρεσίες»…
Όντως, λοιπόν, τα πράγματα μόνο απλά δεν είναι, διότι ο κόσμος του οπαδισμού είναι σκοτεινός και, ταυτοχρόνως, πολύ πιο ισχυρός απ’ όσο φαίνεται. Και παράλληλα οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ προτιμούν να
σφάζονται μεταξύ τους για τον έλεγχο των θεσμών του ποδοσφαίρου και την πρωτοκαθεδρία, παρά να κάνουν μια συμφωνία για την αναβάθμιση του προϊόντος τους, η οποία θα μπορούσε να αυξήσει κατακόρυφα την πίτα.
Έτσι, αυτό που μένει στο τέλος είναι ότι κυβερνήσεις, ιδιοκτήτες και άλλοι παράγοντες του ποδοσφαίρου παραμένουν όμηροι των χούλιγκαν – κι αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει όσο δεν υπάρχει μια συνολικότερη προσέγγιση της βίας και των δομών του αθλήματος.