Η τεχνητή νοημοσύνη θα ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ και σε άλλες προηγμένες οικονομίες περισσότερο από ό,τι στην Κίνα και στις αναδυόμενες οικονομίες και θα αυξήσει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Αυτό προκύπτει από μελέτη της Capital Economics, η οποία κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με τις δυνατότητές τους να επωφεληθούν από την τεχνητή νοημοσύνη. Οι ΗΠΑ βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, ακολουθούμενες από τη Σιγκαπούρη, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία.
Η Κίνα κατατάσσεται περίπου στη μέση της ομάδας των 33 χωρών, με την ισχυρή ικανότητα καινοτομίας και τις μεγάλες επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη να αντισταθμίζονται από μια αυστηρή ρυθμιστική προσέγγιση που μπορεί να επιβραδύνει την εξάπλωση της τεχνολογίας AI, σύμφωνα με την έκθεση.
«Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι πιθανό να βοηθήσει την οικονομία των ΗΠΑ να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της έναντι της Κίνας όσον αφορά το ΑΕΠ μετρούμενο σε αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες», αναφέρουν στην έκθεση οι ερευνητές της Capital Economics, συμπεριλαμβανομένου του Μαρκ Γουίλιαμς, επικεφαλής οικονομολόγου για την Ασία. «Η επανάσταση της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι ένας ακόμη λόγος για να σκεφτούμε ότι οι προσδοκίες ότι η οικονομία της Κίνας θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ θα πρέπει να περιοριστούν περαιτέρω».
Η Κίνα θα πρέπει επίσης να παρακάμψει τους αμερικανικούς περιορισμούς στις εξαγωγές μικροτσίπ που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία της τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό σημαίνει ότι «το οικοσύστημα της τεχνητής νοημοσύνης στην Κίνα θα αναπτυχθεί ανεξάρτητα από αυτό της Δύσης», σύμφωνα με την έκθεση.
Το χάσμα
Ο ανταγωνισμός μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ για την ηγετική θέση στην αγορά της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να έχει «θετικές επιπτώσεις» για άλλες χώρες, δήλωσαν οι ερευνητές.
«Εάν οι δύο πλευρές πιέσουν για να υιοθετηθούν πρώτα τα εργαλεία μηχανικής μάθησης που διαθέτουν για να επωφεληθούν από τα αποτελέσματα του δικτύου, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η ταχύτερη παγκόσμια διάδοση της τεχνολογίας αιχμής», σύμφωνα με την έκθεση.
Αλλά το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι η ευρύτερη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης «θα ενισχύσει μια μετατόπιση στην παγκόσμια πορεία που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και καιρό: μια επιβράδυνση του ρυθμού με τον οποίο τα μέσα εισοδήματα των αναδυόμενων αγορών πλησιάζουν τα εισοδήματα του ανεπτυγμένου κόσμου σε σύγκριση με τη “χρυσή εποχή” της δεκαετίας του 2000 και των αρχών της δεκαετίας του 2010», αναφέρεται.
Αυτό απηχεί ένα συμπέρασμα οικονομολόγων της Standard Chartered, οι οποίοι τόνισαν σε σχετική έρευνα τη δυνατότητα της τεχνητής νοημοσύνης να διευρύνει το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ των προηγμένων οικονομιών και των αναδυόμενων αγορών. Οι αναλυτές της Goldman Sachs Group δήλωσαν τον Μάρτιο ότι η «δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη» θα μπορούσε να οδηγήσει σε δραματικό άλμα της παραγωγικότητας των ΗΠΑ – κατά περίπου 1,5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως σε μια δεκαετία – και να ενισχύσει σημαντικά την παγκόσμια ανάπτυξη.
Η Capital Economics δήλωσε ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι πιθανό να παρεμποδίσει την ανάπτυξη στην Ινδία βραχυπρόθεσμα, εν μέρει επειδή θα επιβραδύνει την αύξηση της εξωτερικής ανάθεσης επιχειρηματικών διαδικασιών από τις ανεπτυγμένες χώρες. Η «αργή πτώση» του εν λόγω τομέα θα μπορούσε να μειώσει την οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας κατά 0,3 έως 0,4 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία, ανέφερε.
Η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει επίσης μεγάλες επιπτώσεις στο εσωτερικό των οικονομιών, προβλέπει η έκθεση. Είναι πιθανό να αυξήσει την ανισότητα στο εσωτερικό των χωρών, καθώς τα οφέλη θα προκύψουν περισσότερο για τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου παρά για τους περισσότερους εργαζόμενους.
«Υποψιαζόμαστε ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα συμπληρώσει την εργασία υψηλής ειδίκευσης και οι αποδόσεις του κεφαλαίου θα συγκεντρωθούν σε έναν μικρό τεχνολογικό τομέα, πράγμα που σημαίνει ότι η εισοδηματική ανισότητα θα αυξηθεί», ανέφεραν οι ερευνητές.
Ωστόσο, η τεχνητή νοημοσύνη είναι απίθανο να οδηγήσει σε μόνιμα υψηλότερη ανεργία. Είναι πιθανό να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη και η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, σύμφωνα με την Capital Economics. Αλλά «είναι πιθανό να υπάρξουν μεγάλες ανακατατάξεις βραχυπρόθεσμα», καταλήγει η έκθεση.