Του Στρατή Παπαμανουσάκη
Ὠγυγίη τις νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται·
ἔνθα μὲν Ἄτλαντος θυγάτηρ, δολόεσσα Καλυψώ,
ναίει ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεός·
(Όμηρος, Οδύσσεια, η, 244-246)
Ένα ζεστό ιουλιανό απόγευμα το λεωφορείο του Σελίνου μεταφέρει τους επιβάτες του από τα Χανιά στη νότια ακτή της Κρήτης. Μια μικρή συντροφιά όμως σκοπεύει να προχωρήσει ακόμη νοτιότερα, να φθάσει στην άκρη της Ελλάδας και της Ευρώπης. Αναζητά ένα νησάκι ξεχασμένο στη μέση του Λιβυκού, γνωστό από τα πολλά ονόματά του, Ωγυγία, Γαυγία, Κλαύδη, Κλάουντος, Γκότζο, Γαύδος.
Το καΐκι του καπετάν Μανόλη, με πλήρωμα τον μπάρμπα Διονύση, αφήνει πίσω του τον όρμο της Παλιόχωρας, περνά άκρη-άκρη από τη Σούγια, φτάνει στην Αγιά Ρουμέλη κι από εκεί ξανοίγεται στην ανοικτή θάλασσα. Μακριά διακρίνεται η σκιά των δυό αδελφών, Γαύδου και Γαυδοπούλας. Το πλεούμενό μας, Ο «Άγιος Νικόλαος», χορεύει με τα κυματάκια, καθώς πλησιάζομε, ύστερα από πέντε ώρες ταξίδι, στο νησί. Στρίβοντας τον κάβο μπαίνομε στον απάνεμο όρμο και πλευρίζομε στη μικρή προβλήτα της Καραβέ. Μισοζαλισμένοι πατούμε το στέρεο έδαφος. Το μοναδικό κτίριο που χρησιμεύει για καφενείο είναι κλειστό. Μπορούμε όμως να καθίσομε στη σκιά, που δημιουργεί ένα ξύλινο υπόστεγο.
Στη στροφή, που αρχίζει το μονοπάτι, μια ταμπέλα δείχνει σε μια μοναδική κατεύθυνση. «Προς Καστρί, Προς Βατσιανά, Προς Άμπελο», τα τρία χωριουδάκια του νησιού. Σαράντα οικογένειες, εκατό πενήντα κάτοικοι, ξεμοναχιασμένοι στη Γαύδο. Μερικοί ντόπιοι έρχονται να παραλάβουν και να παραδώσουν διάφορα στο καΐκι. Ο ταχυδρομικός σάκος, οι λεμονάδες, τα εργαλεία, όλα έρχονται και φεύγουν με τον «Άγιο Νικόλαο». Σε λίγο ανηφορίζομε με τον Χαραλάμπη και τον Αποστόλη, που οδηγούν τα φορτωμένα γαϊδουράκια τους. Πρώτος σταθμός μας τα Κλιμούσενα, ένα μικρό υψίπεδο με το σπίτι του Πωλιού στη μέση. Εκεί βρίσκομε νερό της στέρνας για να πιούμε, βρίσκομε ένα τηλέφωνο που συνδέεται αμέσως με την Παλιόχωρα, μα το κυριότερο βρίσκομε τον ίδιο τον Πωλιό. Είναι ένας στέρεος σφακιανός, παρά τα χρόνια του, με μάγουλα κοκκινωπά από τον ήλιο, τον αέρα, μπορεί κι απ΄ το κρασί, που κατεβάζει σαν νεράκι. Καθόμαστε στη λιθόκτιστη κάμερά του και τον ρωτούμε. Μας απαντά με τη χαρακτηριστική φωνή του, γελαστός, πως μένει εδώ με τη γυναίκα του, που μας περιποιείται. Οι τρεις του γιοί λείπουν μακριά, ξενιτεμένοι κι αυτός φροντίζει μοναχός τα πρόβατα και τα κατσίκια του. Γελά για τον μισθό του τηλεφωνητή που παίρνει, αλλ΄ είναι ένας υπάλληλος, όνειρο ζωής ενός νεοέλληνα… Και ας ξεχνά ν΄αλλάζει τακτικά τις μπαταρίες.
Αφήνομε τον Πωλιό και μπαίνομε στο πευκοδάσος. Μια σειρά δένδρα πεσμένα, σα να τα θέρισε πελώριο δρεπάνι, απ΄ τον τυφώνα του περσινού χειμώνα. Η φύση κακοπάθησε μα οι άνθρωποι, τα ζώα και τα σπίτια τους άντεξαν και τούτη την κακοκαιρία. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, δεμένοι γερά οι γαυγιώτες με τη φύση, σκληροί σαν τον βράχο, δυνατοί σαν τον κέδρο. Περνούμε απ΄ την παλιά εκκλησία της Παναγιάς με την ιστορική καμπάνα κι αμέσως αντικρύζομε το Καστρί, πρωτεύουσα με το κοινοτικό κατάστημα, τον Σταθμό Χωροφυλακής και το σχολείο. Στο κέντρο του χωριού δυο καφενεία, εμπορικοί οίκοι εισαγωγών εξαγωγών, όπου εκτός από καφέ βρίσκεις ότι έχεις ανάγκη στο νησί. Καθόμαστε στην «Ειλικρίνεια», μαζεύονται και δυο τρεις χωριανοί και συζητούμε. Υπάρχουν εικοσιπέντε μαθητές, λιγότεροι ακόμη νέοι, γιατί οι πολλοί φεύγουν για να δουλέψουν και γάμοι πια δεν γίνονται στη Γαύδο. Μικρή παραγωγή, κάμποσα αμπέλια κι ελαιώνες κι αιγοπρόβατα. Μα οι γαυγιώτες δεν παραπονούνται για τον τόπο τους, μόνο ζητούν ένα γιατρό και τακτικότερη συγκοινωνία. Η ζωή τους δίδαξε εγκαρτέρηση, ζητούν τα λίγα, που γι΄ αυτούς είναι πολλά. Η ώρα περνά κι ο καφετζής μας άναψε τη λάμπα, ετοίμασε κάτι να φάμε κι ύστερα μας οδήγησε πιεστικά και στο «ξενοδοχείο», ένα άδειο κτίριο δίπατο, ακατοίκητο, για να μην κοιμηθούμε έξω στο ύπαιθρο, πρώτη βραδιά στη Γαύδο, με τον καθαρό ουρανό και τα πολλά αστέρια έξω απ΄ το παράθυρο. Το πρωί η συνέχεια της πορείας μας, μέσα από μοναχικά μετόχια και κτίσματα πρωτόγονα, με ελάχιστα στενά ανοίγματα και λεπιδόχωμα στη στέγη. Χιλιάδες χρόνια οι κάτοικοι θερίζουν κι αλωνίζουν και λιχνίζουν με τον ίδιο τρόπο, σα να μην πέρασαν από τα νεολιθικά στα σημερινά χρόνια.
Στα Βατσιανά μας υποδέχεται ο Πρόεδρος, σωστός πατριάρχης με τη μακριά γενειάδα του, που οδηγεί τριάντα πέντε τόσα χρόνια τον λαό του, πελεκώντας καρέκλες από ξύλο κέδρου, μια ασχολία πρακτική, για τις δικές του απλές ανάγκες. Εμείς τη λέμε τέχνη γνήσια λαϊκή και προσπαθούμε να τον πείσομε να την εντάξει σε πρόγραμμα αναπτύξεως του τόπου. Εκείνος, προσγειωμένος με την πείρα του, τονίζει τα προβλήματα υγείας των κατοίκων, καθώς γιατρός έχει να έρθει στο νησί τρία χρόνια, και κάποτε χρειάστηκε ελικόπτερο για κάποιον βαριά άρρωστο. Ύστερα τον απασχολεί το ζήτημα άμεσης σύνδεσης Γαύδου- Παλιόχωρας, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό, κάποια βελτίωση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής κι αφήνει για το τέλος το θέμα της τουριστικής ανάπτυξης. Φτωχή η Κοινότητα, ημιτελές για χρόνια το κοινοτικό κατάστημα, με κόπο κτίστηκαν τα αποχωρητήρια στο λιμανάκι, κι άλλο κανένα έργο δεν προβλέπεται…
Συνεχίζομε τον κατηφορικό δρόμο προς τις Καμαρέλες, στη ακτή του Λιβυκού. Μια γλώσσα γης μέσα στη θάλασσα, διαβρωμένη, με τρεις καμάρες, απ΄ όπου τ΄ αφρισμένα κύματα περνούν σαν τα ποτάμια κάτω από τις γέφυρες. Μια στρογγυλή αποξηραμένη άσπρη λίμνη, σαν φυσική αλυκή, συμπληρώνει το τοπίο. Απόλυτη ερημιά, χρόνος σταματημένος, φύση και άνθρωπος μαζί, στους ήχους του ανέμου και της θάλασσας δεμένοι.
Επιστρέφοντας το άλλο πρωί στα Βατσιανά, μας περιμένει ο παπάς να μας φιλοξενήσει, να μας κεράσει ένα καφέ, να μας μιλήσει για τα παλιά, για το νησί και τους ανθρώπους του. Θρύλοι παλιοί μιλούνε για τη Γαύδο, για τους μινωίτες, τον Οδυσσέα και τη Καλυψώ, τον Απόστολο Παύλο, τους Αγίους Πατέρες, τους βενετούς, τους τούρκους και τους σαρακηνούς. Μας λένε για το «σταύρωμα του Αγίου», εκεί που βγήκε ο Παύλος στο ταξίδι προς τη Ρώμη, για το νερό που ανάβλυζε απ΄ τον βράχο και τώρα πιά σκεπάστηκε από τα κύματα. Για την καμπάνα που ανασύρθηκε από ένα ναυάγιο και την έστησαν στο καμπαναριό της εκκλησίας της Παναγίας. Και πια δεν μπόρεσαν να την ξαναπάρουν οι ιδιοκτήτες της, γιατί σε κάθε βήμα που τη μετέφεραν, τους σταματούσε η χάρη Της και τους γύριζε πίσω, μέχρι που την ξανάβαλαν στη θέση της. Για το βενετσιάνικο κάστρο του Τίτου, που άγνωστο γιατί έμεινε ατέλειωτο. Για τη σπηλιά που οι τούρκοι έκαψαν ζωντανούς πολλούς κατοίκους του νησιού, κρυμμένους στην προσπάθεια τους να σωθούν απ΄ το μαχαίρι.
Κι ακόμη οι γεροντότεροι θυμούνται ζωηρά τους εξόριστους του Πάγκαλου και του Μεταξά, τον Σιάντο και τον Παρτσαλίδη και τον Βελουχιώτη, την κολεκτίβα που έστησαν εκεί, πριν αποδράσουν το ΄41, για να περάσουν στην Αντίσταση. Και τους τελευταίους εξόριστους του εμφυλίου, μέχρι το ΄51. Σκοτεινός ο εγκέφαλος που σκέφτηκε να μετατρέψει το νησί της Καλυψώς σε τόπο εξορίας, όπως κι άλλα πανέμορφα νησιά μας. Κι η εθνική διαίρεση και ο εμφύλιος και η καταστροφή να έχουν για θλιβερό τους υποσέλιδο τα ονόματα, συνώνυμα της Γαύδου.
Και ο τελευταίος πόλεμος, θυμούνται, δεν άφησε ανέγγιχτη τη Γαύδο, τότε που πέρασαν απ΄ το νησί τους οι εγγλέζοι, φεύγοντας για την Αλεξάνδρεια. Τρία αγγλικά πολεμικά γεμάτα με στρατιώτες που έδοσαν τη Μάχη της Κρήτης, βομβαρδίστηκαν και γέμισε η ακτή από πτώματα. Κι ύστερα πάτησαν οι γερμανοί στη Γαύδο και κυνηγούσαν τους φυγάδες και τους ντόπιους που τους έκρυβαν. Και μόνο η θαρραλέα στάση του Προέδρου, του ίδιου που συναντήσαμε κι εμείς, έσωσε τότε πολλούς απ΄ την εκτέλεση. Στις δύσκολες στιγμές πάντα χρειάζεται καρδιά και νους μαζί να ξεπεράσουν το κακό, που σαν αρχίσει δεν το σταματάς.
Αποχαιρετούμε τους φίλους μας και συνεχίζομε στη νότια παραλία του νησιού για την Άμπελο, πάνω στην απότομη ακτή με τον γκρεμό να χάσκει πλάι μας, καθώς χρόνο το χρόνο το χάσμα μεγαλώνει από τις πολλές κατολισθήσεις. Δεξιά μας ένα πευκοδάσος και μερικοί μισο- κατεστραμμένοι ανεμόμυλοι, μέχρι να φτάσομε στον Φάρο, που κτίστηκε απ΄ τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων, και καταστράφηκε απ΄ τα γερμανικά στούκας. Απ΄ εδώ η θάλασσα ξανοίγεται σ΄όλο το βάθος του νοτιά. Μα στον βορειά πέρα απ΄ τη Γαυδοπούλα, τεράστιο τείχος στέκεται η οροσειρά από τις σφακιανές Μαδάρες. Η Κρήτη κείτεται, πελώρια γοργόνα στα νερά, θηρίο ανήμερο και φοβερό στοιχειό, που οι κοσμοπλάστρες συμπαντικές δυνάμεις την υψώνουν μες στου ουρανού το πλάτος, από το χάος σε αιώνιο μεγαλείο. Λίγο πιο ανατολικά, το κάστρο του Τίτου, μνημείο από τη βενετσιάνικη ιστορία του νησιού, κι αμέσως τα εύφορα χωράφια της Αμπέλου. Βραδάκι πια ξαπλώνομε στο αλώνι της κυρά Χριστίνας, που έκπληκτη μας αναγνωρίζει, πως είμαστε οι συνταξιδιώτες στο καΐκι που μας έφερε. Και το νερό που της προσφέραμε, καθώς την έπιανε η ναυτία, μας το ανταποδίδει πλουσιοπάροχα. Με καθαρά σκεπάσματα, με ότι το καλύτερο έχει το σπιτικό της, και για το δρόμο τρόφιμα κι ευχές πολλές, που μόνο ο Ξένιος Δίας θα μπορούσε να μας δώσει.
Στον δρόμο πάλι κατηφορίζοντας προς τον όρμο του Πύργου, με κάποιο ψαροκάικο αραγμένο, ώσπου το τραχύ μονοπάτι να μας βγάλει από μια λαγκαδιά στη βόρεια παραλία. Άμμος και κέδροι, πυκνοί θάμνοι και πεύκα, ίχνη της πέρδικας και του λαγού στον δρόμο μα., Κι όλο προχωρούμε προς τον Λαβρακά, να συναντήσομε τον Μίνωα, με τον διπλό του πέλεκυ, τον Λάβρυ. Και την Καλυψώ μες στη σπηλιά της, εκεί που με τον πολυπλάνητο έσμιγε δέκα χρόνια πριν τον αφήσει πια, με διαταγή του Διός, να επιστρέψει στην πατρίδα. Όπως το γράφει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα «τον δ΄ οίον, νόστου κεχρημένον ηδέ γυναικός, νύμφη πότνι΄ έρυκε Καλυψώ, δία Θεάων, εν σπέεσι γλαφυροίσι λιλαιομένη πόσιν είναι». Αδύνατο να περιγράψει πέννα άλλη καλύτερα αυτόν τον θείο έρωτα, τον νόστο και τον πόθο.
Όμως τ΄ ανάκτορα γκρεμίστηκαν από καιρό στη θάλασσα και μονάχα εννιά τάφοι, λαξευμένοι στον βράχο, μας περίμεναν, σκεπασμένοι στην άμμο μαζί με πλήθος από πήλινα κομμάτια αγγείων, μάρτυρες του αλλοτινού της Ωγυγίας μεγαλείου.
Από τον Λαβρακά ως το Σαρακήνικο, περάσαμε μια δύσκολη πορεία, με τη στέρνα του Άη Γιάννη στεγνή, χωρίς καθόλου νερό, στην κάψα του καλοκαιριάτικου μεσημεριού, διαβαίνοντας αργά τις στροφές της παραλίας, μέχρι να βρούμε τη μεγάλη αμμουδιά, το τέρμα της οδοιπορίας μας στη Γαύδο. Τρεις μέρες περισυλλογή κι ανάπαυση στη σκιερή αμμουδιά, κάποια βραχάκια με το χρώμα του χαλκού, που κάποτε έβγαινε άφθονος εδώ, τα μικρά ερείπια των εξόριστων πιο πέρα και το δάσος των κέδρων να μας καλεί στη δροσιά του. Ο ανατολίτης ήλιος πάνω μας, το άρωμα του τοπίου γύρω μας, και η γαλάζια θάλασσα μπροστά μας. Και τα πλάσματα του αέρα, της στεριάς και της θάλασσας, πουλιά και ψάρια και κυνήγια, λαγοί και πέρδικες και φώκιες, ορατά και αόρατα στα μάτια μας, ελεύθερα να συντροφεύουν τη μοναξιά μας. Κι οι θρύλοι των σαρακηνών, που σέρνανε τα πλοία τα κουρσάρικα στην άμμο, για να μοιράσουνε τα λάφυρα της πειρατείας. Και οι σκλάβοι στα δεσμά τους περιμένοντας τα λύτρα της σωτηρίας. Κι η ιστορία του Αγίου Ιωάννη, που με το ράσο και με το ραβδί του, πανί και κατάρτι, πέρασε στην Κρήτη απέναντι να συναντήσει τους υπόλοιπους ενενήντα εννιά Πατέρες, που όμως σταθήκαν στον Αζωγυρέ κι αυτός προχώρησε μέχρι το Γουβερνέτο, όπου ο τοξότης κυνηγός τον επερίμενε να του χαρίσει αιώνια δόξα.
Αυγή κι ηλιοβασίλεμα κι η σκέψη μας χαμένη σ΄έναν κόσμο πρωτόγνωρο, γεμάτο φύση και έρωτα και ζωή και θάνατο και μύθους και ιστορία. Χωρίς την έγνοια της ανάγκης και του καιρού, που ευχόμαστε ποτέ να μη τελειώσει.
Όταν επιστρέφομε στην Καραβέ, δεκαπέντε μόλις λεπτά δρόμο από το Σαρακήνικο, ο «Άγιος Νικόλαος» μας περιμένει, έτοιμος για αναχώρηση. Όμως η Γαύδος σαν να θέλει να μας κρατήσει ακόμη. Ο δυνατός αέρας που σηκώνεται, δεν επιτρέπει στο καΐκι μας να ξεμυτίσει στο πέλαγος. Μένομε εκεί, καθηλωμένοι στο λιμανάκι, παρέα με τον ψαρά τον Θοδωρή και με την κόρη του την ψαροπούλα. Ψαράς της Γαύδου, όπως όλοι οι ψαράδες, με πρόσωπο στεγνό, αδύνατη κορμοστασιά, και την αρμύρα στα μαλλιά. Μόνο που του ΄χει φάει το ένα πόδι ο δυναμίτης κι ίσως γι΄ αυτό έχει μεγάλη την καρδιά, πάντα ανοικτή, όπως η θάλασσα που η βάρκα του διασχίζει. Μοιραζόμαστε το φαγητό, μόνο που αυτός βάζει τα ψάρια του κι εμείς μια δυο κονσέρβες που μας είχαν απομείνει. Περάσανε δυο μέρες προσμονής, μέχρι να έρθει η τρίτη νύκτα κι ο καπετάνιος, που άγρυπνος αγνάντευε το πέλαγος, να μας ξυπνήσει βιαστικά, να φύγομε τώρα, που ο καιρός δείχνει να έχει κάπως μαλακώσει. Στη μια πλευρά του καϊκιού εμείς, στην άλλη τα κατσίκια που πάνε για σφαγή, στο πρώτο και στο τελευταίο τους ταξίδι. «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις Κύριε». Πιασμένοι γερά στην κουπαστή, μέσα στη μαύρη νύκτα, στο σκαμπανέβασμα. Κι ο αέρας, ανακατεμένος με θάλασσα, να μας δέρνει ανελέητα και το κατάρτι να διαγράφει μεγάλα τόξα, ανακατεύοντας φρικτά τα σωθικά μας. Δυό ώρες κράτησε η μεγάλη αγωνία μας, κι ύστερα πια ησύχασε ο άγριος Ποσειδώνας και τότε μάθαμε, γιατί εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα, πως είχαμε γλυτώσει παρά τρίχα τον χαμό, από τη σύγκρουση με κάποιο άλλο πλεούμενο. Μα ο καπετάν Μανόλης ψύχραιμος και χαμογελαστός μοίρασε σ΄όλους τον καφέ κι ευθύς διακρίναμε τα φώτα της Αγιά Ρουμέλης. Αυγή και πάλι ξαναείδαμε τη σκιά της Γαύδου στον ορίζοντα. Κάτι έχει κρατήσει απ΄ την ψυχή μας.
Ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια ξαναγύρισα στη Γαύδο, σπρωγμένος από τη νοσταλγία, του πρώτου ταξιδιού. Με τις εικόνες του πάντα ζωντανές, τις άσβηστες μνήμες, τις εμπειρίες που έζησα τότε, δεμένες μέσα στη γνώση και τη βίωση του χρόνου που μεσολάβησε. Ήτανε γεμάτα γεγονότα τα χρόνια αυτά, ταξίδια σε πολλά μέρη του κόσμου, γεγονότα σημαντικά για τη ζωή μου, μα που όσο και να τη γέμισαν, άφησαν ένα χώρο ανέγγιχτο για την Ιθάκη αυτού του πρώτου ταξιδιού εκεί. Γιατί σαν την Ιθάκη έμεινε η Γαύδος στην ψυχή μου, σαν την πατρίδα του Οδυσσέα, που ποθούσε να ιδεί «καπνόν αποθρώσκοντα», από τον τόπο του, σαν το λημέρι του κουρσάρου, που από κεί εξορμά κι εκεί ξαναγυρνά γεμάτος με τα κούρση του.
Στο μεταξύ μας έμαθε ο Πολυλάς τη γλώσσα του Ομήρου, και το πώς η Αθηνά «μνημόνευε τά πάθη τού Οδυσσέα / … / κ΄εκείνος κείτεται είς νησί μέ λύπαις καί με πόνους / σ΄τής Καλυψώς τά μέγαρα τής νύμφης, πού με βία / κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση σ΄την πατρίδα / ότι καράβια πιά δεν έχει ουδέ συντρόφους / πού να τον φέρουν σ΄τά πλατειά τά νώτα τής θαλάσσης». Κι ύστερα βρέθηκε η ελληνιστική επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. με τη Συνθήκη Γορτυνίων και Καυδίων, που επιτρέπει στους κατοίκους της Γαύδου, με άλλο όνομα και πάλι, να κατοικούν στο νησί τους ελεύθεροι και αυτόνομοι, με τα δικά τους δικαστήρια και με νόμους και με το καθεστώς που καθόρισαν οι Γορτύνιοι. Και αποδείχθηκε έτσι πως είχε αλλάξει το όνομά του το νησί,. Όπως και αργότερα πως οι κατακτητές ρωμαίοι το παραλλάξανε από Καύδη σε Κλαύδη, για να τιμήσουν τον πρώτο διοικητή του Μάρκο Ορβύλιο Κλαύδη ή μπορεί και το αντίθετο, από την Κλαύδη να πήρε αυτός το επώνυμό του, όπως ο Μέτελλος ο Κρητικός, από τη Κρήτη. Έτσι που χρόνια αργότερα, έγραψε ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων, για το ταξίδι του Παύλου, «νησίον δε τι υποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι τής σκάφης». Ύστερα οι πειρατές δεν ενδιαφέρονταν για ονόματα, και δεν ξέρει κανείς πως βγήκε το όνομα Κλάουντος, μάλλον παραλλαγή της Κλαύδης, αλλά στα χρόνια της βενετοκρατίας και μετέπειτα το νησί ακουγόταν σαν Γκότζο. Και να που μας παρουσίασαν στη Μάλτα, στο νησί Γκότζο τη σπηλια … της Καλυψώς. Μα αν ο τουρισμός κλέβει μόνο τα ονόματα, η αποικιοκρατία κλέβει και τα ίδια μνημεία. Κι έτσι βρέθηκε στο Βρετανικό Μουσείο το αρχαίο, ακέφαλο άγαλμα γυναίκας από τη Γαύδο, που με υπερηφάνεια, αντάξια του Έλγιν διηγήθηκε ο άγγλος πλοίαρχος Σπραττ πώς το απόσπασε απ΄ το νησί του.
Μα όλα τούτα δεν τα σκεφτόμουνα καθόλου στο δεύτερο ταξίδι για τη Γαύδο, με το σύγχρονο πλοίο, ούτε όταν αράξαμε στη νέα προκυμαία, ούτε κι όταν το λεωφορείο μας μετάφερε μέχρι τον Φάρο, που ξανακτίστηκε και λειτουργεί και πάλι. Έψαχνα για να ξαναβρώ τις μνήμες τις παλιές, που όμως ήτανε χαμένες ανάμεσα στα νέα κτίρια, τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και τα εστιατόρια. Στον Άη Γιάννη τα παιδιά των λουλουδιών, στο Σαρακήνικο δωμάτια τουριστών, και στο κατάλυμα του Βελουχιώτη καφέ-μπαρ. Και κάπου, αγναντεύοντας το πέλαγος ένα μνημείο, θρόνος ή καρέκλα, που έμοιαζε πολύ μ΄εκείνη που πελεκούσε τότε ο Πρόεδρος.
Φευγάτος πια για πάντα ο Οδυσσέας. Και ο έρωτας της Καλυψώς για πάντα ξεχασμένος. Και μόνο το τραγούδι του έμεινε, για όποιον μπορεί ακόμη να το θυμάται..
«Έ συμπλωρίτες πάρτε τα κουπιά, κι ο καπετάνιος φτάνει / και σεις, μανάδες, δώστε το βυζί στα βρέφη μη φωνάζουν / Όρτσα, τις έρμες πίκρες όξω νου, τρουλώσετε τ΄αυτιά σας / Τα πάθη και τα βάσανα θα πώ του ξακουστού Οδυσσέα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΟΥ» – Του Στρατή Παπαμανουσάκη – ΠΡΟΛΟΓΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΚΡΗΤΗ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΑΘΗΝΑ